Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Πρωτοχρονιάτικος μποναμάς στον κ. Δήμαρχο και στη νέα δημοτική συμπολίτευση και αντιπολίτευση


Χτες, 16 Δεκεμβρίου του 2010, παραβρέθηκα για πρώτη φορά την ορκωμοσία της νέας αυτοδιοικητικής αρχής που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου και που θα κυβερνήσει το νησί για τα επόμενα τριάμισι χρόνια. Ο λόγος της παρουσίας μου ήταν να παραδώσω στον κ. Δήμαρχο και στους κ. δημοτικούς συμβούλους της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης τον δικό μου... πρωτοχρονιάτικο μποναμά, που δεν ήταν άλλος από την "επεισοδιακή" ομιλία μου στο Πολιτιστικό Κέντρο Ζερβουδάκη στις 11 Σεπτεμβρίου με την ευκαιρία της παρουσίασης του νέου βιβλίου μου (Έκδοση της Κ.Δ.Ε.Π.Α.Μ.). Τότε, αρκετοί από τους παρευρισκόμενους υποψήφιους, με πρώτο τον κ. Δήμαρχο, μου είχαν ζητήσει εκείνον τον μακρύ κατάλογο απαρίθμησης κάποιων από τα συσσωρευμένα σε διάστημα δεκαετιών δεινών του τόπου, ώστε προκρινόμενοι με το καλό κατά τις εκλογές από τον λαό του νησιού να τον έχουν "πρόχειρο προς υπόμνηση ανά πάσα στιγμή και να διορθώσουν τα κακώς κείμενα του τόπου" (μεταφέρω τα λόγια τους). Αρνήθηκα τότε φοβούμενος, όχι χωρίς αιτία, ότι ο "κατάλογος" αυτός θα γινόταν προεκλογικά μοχλός κομματικής (δυστυχώς, όχι πολιτικής) εκμετάλλευσης. Υποσχέθηκα όμως, ότι εν ευθέτω χρόνω θα έφτανε και γραπτώς στα χέρια τους σε καταλληλότερη στιγμή. Ιδού, λοιπόν, εχθές ο "εύθετος χρόνος" και η "καταλληλότερη στιγμή"! Ετοίμασα τους φακέλους μου, τους σφράγισα και τους μοίρασα στον Δήμαρχο κ. Αθανάσιο Κουσαθανά-Μέγα, στη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση μαζί με τις ολόθερμες ευχές μου: "Να είναι ευλογημένη και καρποφόρα η θητεία σας σαν τη σημερινή βροχή, που στέλνει ο ουρανός στο διψασμένο νησί μας!"
       Τώρα δεν μένει παρά να ελπίζω να... μη μείνουν σφραγισμένοι οι φάκελοι και πράγματι να λυθούν τα αδήριτα πλέον προβλήματα του τόπου ή τουλάχιστον να γίνει προσπάθεια από τη νέα αυτοδιοικητική αρχή για να βρεθούν λύσεις, να γίνει νοικοκύρεμα και συμμάζεμα, να επουλωθούν οι χαίνουσες πληγές του τόπου και να φανεί τώρα πλέον ποιος θέλει, ποιος μπορεί, ποιος θα τολμήσει... Δεν είμαι αισιόδοξος για το μέλλον της Μύκονος, του τόπου όπου μου έλαχε να γεννηθώ. Φοβάμαι ότι θα φύγω πικραμένος και βαρυφορτωμένος με όσα βλέπω και με όσα μου μέλλεται να δω. Όμως, όμως καμμιά φορά γίνονται στη ζωή και θαύματα. Ας ελπίσομε ότι το νησί μας θα ξαναγίνει ο τόπος όπου "ακόμη λειτουργεί το θαύμα" κατά τη ρήση εκείνου του ποιητή, που γύρευε να στεριώσει, πρόσφυγας κι αυτός, σ' έναν τόπο σαν κι εκείνον που θυμόταν ότι ήταν κάποτε ο δικός του...

Καλές Γιορτές σε όλους. Υγεία, Ειρήνη και Προκοπή για το Νέον Έτος 2011.

πκ

***

 
Παναγιώτης Κουσαθανάς

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Π. ΚΟΥΣΑΘΑΝΑ
ΜΥΖΗΘΡΑ, ΖΥΜΗΘΡΑ (Ένα αληθινό παραμύθι), Ζωγραφική: Φωτεινή Στεφανίδη, Κ.Δ.Ε.Π.Α.Μυκόνου & Εκδόσεις Στεφανίδη, Αθήνα 2010 (σσ. 126, Τιμή 15,00 €)
ΜΑΖΙ ΜΕ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΚΡΟΘΙΓΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΠΟΙΩΝ
ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ


Οφείλετε μείζονα υπόληψιν εις την αντίληψιν
των δημοτών της νήσου μας και μείζονα σεβασμόν εις την τιμήν των
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Π. ΓΡΥΠΑΡΗΣ (Δήμαρχος Μυκόνου
προς τον τέως Δήμαρχο Μιχαήλ Λορ. Καμπάνη, 1905)
……………………
Για τη Λαγκάδα, που την έβαλα να πρωταγωνιστεί σ’ αυτό το βιβλιαράκι μου, ήλπιζα μετά από τέσσερεις εν ζωή μετακομίσεις για την ίδια πάντα αιτία ότι ο… Αϊ-Λούκας θα ήταν η επόμενη και τελευταία μου μετακόμιση, αλλά τα τέρατα και τα σημεία πληθαίνουν οσημέραι και στη Λαγκάδα ακυρώνοντας κάθε τέτοια ελπίδα: Τα τελευταία καλοκαίρια, πέραν από κάθε νομιμότητα –αναρωτιέμαι πού είναι πια η νομιμότητα σ’ αυτόν τον τόπο;–, πέραν από κάθε στοιχειώδη σεβασμό προς τους γείτονες  και  χάριν της άγρας ενός άπληστου κέρδους, όλο και συχνότερα σείεται κι η Λαγκάδα ολημερίς κι ολονυχτίς από τον πιο βάρβαρο και χυδαίο ήχο αυτού που καταχρηστικά κάποιοι ονομάζουν μουσική. Ο θεός να την κάμει! Το μπαρ ενός εκ των δύο ξενοδοχείων κοντά στο περιώνυμο άγαλμα επί της στροφής της περιφερειακής λεωφόρου στη Βρύση, του νοτιότερου, καρσί σ’ εμένα και δίπλα στο λεγόμενο εκκλησάκι του Σέλα, εκτινάσσει χωρίς υπερβολή σε ακτίνα χιλιομέτρων τους ηχητικούς μύδρους του, που εξοστρακίζονται και διπλασιάζονται πάνω στα βράχια, κι όποιον πάρει ο χάρος. Δεν ξέρω αν η άδειά του είναι για χοροπηδάδικο με τη μουσική στη διαπασών ή για ξενοδοχείο με κοιτώνες για ύπνο, διότι αυτά τα δύο, όπως λέει η δική μου λογική, αντιστρατεύονται και αναιρούν το ένα το άλλο, είναι ασυμβίβαστα, αν σέβεσαι τους πελάτες σου και τους γείτονες. Δεν είναι τα μόνα ξενοδοχεία που ανακάλυψαν ότι είναι πιο εύκολο και προσοδοφόρο να λειτουργούν συγχρόνως και ως κανονικότατα μπαρ. Σε λίγο, να το δείτε, θα γενικευτεί κι αυτή η συμφορά που μας σύντυχε. Σε οργισμένη τηλεφωνική παρατήρησή μου πριν από δυο-τρία χρόνια η απάντηση του υπάλληλου ήταν ότι: «–Πρέπει να βοηθήσομε ο ένας τον άλλο για να ζήσομε». «–Να ζήσομε, όχι να πεθάνομε», ήταν το αντεπιχείρημά μου, που βέβαια, όπως έδειξε η συνέχεια, έπεσε σε κουφά αφτιά. Να ζήσομε, όχι να πεθάνομε από έλλειψη ψυχικής ισορροπίας και ύπνου, για να βγάλουν κάποιοι γδέρνοντας την ακοή και την ψυχή των υπολοίπων όλο και περισσότερα φράγκα.
Η παραπάνω επισήμανση, καθώς και όσες ατάκτως ακολουθήσουν εδώ, γίνονται για να μη βαυκαλιζόμαστε με την αποψινή λογοτεχνική ανάγνωση ότι τάχα μου όλα στον μικρό τόπο μας και στην ακόμη μικρότερη Λαγκάδα, που επ’ ολίγο την πίστεψα σαν τη δική μου τελευταία αρκαδική πατρίδα, είναι αγγελικά πλασμένα. Αμ, δε! Όμως, όπως είθισται να λέγεται, «επιφυλάσσομαι παντός δικαιώματος που μου παρέχει ο νόμος», αλλά και… πάσης απονενοημένης πράξης στην οποία πιθανόν εν βρασμώ ψυχής να προβώ, εάν συνεχιστεί αυτό το χάλι. Όλ’ αυτά για να προστατέψει κανείς το στοιχειώδες: την ψυχική ακεραιότητά του και το δικαίωμα να μπορεί να εργάζεται, να αναπαύεται και να απολαμβάνει τη φύση και τα ξέφτια της κάποτε αγγελικής ομορφιάς μιας πολιτείας που δεν μπορεί να υπάρξει, εάν δεν θέλει ή εάν αδυνατεί να επιβάλει στους δυστροπούντες τον αυτονόητο αλληλοσεβασμό. Αλληλοσεβασμό στον τρόπο που οδηγούμε, στον τρόπο που παρκάρομε, στον τρόπο που θεωρούμε τον τόπο δικό μας και κανενός αλλονού αυθαιρετώντας αδίστακτα σε βάρος του διπλανού μας, που αναγκάζεται από ανάγκη να βρίσκεται ετοιμοπόλεμος σε συνεχή άμυνα.
Αυτή την κατάσταση κι ακόμη χειρότερη τη ζήσαμε και το φετινό καλοκαίρι. Μιας, λοιπόν, και το νέο βιβλιαράκι μου μυρίζει μυκονιάτικη μυζήθρα, θίγω, όπως συνηθίζω σε τέτοιες περιστάσεις, ελάχιστα από τα κακώς κείμενα στο περίβλεπτο νησάκι μας. Μήπως και κάποια στιγμή ακουμπήσουν σε ευήκοα, υπεύθυνα ώτα και διορθωθούν. Παρακαλώ, καλή τη πίστει να εννοήσετε το πνεύμα αυτών που θα ακούσετε, να μην εκληφθούν όσα ακολουθήσουν ως προεκλογική καμπάνια υπέρ κανενός μιας και τυχαίνει σε λίγο να έχομε τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Αυτό το αντιλαμβάνομαι ως αναφαίρετο δικαίωμά μου, γιατί όπως ξέρουν οι καλοπροαίρετοι εξ υμών, ποτέ δεν υπήρξα στέλεχος κανενός πολιτικού κόμματος στη μεγάλη και στη μικρή πατρίδα μας. Κάθε φορά, όταν έρχεται η ώρα, εξασκώ αφανάτιστα το δικαίωμα του πολίτη χρησιμοποιώντας το μυαλό και την καρδιά μου, ζυγιάζοντας, κρίνοντας και ψάχνοντας ποιος κατά τη γνώμη μου, ανεξαρτήτως παράταξης, φαίνεται πως πηγαίνει για το γενικότερο καλό. Αυτό θα κάνω κι αυτή τη φορά. Συχνά, συχνότατα, βεβαίως, έχω διαψευσθεί, όπως, άλλωστε, δυστυχώς, οι περισσότεροι από εμάς, αλλά έχω τουλάχιστο την ικανοποίηση ότι κράτησα τα μάτια της ψυχής μου ανοιχτά κι ανεπηρέαστα από κάθε στενά εννοούμενο ατομικό ή κομματικό συμφέρον.
Όσο για τη γελοία και επίβουλη άποψη που έχει ακουστεί κι έχει φτάσει ώς τ’ αφτιά μου ότι τάχα «ο Κουσαθανάς έχει συμβιβαστεί με τον Δήμο για να του εκδίδει τα βιβλία του», τούτο μόνο έχω να πω αηδιασμένος: αν με το «συμβιβαστεί» εννοούν την ολόκαρδη δωρεά της υλικής, αλλά προπαντός της πνευματικής, περιουσίας μου, τότε τους εύχομαι να «συμβιβαστούν» κι αυτοί το ίδιο για το καλό του τόπου. Τέτοια μόνον άνθρωποι αρρωστημένα φίλαυτοι και τυφλοί από χαμερπή και ξένα προς εμένα ελατήρια μπορούν να το πουν, άνθρωποι που ποτέ δεν διάβασαν, εκτίμησαν ή σεβάστηκαν την αξία της δουλειάς μου, τον κόπο τουλάχιστον και τον χρόνο που έχω αφιλοκερδώς αφιερώσει σ’ αυτήν, κάποτε μάλιστα βάζοντας βαθιά το χέρι στην ίδια μου την τσέπη – καθόλου δεν μετανιώνω γι’ αυτό, χαλάλι κι εβίβα του τόπου μου! Αυτούς, λοιπόν, τους ελάχιστους, που σουλαμίζουν κι αναμασούν τέτοια ανάξια για τη νοημοσύνη τους λόγια, τους διαβεβαιώ ότι αν είχαν δουλέψει το ίδιο επί τόσα συναπτά έτη –ήδη η πρώτη μου συνεργασία με τον Δήμο της πατρίδας μου με το ευλογημένο Όρτσ’ αλά μπάντα! ήταν από το 1986 κιόλας, είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια κλείνουν–, αν είχαν το ίδιο σκύψει, ερευνήσει, αναδιφήσει, αγρυπνήσει, ματώσει και δώσει τη μερίδα του λέοντος από τον δημιουργικό τους χρόνο στον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου τους, τότε ο ίδιος ο Δήμος θα ήταν εκείνος που θα τους ζητούσε και τη δική τους δουλειά να του την παραχωρήσουν, όχι βέβαια να την πουλήσουν, ώστε να εκδοθεί για την αναγκαία πνευματική θωράκιση του μικρού νησιού μας. Τα βιβλία μου ποτέ δεν ήταν και δεν θα είναι του ψυχικού. Όποιος έχει σκύψει καλοπροαίρετα και με ενδιαφέρον πάνω τους θα το έχει καταλάβει. Ακόμη και στα πρώτα συγγραφικά βήματά μου, άγνωστος ακόμη και μακριά, όπως πάντοτε, από συναλλαγές και σινάφια, είχα, δόξα τω θεώ, τον τρόπο να τα καθελκύω από τον ταρσανά τους μόνος μου για το μοναχικό ταξίδι τους. Το να ξαπολνάμε τις κουβεντάρες μας κι όπου πάνε –μιας κι η λάσπη κατά τα φασιστικά πρότυπα πάντα κάπου βρίσκει και κολλά– είναι το ευκολότερο. Ας μη λησμονιέται όμως ότι η δουλειά του καθενός μας και η απήχησή της μέσα στον Χρόνο είναι ο μόνος μάρτυρας της αλήθειας που επιβεβαιώνει κι αποστομώνει. Κι επιτέλους ο Δήμος της Μυκόνου, δεν παύει να είναι ο Δήμος της ιδιαίτερης πατρίδας μου με τον οποίο, ασχέτως από πρόσωπα και καταστάσεις, συνεργάζομαι επί είκοσι πέντε χρόνια και οφείλω να ξανασυνεργαστώ για την επίτευξη των σκοπών της δωρεάς του σημαντικότερου μέρους της υλικής και ολόκληρου του μέρους της πνευματικής μου περιουσίας. Παρακαλώ, συμπαθάτε με γι’ αυτές τις ακούσιες περιαυτολογίες. Δεν είμαι εγώ που τις προξένησα, όμως υπάρχουν όρια ακόμη και στη λάσπη με την οποία κάποιοι –ευτυχώς δυο μόνον οι «τιμητές» στην προκειμένη περίπτωση– προσπαθούν να σε πασαλείψουν…

Κάποια από τα προβλήματα που θα απαριθμήσω απόψε είδα με ικανοποίηση να καταγράφονται σε πρόσφατο φύλλο της δημοτικής εφημερίδας Ο Μυκονιάτης από έναν –ποιος θα το έλεγε;– δεκατετράχρονο, συνειδητοποιημένο μαθητή, που εκφράζει τη νεανική αγωνία του! Ίσως και να υπάρχει ελπίς, αλλά, ως φαίνεται, όχι από εμάς, τους μεγάλους, που τα κάμαμε, μετά συγχωρήσεως, σύσκατα [βλ. Λ. Ρουσουνέλος, «Η επιστολή αυτή αφορά το Δήμαρχο Μυκόνου…», εφημ. Ο Μυκονιάτης, φ.  379 (2010), σελ. 11]. Κάθε καλοκαίρι λιγότερος ζωτικός χώρος για τους πεζούς. Στη Χώρα, στρυμωγμένοι σαν σαρδέλες προσπαθούμε σπρώχνοντας και σπρωχνόμενοι να περάσομε ανάμεσα σε όλο και περισσότερα τραπέζια, καρέκλες, κακογουστες γλάστρες με καχεκτικά, δυστυχισμένα φυτά όπου οι παραπαίοντες για διάφορους λόγους περαστικοί των μικρών ωρών της νύχτας αποθέτουν τα σκουπίδια τους, κατουρούν, ξερνοβολούν ή φτύνουν. Προβολείς μας ξεκοιλιάζουν και μας τυφλώνουν, κουτουλάμε πάνω σε επιτοίχιες ογκωδέστατες βιτρίνες, μας ξεκουφαίνουν ηχεία στα φαγάδικα, ηχεία παντού ηχορυπαίνοντας μέχρι μανικής παραζάλης. Όλο και περισσότερα ενοικιαζόμενα οχήματα πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα από χρόνο σε χρόνο κι από μέρα σε μέρα οδηγώντας άσφαλτα στον ακρωτηριασμό ή τον θάνατο πάνω στους ακατάλληλους δρόμους του νησιού εκτός ή εντός Χώρας. Οι δρόμοι, οι πλατείες και τα σοκάκια ολοένα και μικραίνουν ή καταργούνται αναγκαζοντάς σε να καταστρώνεις στρατηγικά σχέδια ελιγμών… Αυτές κι άλλες τόσες ασχήμιες, ένα ασύλληπτο καρακατσουλιό, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, βασανίζουν τα μάτια και πληγώνουν την ψυχή.
Εύκολα θα πειστεί κανείς για την αλήθεια των όσων λέω με μια βόλτα στα Τρία Πηγάδια, αυτό το τραγουδισμένο μνημείο το οποίο συμπιέστηκε, καταβροχθίστηκε και ταπεινώθηκε μαζί με τον ευτελισμό που υφίσταται από κάτι τέτοια η ίδια η Ιστορία του τόπου. Τα ίδια στη Λάκκα, στην Αγία Μονή, στην Αλευκάντρα, στην Πλατεία με τον πλάτανο της Μεγάλης Παναγιάς μπροστά από το αρχιτεκτονικό αριστούργημα της Παντάνουσσας με τον κούντουρο θόλο και δίπλα στο γεφυράκι εκείνης της εκκλησιάς που και μόνο το όνομά της από μόνο του είναι ένα ποίημα και κρατούσε για αιώνες εκάς τους βέβηλους: «Άγια-των-Αγιώ’». Γενικώς, παππάδες και λαϊκοί, μεταφέραμε στις απέριττες και γι’ αυτό τόσο αρχοντικές εκκλησιές μας τη νεοπλουτίστικη αισθητική της κουζίνας και της σάλας μας φορτώνοντάς τις μ’ ένα σωρό σκατολοΐδια, χαϊμαλιά και χαλιά σε σημείο που να σε διώχνουν μακριά θυμίζοντάς σου την αποπνιχτική ατμόσφαιρα «χαρεμιού», όπως εύστοχα μου είπε αφρίζοντας από την οργή της μια παλιά Μυκονιάτισσα. Μεγάφωνα και κλιματιστικά μπλαστρωμένα στον περίγυρό τους, όπου βρεθεί, σε θόλους, αυλές, τοίχους, καμπαναριά, τόξα και αψίδες ιερών κατάστρεψαν ό,τι κάποτε είχαν θαυμάσει  και υμνήσει οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες που μας επισκέφτηκαν επιτούτου, ο Κωνσταντινίδης, ο Le Corbusier…. Μην πάτε μακριά, δείτε μόνο τις τρεις μεγάλες ενορίες της Χώρας: τη Μεγάλη Παναγιά, την Πανάχρα’, την Αγία Κυριακή, και θα εννοήσετε. Οι κακόηχες, παραμορφωμένες στριγγλιές των ηχείων τους, που σκίζουν τον αγέρα, εξαφάνισαν κάθε ίχνος μυστικής ευλάβειας που είχε απομείνει και λεύκαινε «υπέρ χιόνα» τον ασβέστη τους. Ούτε καν μια φωτογραφία τους της ωφελειάς δεν μπορεί να βγάλει πια κανείς. Σε λίγο θα ηχογραφήσομε και τις καμπάνες μας για να απλοποιήσομε έτι περαιτέρω τον υπέροχα ατάραχο, τρυφηλό βίο μας. Οι επισκέπτες μας αντικρίζοντας αυτή την αρχοντοχωριατιά χαμογελούν συγκαταβατικά, περιγελούν οικτίροντας την υπερβάλλουσα «ευσέβεια» και τέλος σιχτιρίζουν το ακατανόμαστο γούστο μας.
Έχω ακούσει οργισμένα παράπονα από πολλά στόματα, ο ίδιος δεν πρόλαβα να δω τα καινούργια κατορθώματα στην αρχή των Ματογιαννιών, ακριβώς πίσω απ’ το παζάρι της πολύπαθης Αγίας Βαρβάρας και του Αϊ-Γιώρη των Περ’βολιώ’, που κι αυτοί παίρνουν μέρος στην τουριστική μας ατραξιόν ως οίκοι εμπορίου – με το αζημίωτο, βεβαίως, για τους ευλαβείς επιστάτες και κοσμητές τους, πώς αλλιώς; Μπροστά, λοιπόν, από το Ναυτικό Μουσείο και το Σπίτι της Λένας, όπου ο υπάρχων κεντρικός δρόμος –δρόμος, όχι πλατεία– έχει καταληφθεί κι αυτός από καρέκλες και τραπέζια παρακείμενου νέου μπαρ, σε σημείο που κανείς πια, ούτε οι κατοικούντες στη γειτονιά, μπορούν από τη μάζωξη να περάσουν για να πάνε στα σπίτια τους! Το ίδιο μαγαζί μοστράρει στην είσοδο ένα μεγαλοπρεπές, αθηναϊκό ρολό, περίοπτο, αφού φαίνεται καρσί από την ώρα που στρίβεις τη στροφή τω’ Ματογιαννιώ’  έως και που φτάνεις στον Αϊ-Γιώρη και την Αγία Βαρβάρα. Προκλητικότατο παράδειγμα, βέβαια, προς μίμηση από όλα τα άλλα μαγαζιά – γιατί αυτός κι όχι εμείς; Θέλετε να ακούσετε και το χειρότερο; Ο ιδιοκτήτης διερρήγνυε τα ιμάτιά του προτού πάρει την άδεια λειτουργίας ότι θα το αφαιρέσει δίνοντας ανέξοδες υποσχέσεις σε δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους, πράγμα που ευθύς το λησμόνησε όταν πια δεν τους είχε ανάγκη. Ποιος φταίει; Με τα ίδια μου τα χέρια θα πήγαινα να το ξηλώσω μαζί με πολλά άλλα παρόμοια, αν ήμουν για μερικές ώρες δήμαρχος.
Στον Γιαλό, τη βιτρίνα της Χώρας, ένα από τα ωραιότερα κάποτε ψαρολίμανα της Μεσογείου, η θάλασσα και η νάμμος έχουν εδώ και χρόνια απογυμνωθεί από τα ψαροκάικα-στολίδια κι αντικατασταθεί από σκάφη απειρόκαλης χλιδής, σωστά μέγαρα εν πλω, τερατογεννήματα ανθρώπινης ματαιοδοξίας, φιλαυτίας και προκλητικότητας. Αμφιβάλλω μάλιστα αν τα τελευταία αφήνουν κανένα κέρδος στον τόπο με το να διαθέτουν εντός τους ό,τι μπορούν να ονειρευτούν οι υβριστικές και διάστροφες ορέξεις του ανθρώπου. Τις προάλλες παρατηρούσα τον εναπομείναντα ζωτικό χώρο του Γιαλού και τις τέντες. Με διάφορες συνοπτικές  συντμήσεις ο πρώτος ή ταχυδακτουλουργικές προεκτάσεις, επιμηκύνσεις κι «ανεσώματα» οι δεύτερες κοντεύουν να φτάσουν ώς την άμμο, όπου μην απορήσετε αν σε λίγο αντικρίσετε και μέσα στη θάλασσα καρέκλες, τραπεζάκια και μπαρ. Κι όταν φύγουν πια κι οι τελευταίοι ξένοι μας, ο Γιαλός, ο Γιαλός μας αντί ν’ αναπνεύσει λεύτερος και λαμπρός, όπως παλιά, θα ξαναφορέσει, δυστυχώς, τη γνώριμη, χειμωνιάτικη ντυμασιά του, δηλαδή θα ξαναγίνει ένα απέραντο πάρκινγκ από εμάς τους ίδιους που βαριόμαστε να σύρομε τα βήματά μας.
Όλες οι παραπάνω απολεσθείσες κι άλλες τόσες μοναδικές ομορφιές της Χώρας, τις οποίες θα μπορούσα επί ώρα ν’ απαριθμώ, ήταν που μάγεψαν τους πρώτους επισκέπτες μας κι αυτές έπρεπε παντού να προβάλλομε, αν θέλομε τη μακροβιότητα στον τουρισμό. Πιο πολιτισμένοι και λιγότερο παραδόπιστοι λαοί θα τις είχαν προστατέψει και θα τις προβάλανε για το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους. Εδώ τις έχουν καταβροχθίσει οι καρέκλες, τα τραπέζια, το «γούστο» που κουβαλά στον ντρουβά του ο καθαείς κάνοντας ανεξέλεγκτα ό,τι του καπνίσει –«κάτι το ωραίον»!–, λες και θέλουν «ωραιοποίηση» οι αχειροποίητες και καθαγιασμένες πλέον από τον χρόνο ομορφιές. Όχι «ωραιοποίηση», ανάσα θέλουν, γιατί τις έχουν πνίξει οι άπατες τσέπες των επιχειρηματιών, δικών μας και ξένων, και ο κάκιστος, άναρχος και άμετρος σχεδιασμός της υπερεκμετάλλευσης κάθε γωνίτσας του τόπου. Όσοι υπογράφουν νόμους για τα μάτια με μόνο σκοπό να αγνοηθούν και να καταπατηθούν εν συνεχεία, πράγμα που ανοίγει συνεχώς την όρεξη για όλο και περισσότερες παρανομίες, έχουν μεγάλο μερίδιο ευθυνών.
Παντού, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, προέχει η ανεξέλεγκτη αισχροκέρδεια: από τις ενοικιαζόμενες πολυθρόνες στις αμμουδιές και το νερό ή τον καφέ που θα πιεις μέχρι κάποιο δήθεν δεν ξέρω πόσων αστέρων εστιατόριο όπου θα σε καλέσουν κάποιοι φίλοι ή θα βρεθείς εσύ ο ίδιος μπόσικος και θα πας φεύγοντας εν τέλει με άδεια τσέπη και χαλασμένο στομάχι. Όσο για τις μαγευτικές ρουβέρες και αμμουδιές μας; Ανύπαρκτες. Όσες δεν έχουν ήδη καταπατηθεί από αετονύχηδες, επήλυδες ιδιώτες, έχουν γεμίσει με δάση από ομπρέλες –τα μόνα δάση που δεν καίγονται εν Ελλάδι–, με χιλιάδες ξαπλώστρες και με παραπήγματα-μπουντουάρ όπου παρέχονται στον πελάτη, προστατευμένο πίσω από ανεμίζοντα παραπετάσματα, φυσικοθεραπευτικές υπηρεσίες από άγνωστους, κομπογιαννίτες γυρολόγους (με απόδειξη;, χωρίς;, δεν γνωρίζω). Φέραμε κι εδώ τις πρακτικές της Ταϋλάνδης. Δεν μπορείς πια να ’λιαστείς, δεν μπορείς να περπατήσεις στην άμμο χωρίς τον φόβο να βγάλεις κανένα μάτι στις σιδερένιες ομπρέλες, δεν έχει προβλεφθεί καν ένας διάδρομος για να περάσεις ανάμεσά τους. Μια συλλογική προσπάθεια που κάναμε στον Πιατ’-Γιαλό για πέντε έστω μέτρα ελεύθερο γωνιδάκι νάμμος να μας θυμίζει ότι εκεί μεγαλώσαμε, συνάντησε αντίδραση, σχεδόν προπηλακισμούς. Καμμιά σκέψη για τον οικογενειάρχη, που θα θελήσει να πάει για μπάνιο χωρίς να πληρώσει τα μαλλιοκέφαλά του. Πού είναι τελοσπάντων ο απαιτούμενος έλεγχος; Όλοι αναρωτιούνται ποιες είναι οι αρμοδιότητες της νεοσύστατης Δημοτικής Αστυνομίας, εάν υπάρχουν. Ποια είναι τελοσπάντων η ποιότητα σ’ αυτόν τον τόπο, όπου κατέληξαν όλα τα αμφιβόλου ποιότητας τουριστικά προϊόντα να πουλιούνται ανερυθρίαστα με φτυαριές από ευρώ, απαγορεύοντας στον επισκέπτη να χαρεί ό,τι του έδινε παλιότερα δωρεάν η φύση κι η απροσποίητη φιλοξενία; Κι επιτέλους ως σώφρονες άνθρωποι καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι τίποτε, ούτε καλό ούτε κακό, δεν είναι αιώνιο, «ένα απειροελάχιστο πάγωμα των δεικτών του ρολογιού είναι αρκετό για να παρέλθει μια ολόκληρη εποχή» και ποτέ να μην επιστρέψει, όπως έγραψε ένας ξεχωριστός συγγραφέας των ημερών μας [βλ. W.G. Sebald, Οι δακτύλιοι του Κρόνου στην εξαιρετική μετάφραση του Γ. Καλιφατίδη, Άγρα 2009, σελ. 44].

Μετά απ’ όλα αυτά παραπονιόμαστε για την «κάμψη». Τι πρέπει να γίνει για να «επανακάμψομε», λοιπόν; Να κατεβάσομε τις τιμές, μήπως; Να φορέσομε έστω με το ζόρι, όλοι, Μυκονιάτες και μη, ένα λιγότερο κατσούφικο, λιγότερο κουρασμένο και αρπακτικό χαμόγελο; Να καθαρίσομε και να ξαναπλύνομε τους γλιτσιασμένους, κατσαριδόπληκτους και όζοντες δρόμους της Χώρας, ίσως; Να προσπαθήσομε να ξαναπάρομε τις λεγόμενες «γαλάζιες σημαίες» για τις αμμουδιές μας; Με θλίψη μου αναγκάστηκα τουλάχιστον δυο φορές εφέτος να φύγω από την αμμουδιά χωρίς να κολυμπήσω· σιχαινόμουνα να βάλω το πόδι σε μια θάλασσα όπου ο λαδερός μαύρος αφρός της προοιωνιζόταν τουλάχιστον μια καραμπινάτη ουρολοίμωξη, αν βουτούσες. Τι να πω για την ποσότητα της πλαστικούρας και του χαρτιού από εφημερίδες και διαφημιστικά, που φιγουράρουν μέσα κι έξω απ’ το νερό, για την άμμο του βυθού που μαυρίζει και πάει σαπίζοντας, διώχνοντας φύκια και ψάρια; Τι κρίμα, να μη χαιρόμαστε ούτε εμείς ούτε οι επισκέπτες μας το άλλοτε αυτονόητο: Ν’ αναπνέεις καθαρό αέρα και να βουτάς σε καθαρή θάλασσα. Αυτά, μαζί με το φως και τη μεγάλη, τη ζεστή αγκαλιά της καρδιάς μας ήταν κάποτε οι θησαυροί μας. Φαίνεται όμως πως δεν εξαντλούνται μόνο οι θάλασσες, οι ήλιοι και οι αγέρηδες, αλλά –το χειρότερο– εξαντλούνται και οι ανοιχτές, οι κάποτε πλατειές αγκαλιές. Κι επειδή αλε’άδα που μόνο να την αρμέ’εις χωρίς ποτέ να την ταΐζεις δεν υπάρχει ούτε στα παραμύθια, καταλαβαίνει κανείς που οδηγούμαστε. Ποιος ξέρει όμως; Ακόμη και τώρα, την τελευταία στιγμή, αν διορθωθούν όλα αυτά κι άλλα τόσα –πώς, όμως;, πώς χωρίς βούληση κι ομόνοια;–, αν γίνει εκ των πραγμάτων και των αναγκών πλέον, γιατί από εμάς δεν βλέπω φως, το απαραίτητο χρονοβόρο και με θυσίες ξεσκαρτάρισμα σε τυχάρπαστους, αρπακτικούς και ασυνείδητους επιχειρηματίες, στην ξεχειλωμένη και ουσιαστικά αχρείαστη, υπερβολική παντού ποσότητα που κατεβάζει το επίπεδο και μας βουλιάζει, ίσως μόνο τότε να μπορέσει να καλυτερέψει παραλλήλως και η ποιότητα των επισκεπτών μας· είναι αμφίδρομη η σχέση φιλοξενούντος και φιλοξενούμενου, αποτελούν τον δίπολο καθρέφτη της ουσίας ενός τουριστικού προορισμού.
Να θυμόμαστε ότι κάποτε ήμασταν αποδεδειγμένα πιο Άρχοντες από τους άρχοντες εν μέσω των στερήσεών μας. Αυτές τις κρατούσαμε μόνο για τον εαυτό μας και δεν αφήναμε από υπερηφάνεια και ευγένεια τους άλλους να τις υποψιαστούν. Εάν χάσομε εντελώς αυτή την Αρετή θα καταντήσομε σαν εκείνη την κάστα των νεοελλήνων που είναι αποφασισμένοι θηρευτές  του χρήματος για το χρήμα, επιδειξίες και λιγούρηδες της μονέδας, τα λεγόμενα «λαμόγια». Αυτό δεν πρέπει επ’ ουδενί να το αφήσομε να γίνει. Όπου σήμερα συντυχαίνεις, έστω σπάνια, τις αρετές που μας χαρακτήριζαν ως νησιώτες, ανοίγει η καρδιά σου τριαντάφυλλο και ξαραθυμάς ξαναβρίσκοντας τη χαμένη πίστη. Είναι κάποια ανεκτίμητα πράγματα που τα κουβαλάμε στο γενετικό μας υλικό. Ε, αυτά ακριβώς, μαζί με ό,τι άλλο καλό κι όμορφο μας παραδόθηκε, πρέπει να τα φυλάξομε σαν ’ζοβαέρια.

Και τι να πει κανείς για το άλλο παράνομο και άκρως επικίνδυνο, το παρά πάσαν φύσιν και έννοια νομιμότητας συμβαίνον για τρίτη τουλάχιστον, αν δεν κάνω λάθος, χρονιά, θρασύτατο κι ετσιθελικό βραδινό κλείσιμο του μοναδικού προς και από τον Πιατ’-Γιαλό δημόσιου δρόμου από ορισμένους επιχειρηματίες της Ψαρούς σε βάρος όλων των υπολοίπων εστιατόρων, ξενοδόχων, ενοικιαστών, κατοίκων της ευρύτερης περιοχής; Δεξιά-αριστερά του στενού δρόμου, διπλο- και τριπλοπαρκαρισμένα τεράστια αυτοκίνητα-φέρετρα των «Ελληναράδων», αυτών των κάπηλων παράσιτων της εποχής μας, που με τέτοιες και παρόμοιες προκλητικότητες προσπαθούν μη διαθέτοντας καμμιάν αξιόλογη σκευή πλην της απύθμενης αμορφωσιάς, του βαθύτατου φιλοτομαρισμού και της απέραντης θρασύτητάς τους να αποδείξουν την ύπαρξη της μηδενικότητας και της βλακείας τους. Ένας σώφρων άνθρωπος θα ντρεπόταν όχι να οδηγήσει, αλλά και να μπει σ’ αυτά τα τανκς που τα επιδεικνύουν και τους επιδεικνύουν. Μερικά με πτυσσόμενες οροφές για ν’ ανεμίζουν άνετα και μοιραία τα τσουλούφια τους κι όλα, ο θεός να με σ’χωρέσει!, νεκροφόρες king-size ώστε να μπορούν να οριζοντιωθούν εντός τους, άμα λάχει…
Εν πάση περιπτώσει, το προσωρινό νοίκιασμα ενός και μόνο χωραφιού επί του δρόμου για παρκάρισμα θα είχε λύσει το μαρτύριο που υφιστάμεθα κάθε καλοκαίρι χωρίς τιμωρία των ενόχων και χωρίς ρεμέντιο. Από ποιον επιτέλους παίρνουν την άδεια και κλείνουν δικτατορικά κάθε καλοκαίρι τον δημόσιο δρόμο αυτοί οι κύριοι χωρίς καν να λαμβάνονται τα στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας και ευταξίας; Οι τροχονόμοι ανύπαρκτοι, οι αστυνομικοί ή υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας το ίδιο – πέρυσι τους είχα δει να χαχανίζουν καπνίζοντας και χαζογελώντας λίγο πιο πάνω μπροστά στο μανάβικο, ενώ εκατό μέτρα πιο κάτω επί του δρόμου γινόταν ένας κανονικός πόλεμος από το κυκλοφοριακό χάος, που δεν επέτρεπε βήμα ούτε μπρος ούτε πίσω. Ο άρρωστος που θα ’χε την ατυχία να έχει ανάγκη από άμεση βοήθεια μια τέτοια βραδιά είναι βέβαιο ότι θα πέθαινε, η φωτιά, που θα ’πρεπε να σβήσει, θα είχε κάνει παρανάλωμα όλον τον Πιατ’-Γιαλό μαζί και την Ψαρού. Είχα την ατυχία, εγώ που σπάνια βγαίνω μες στην κορύφωση του καλοκαιριού, να βρεθώ τρεις φορές μέσα σ’ αυτή την κόλαση που μόνο με ελικόπτερο ή ταχύπλοο θα μπορούσες να την αποφύγεις. Επειδή δεν διαθέτω, ευτυχώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο, καθηλώθηκα, δυστυχώς, όλες τις φορές για 45΄, με τη μηχανή μάλιστα, σε δρόμο μόλις διακοσίων μέτρων. Άλλοι έπαθαν χειρότερα: έχασαν το αεροπλάνο τους. Για να μην πάθω κι εφέτος τα περσινά, αναγκάστηκα να πλαγιάσω στον Πιατ’-Γιαλό έγκλειστος ώς την άλλη μέρα το πρωί υφιστάμενος το ντάπα-ντούπα μιας εμετικής, ανθρώπινης βαρβαρότητας.
Στις οργισμένες παρατηρήσεις μου προς δυο αλητόφατσες μειρακίων, που έκαναν δήθεν ότι βάζουν τάξη στο χάος, λέγοντάς τους ότι αυτή την άθλια κατάσταση δεν θα την αφήσω αδιαμαρτύρητη, το αποτέλεσμα ήταν να εκτοξεύσουν κεχηνότες άμα τε και αποχαυνωμένοι τα απειλητικά και προκλητικά τους βλέμματα σαν να τους καταπατούσα το δίκιο του πάππου τους. Κρίμα που δεν μ’ άγγιξαν! Όχι ότι θα τους ανταπέδιδα τα ίσα – ούτε τα φυσικά προσόντα αυτών των τύπων διαθέτω ούτε έχω μάθει να λύνω έτσι τις άδικες επιθέσεις ή προσβολές. Εγώ έχω άλλους τρόπους να το κάνω, τρόπους που, αν το θελήσω, μπορεί να γίνουν πολύ πιο βιτριολικοί. Κι ακόμη –αυτό χειρότερο– οι υπεύθυνοι που έπαιρνα στο τηλέφωνο δεν απαντούσαν – «απενεργοποιημένο» ή «απασχολημένο, παρακαλώ πάρτε αργότερα»! Γνωστή η τακτική. Αλλά πόσο αργότερα, όταν κάποιος ποδοπατιέται και πνίγεται από την έλλειψη του αγέρα; (Από μιαν άποψη, εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που δεν απαντήθηκαν οι απεγνωσμένες κλήσεις μου, γιατί ήμουν έτοιμος να… δολοφονήσω από τηλεφώνου).
Θα με ρωτήσετε: «–Εδώ φτάσαμε να απολαμβάνομε, να χειροκροτούμε και να βραβεύομε τα τυχάρπαστα, κακόβουλα και μονόμπαντα για τον τόπο επικαιρικά κινηματογραφικά υποπροϊόντα της κάθε υποκουλτούρας, εδώ φτάσαμε να προβάλλομε και να διαφημίζομε στα τουριστικά ανά την υφήλιο περίπτερά μας ό,τι ακριβώς θα έπρεπε από ντροπή να αποσιωπάται φωτογραφιζόμενοι κιόλας κάτω απ’ αυτές τις χυδαιότητες, εδώ μόλις προχτές δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τα κτήνη της νύχτας ένας νέος άνθρωπος, αυτό σε μάρανε;» Δεν ξέρω πια τι να σας απαντήσω. Ή οι άνθρωποι παραζαλίστηκαν και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν δυο γαϊδάρων άχερα ή εγώ δεν είμαι πλέον του κόσμου τούτου κι είναι ώρα να του δίνω. Πάντως, ο δρόμος αυτός έχει πολλαπλώς κακοπάθει. Χρόνια τώρα μάλιστα γνωστή αλυσίδα μεγαλοξενοδοχείων, που ενδιαφέρθηκε μόνο να χτίσει ή να επισκευάσει τα πολυτελή της δωμάτια, ούτε που γνοιάστηκε να λάβει μέτρα για το στοιχειώδες: χώρο παρκαρίσματος για τους πελάτες της. Και γιατί να το κάνει, άλλωστε, αφού όλη η κατηφόρα του πολυσύχναστου δρόμου σ’ εκείνο το σημείο είναι αμπέλι ξέφραγο στον οποιονδήποτε προς ιδίαν εκμετάλλευση κι έχει καταντήσει ένα απέραντο πάρκινγκ δυσκολεύοντας επικινδύνως όλους τους υπόλοιπους μαζί και τα λεωφορεία; Αρχίζεις και βάζεις με το μυαλό σου ότι κάποιος τους νοίκιασε τον δρόμο κατ’ αποκοπήν. Τέτοιο θράσος πώς αλλιώς;
Ανάλογο κραυγαλέο παράδειγμα –μέσα στη Χώρα αυτό– η περιοχή της ’Ρόχαρης που έχει καταντήσει παράνομος χώρος παρκαρίσματος για τους πελάτες του ξενοδοχείου πάνω από το θεατράκι της Λάκκας κι άνθρωπος να περάσει δεν μπορεί ούτε στη μεγαλύτερη ανάγκη. Το είπα, το ξανάπα, από κάτι τέτοια πρέπει ν’ αρχίσει το νοικοκύρεμα που γυρεύει απεγνωσμένα αυτός ο τόπος για ν’ ανασάνει από τις παράνομες ενέργειες σε βάρος όλων μας. Παρόμοια και χειρότερα, είμαι βέβαιος ότι θα συμβαίνουν  και σ’ άλλες περιοχές του νησιού. Όμως να δούμε πώς όλα αυτά θα συμμαζευτούν τώρα, ώστε να μην ξαναζήσομε τέτοιο καλοκαιρινό κολαστήριο και καστίο. Η Μύκονος, η μία και μοναδική, ένας τόπος με άφθονη εισροή χρήματος τα τελευταία χρόνια, θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να έχει λύσει τα ζωτικά της προβλήματα: αίφνης εκείνα των σκουπιδιών, του κυκλοφοριακού,  του παρκαρίσματος… Αλλά εδώ, θα μου πείτε, δεν βρήκαμε χώρο να… «παρκάρομε» τους προσφιλείς νεκρούς μας, που συνωστίζονται εκατόν πενήντα και βάλε χρόνια ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στον Αϊ-Λούκα, θα μπορέσομε ποτέ να λύσομε τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας; Λες και θα ’ταν μέγα και μεγάλο πράγμα να αγοραστεί μια μεγάλη παραγκαιριά στα μισά μεταξύ Χώρας κι Ανωμεράς, ώστε να εξυπηρετηθούν αμφότερες, και να διαμορφωθεί σε νεκροταφείο με όλες τις απαιτούμενες, σύγχρονες προδιαγραφές, αποδίδοντας τον ζωτικό για τη Χώρα χώρο του Αϊ-Λούκα στον παλιό του προορισμό: του φυτώριου των νέων γενεών, σχολείου και παιδότοπου, έτσι που ήταν μέσα στην καρδιά της Τουρκοκρατίας μέχρι τα μισά του προπερασμένου αιώνα.

Θαυμάζω κι απορώ τι σκαρφίζεται το αχόρταγο μυαλό του ανθρώπου για να ευχαριστηθεί ή να βγάλει όλο και περισσότερα – λες και θα τον φτάσουν τα «περισσότερα» όσα πολλά κι αν είναι! Μόνη έγνοια η έναντι οποιουδήποτε τιμήματος σε βάρος των πάντων –πλην του εαυτού μας– εγωιστική κάρπωση και ικανοποίηση. «Ό,τι σήμερα εξακολουθεί να αποκαλείται Ελλάδα», είπε ένας γνωστός μουσικοκριτικός, «είναι ένα σύνολο από 11.000.000 “εγώ”, που ασφαλώς μόνο κοινωνία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί» [βλ. συνέντευξη Γ. Λεωτσάκου στο περιοδ. Πολύτονον, τχ. 40 (2010), σελ. 32].
Εμβρόντητος είδα στον Πιατ’-Γιαλό εφέτος δυο από τα λεγόμενα «glassbottom vessels», ένα τεράστιο, ένα μικρότερο. Για όσους δεν τα γνωρίζουν πρόκειται, όπως έμαθα κι εγώ, για εκδρομικά σκάφη με γυάλινη καρίνα και εκτυφλωτικούς προβολείς, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέρα και νύχτα αλωνίζοντας τον βυθό, μην αφήνοντας πια σε ησυχία ούτε εκεί τη θαλασσινή πανίδα και χλωρίδα. Δεν έφταναν η Μύκονος και οι Δήλες με την υπερεκμετάλλευση, τη ρύπανση και τη λεηλασία τους –περί αυτού ακριβώς πρόκειται, για πλιάτσικο–, τώρα έχομε κι εκδρομές για τα αξιοθέατα του βυθού! Να στραγγίξομε, να στεγνώσομε κάθε υπόλοιπο της ομορφιάς του νησιού και της φύσης του. Αν είχε απομείνει καμμιά φώκια στο Τρα’ονήσι πάει κι αυτή. Ένας στοχαστικός παλιός μαθητής μου λέει πως ο άνθρωπος είναι το σαράκι, είναι το μικρόβιο, ο ρετροϊός, το έιντζ του πλανήτη Γη – ο Σεφέρης κάπου τον λέει «ψώρα» [βλ. Γ. Σεφέρης, Μέρες Α΄, φιλολ. & τυπογ. επιμ. Ε.Χ. Κάσδαγλης, Ίκαρος, Αθήνα 1975, εγγραφή της 15ης Μαρτίου του 1926, σελ. 46]. Είναι το μόνο έμβιο ον που καταστρέφει στην ψύχρα την ίδια τη φωλιά του γνωρίζοντας τι κάνει χωρίς να του καίγεται καρφί. Κι ο φίλος συνεχίζει: «–Άνθρωπος είμαι κι εγώ, αλλά θα προτιμούσα χίλιες φορές ν’ αφανιστώ μαζί με τους άλλους προκειμένου να σωθεί ο παράδεισος της Γης, που μας παραχωρήθηκε για το διάστημα της εφήμερης, αλλά τόσο καταστροφικής ζωής μας…». Πόσο δίκιο έχει! Να δω σε ποια πλανητική κόλαση θα μετοικήσει ο άνθρωπος, η «κορωνίδα» της δημιουργίας που λες και κουρδίστηκε για την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή, όταν τελικά θα είναι αδύνατο από την αχορταγιά και την απρονοησία του να ζήσει εδώ πέρα εξαιτίας των μίζερων, κακομοίρικων και κοντόφθαλμων επιλογών του.
Κάποτε παραπονιόμασταν για την καταστροφή του αρχιτεκτονικού χρώματος του νησιού με τα διάφορα εξαμβλώματα που εμφανίζονταν κάπου κάπου. Σήμερα, συνεργούσης της πολεοδομίας, που εμείς οι ίδιοι την εξωθήσαμε σε αμαρτωλές πρακτικές  –όλοι το ξέρομε–, έχει τόσο γενικευτεί το κακό με αμέτρητα γιγαντιαία συγκροτήματα ώστε προτού καλά καλά το συνειδητοποιήσεις έχουν ανεπανόρθωτα καταστραφεί σε χρόνο μηδέν απείρου κάλλους φυσικές ομορφιές. Δεν μιλώ για μικρομπακάλικες παρανομίτσες που είναι μες στη φύση μας και που θα μπορούσες να τις πεις συγγνωστές. Εδώ μιλάμε για βάρβαρες και μη αναστρέψιμες αλλοιώσεις ολόκληρων τοπίων ή μοναδικών αρχιτεκτονημάτων. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης περιέγραψε την κατάσταση σε δυο γραμμές: «Σπανίως λαός κατέστρεψε [όπως εμείς] την πατρίδα του σαν ένας ξένος κατακτητής λυσσαλέος και βάρβαρος», λέει, και συνεχίζει: «Ό,τι έγινε τα πενήντα αυτά χρόνια στην Ελλάδα από τους Έλληνες –αν επιτρέπεται να λέγονται Έλληνες αυτοί οι άνθρωποι– δεν έγινε επί τέσσερεις αιώνες κατοχής τουρκικής και [από] διάφορες άλλες επιδρομές βαρβάρων στην Ελλάδα. Και δεν κατέστρεψαν μόνον ό,τι ωραίο υπήρχε αλλά και το αντικατέστησαν με ό,τι ασκημότερο υπάρχει στον κόσμο. Η Ιστορία δεν ξέρω τι θα γράψει γι’ αυτή τη βιαία και λυσσαλέα επίθεση εναντίον της αρχιτεκτονικής, την παραμόρφωση μιας πατρίδας και το ασκήμισμα ενός τόπου που ήταν ο πιο ωραίος του κόσμου» [βλ. Μ. Καραβία, Ο στοχαστής του Μαρουσιού, Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη, Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2009, σελ. 121].

Επίσης, όπως θα έχετε προσέξει, όλο και συχνότερα ξεκουκκίζουν εδώ κι εκεί κάποιες φωτεινές επιγραφές ή επιγραφές με ηλεκτρικά γλομπάκια στην περίμετρό τους, που καρφώθηκαν εκεί εκ του πονηρού κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων κι επιτούτου λησμονήθηκαν ν’ αφαιρεθούν έκτοτε. Ήδη μόνο στον δρόμο του Πιατ’-Γιαλού έχω επισημάνει δυο ή τρία κρούσματα. Σας διαβεβαιώ ότι σε λίγο θα ’χει γεμίσει ο τόπος με τέτοια, αν το αφήσομε κι αυτό έτσι. Και με τις αμμουδιές μας παρόμοια έγιναν, διότι, ως γνωστόν, «τρώγοντας έρχεται η όρεξη», που σε καποιους αδίστακτους ανθρώπους δεν την καταλαγιάζει κανένα λουκούλλειο φαγοπότι. Άρκεσε ένας ν’ αυθαιρετήσει πρώτος κατά τη μεριά του Ορνού, όχι μόνο καταπατώντας, αλλά κι αλλάζοντας τη γεωφυσική ομορφιά μιας ακτής απίστευτου φυσικού κάλλους, για να γενικευτεί σήμερα το κακό, κι αυτό γιατί έμεινε ανενόχλητος από τους κατά νόμον ταγμένους να φυλάγουν το συμφέρον του τόπου και του συνόλου των ανθρώπων του. Πλέον δεν υπάρχει τερατώδης έπαυλη –όλοι το γνωρίζουν– που να γειτνιάζει με τη θάλασσα και να μην έχει καταπατήσει την ακτή μπροστά της, που να μην έχει στη συνέχεια χτίσει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα, που να μη μοσχονοικιάζεται, τέλος, λάθρα κι αδήλωτα από τους τάχα μου «επώνυμους» –τρομάρα τους!– ιδιοκτήτες της. Και σ’ αυτή την περίπτωση το μαύρο χρήμα εισρέει άφθονο κι αφορολόγητο σε παράνομες τσέπες, ενώ εσύ πληρώνεις το 40% του εισοδήματός σου –σε λίγο θα ’ναι το 45%– σε παντός είδους φόρους και πρόστιμα, που τα μηχανεύτηκαν μετά από την πρωτοφανή ρεμούλα στη δημόσια περιουσία πανούργοι οικονομικοί νόες και τα ονόμασαν «έκτακτες εισφορές», λες κι έτσι θα χρυσωθεί το χάπι.
Εδώ μου ’ρχεται στο μυαλό εκείνο το εξαιρετικά επαχθές κι εντελώς αδικαιολόγητο ούτε λίγο ούτε πολύ 80% «ειδικόν τέλος» [sic] του δήμου επί της κατανάλωσης του νερού, που αναγκαστήκαμε να πληρώνομε ως δημότες – προσωρινώς υποτίθεται, παρανόμως και παγιωμένα στην ουσία, για δεκαετίες τώρα. Το πληρώνομε που το πληρώνομε, ας διορθωθεί αλεμάγκου εκείνη η τιμητική επιγραφή στο φράγμα. Ας χαραχτεί ότι το φτειάξαμε όλοι εμείς οι κάτοικοι του νησιού από το χαράτσι που μας επιβάλανε κι όχι οι κυβερνήτες μας από το πουγκί τους – όποιος κι αν ήταν τότε πρωθυπουργός από τον εσμό των ανάξιων πολιτικών μας, που αποδείχτηκαν ανίκανοι και ψευδείς λογιστές με ματαιόσπουδα μόνο σαν του ’διάνου κρωξίματα και πόζες.
 Πέραν από το δικό μας μεγάλο μερίδιο ευθυνών, οι περισσότερες από τις μηδενικότητες των λεγομένων «celebrities» (διάβαζε «ξεγάνωτων τενεκέδων»), που συναγελάζονται εδώ για να ακκίζονται, να σεισοπυγούν εμετικά και να αυτοδεικνύονται, συντελέσανε τα μέγιστα κι αυτοί με τα υβριστικά έργα και τις άλλο τόσο υβριστικές ημέρες τους στην ολοκληρωτική καταστροφή του τόπου δίνοντάς του τη χαριστική βολή και τώρα σνομπάροντάς τον αναζητούν άλλους παρθένους προορισμούς για να τους διακορεύσουν και να ασελγήσουν πάνω και σ’ αυτούς εντύπως, τηλεοπτικώς και εμπραγμάτως. Η Μύκονος δεν ήταν παρά ένα μοδάτο άθυρμα στα χέρια τους, ένα παιχνίδι που το βαρέθηκαν και τώρα το σπάνε και το πετούν. Επόμενο θύμα; Η Άνδρος, η Φολέγανδρος, η Κίμωλος και έπεται συνέχεια – εκτός εάν αυτοί φερθούν εξυπνότερα, πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω. Όνειρό τους πάντα ήταν να φτάσουν και να ξεπεράσουν εμάς. Ωραίο όνειρο, μεγαλοπρεπές και εφιαλτικό!

Βέβαια, δεν γίνεται παρά να παραδεχτούμε ότι όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, από τον παππά μέχρι τον ζευγά, αμέσως ή εμμέσως, καλώς ή κακώς, επιλέξαμε ή επιλεχτήκαμε να ζούμε από τον τουρισμό και μόνο. Αυτό είναι μια χειροπιαστή πραγματικότητα. Οι ανοησίες και οι ασυναρτησίες, που συχνά λέγονται, ότι κάποιοι μεταξύ των οποίων και ο ομιλών, θέλουν δήθεν να «διώξουν» τον τουρισμό από τη Μύκονο, δεν είναι παρά στρεψόδικα φληναφήματα ανεγκέφαλων ανθρώπων. Κανείς δεν θέλει να «διώξει» τον τουρισμό, κανείς δεν θέλει να ξαναφέρει πίσω τα κακά των στερημένων χρόνων μας, αυτά που οι μεγαλύτεροι τα ζήσαμε στο πετσί μας μαθαίνοντας όμως παραλλήλως την ευλογημένη αλφαβήτα της ταπεινότητας και της προσγείωσης. Κανείς δεν θέλει να ξαναγίνει σκλάβος των «αρχόντων» εκείνων των χαλεπών εποχών, «αρχόντων» που μη διαφέροντας από βδέλλες έβλεπαν τον φτωχό Μυκονιάτη ως εν δυνάμει πελάτη της σκληρότατης τοκογλυφίας τους και τον αντιμετώπιζαν σαν τσιράκι τους προορισμένο να τους ξεσκονίζει, να τους γυαλίζει τα σκαρπίνια, να δολώνει το καλαμίδι τους και να φέρνει στο πιάτο τους ό,τι καλύτερο γεννούσε η μυκονιάτικη γη. Εξ ου και ο σημερινός, βαθύτατος, αλλά εντελώς αδύναμος πλέον, φθόνος κάποιων από τους τελευταίους επιγόνους εκείνων, φθόνος που τους θολώνει την όραση, τους στρεβλώνει την κρίση και αποδυναμώνει κάθε επιχείρημά τους στα μάτια των συμπατριωτών τους, διότι οι τελευταίοι γνωρίζουν πολύ καλά πόθεν εκπορεύεται το όψιμο ενδιαφέρον τους.
Ξέρει καλά ο Μυκονιάτης, μόνο που δεν μπορεί να το αρθρώσει, ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος που τον κάνει να σιχαίνεται αυτή τη φυλή, να μην αντέχει να τους θυμάται. Κι αυτό γιατί κουβαλεί αταβιστικά μέσα του το δίκαιο παράπονο για την Αδικία, για τα όσα τράβηξε όσο ήταν στα νύχια τους. Οι φωτεινές εξαιρέσεις στον εσμό όσων επί εκατοντάδες χρόνια έπιναν αχόρταγοι το αίμα του φτωχού Μυκονιάτη είναι ελάχιστες, όχι αρκετές για να σώσουν την τιμή της φάρας: ένας Λαμπριανός Αμπανόπουλος, κάποια πρόσωπα από την οικογένεια των Γρυπάρηδων… Γι’ αυτούς κι άλλους άξιους πατριώτες, που με τα έργα τους έκαναν επ’ αγαθώ γνωστή την ύπαρξη του μικρού τόπου μας, θα ’πρεπε, αν υπήρχε γνώση της Ιστορίας, να στήσομε στα τρίστρατα και τους λεωφορειακούς κόμβους προτομές κι αγάλματα, γιατί αυτοί μας βοήθησαν να σπάσομε τις μπαστούρες που μας κρατούσαν πεδικλωμένους. Επαναλαμβάνω: Κανείς δεν θέλει πίσω εκείνες τις αποφράδες εποχές που και μόνον η ανάμνησή τους μας ανατριχιάζει και μας συντρίβει, αλλά και κανείς υπεύθυνος άνθρωπος δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια και να εφησυχάζει χάριν του πρόσκαιρου κέρδους μόνο και της καλοπέρασης, αν πράγματι γνοιάζεται κι αγαπά αληθινά τη Μύκονο πιο πολύ από τον ίδιο τον εαυτό του. Ούτε θα πρέπει εμείς σήμερα να επαναλάβομε, πάνω στο σώμα του ίδιου του τόπου μας, την παλιά εκείνη Αδικία, γιατί όποιος μετέρχεται άδικα έργα, δεν πά’ να ’ναι ο ίδιος ο ζωοδότης ήλιος, δικαίως «χάνεται» κατά τις γνωστές ρήσεις του Ηράκλειτου και του Μακρυγιάννη.

Ευτυχώς, που τελευταία όλο και περισσότεροι αναρωτιούνται και διαμαρτύρονται για το πού θα πάει αυτή η αλόγιστη και πέραν από κάθε έλεγχο κατάσταση. Ζητούν να μετριαστούν οι ακρότητες και οι υπερβολές, που πληγώνουν την αξιοπρέπεια της Μύκονος και των Μυκονιατών, που υποβαθμίζουν την ποιότητα της καθημερινής ζωής όλων σε τούτο το «αιγιαλίτικο βραχόνησο», όπως παραστατικά το χαρακτηρίζει η μοναδική μας, η ανεπανάληπτη Μέλπω [βλ. Μ. Αξιώτη, Το σπίτι μου, Θεμέλιο, Αθήνα 1965, σελ. 10]. Το ζητούμενο πρέπει να είναι το μακροπρόθεσμο, το αειφόρο καλό του τόπου που μας γέννησε και που μας έδωσε τα πάντα. Το επιβεβλημένο είναι να μπαίνει φραγμός αυτομάτως στη γένεση του κακού, να μπει επιτέλους από τους κατά νόμον υπεύθυνους και τους αιρετούς μια τάξη κι ένα νοικοκύρεμα στη σκορπιοσύνη και τη διάλυση, που είναι παραπάνω από αισθητή τώρα πια ακόμα κι απ’ αυτούς που έως τώρα εθελοτυφλούσαν. Νόμοι υπάρχουν, θέληση και τόλμη και συνεργασία των υπευθύνων δεν υπάρχει. Μη γελιόμαστε, μην έχομε αυταπάτες: Αν δεν κάνομε κάτι ο καθένας χώρια κι όλοι μαζί, βαδίζομε ντουγρού προς την ανήκεστη, την αθεράπευτη συμφορά, που όλοι την απευχόμαστε, αλλά κανείς δεν βλέπω να κάνει τίποτα για να την προλάβει. Φτάσαμε να χρειαζόμαστε δήμαρχο-Ιησού με το φραγγέλιο για να διώξει τους εμπόρους και τους σαράφηδες από το ναό της εναπομείνασας ομορφιάς της Μύκονος, δήμαρχο-Ηρακλή με το φτυάρι για να καθαρίσει τους σταύλους του Αυγεία. Κάνω απεγνωσμένη έκκληση προς όλες τις αρχές του τόπου και ιδιαιτέρως προς τις αιρετές, που μας εκπροσωπούν ή θα μας εκπροσωπήσουν προσεχώς, να συνεργαστούν με αρμονική σύμπνοια ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης –εάν τελικά υπάρχει τέτοια–, και να διορθώσουν όλα τα κακώς κείμενα. Νισάφι πια στο μαγάρισμα! Όταν πρόκειται για το καλό του ίδιου του τόπου μας δεν χωρούν παλίμπαιδα πείσματα, μικρόψυχα προσωπικά συμφέροντα και ιδεοληπτικές διαφορές.
Αυτά, μαζί με τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα, την ανασφάλεια από τις απανωτές κλοπές και διαρρήξεις εξαιτίας της ελλιπούς αστυνόμευσης χειμώνα-καλοκαίρι, συνέθεσαν και τη φετινή κατάσταση σ’ ένα ανυπεράσπιστο, ανοχύρωτο «χωριό με δίχως γέροντα», όπως έλεγε κι ο πατέρας μου χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, όποτε η οικογενειακή κατάσταση γινόταν εκρύθμως επικίνδυνη για την γαλήνη και την ηρεμία του συνόλου εξ αιτίας της διαγωγής ενός μέλους (περιττό να πω ότι αυτό το μέλος ήμουν πάντοτε εγώ): «–Ε, πας θαρρείς πως μέσα ’δώ είναι χωριό με δίχως γέροντα;» Δηλαδή, ήθελε να πει «χωριό χωρίς κυβερνήτη, χωρίς τιμόνι» – παρ’ ολίγον να πω «κυβέρνηση χωρίς τρόικα»! Να δω, αφού δε λϋ’ά το δικό μας τσερβέλο, ποιος «γέροντας», ποια «τρόικα» θα χτυπήσει επιτέλους το δικό της χέρι πάνω στο τραπέζι της Μύκονος για να διαφεντέψει το τσαλαπατημένο δίκιο της.
Και μη μου πείτε εκείνο το ανεκδιήγητο: «Ένας μήνας είναι θα περάσει». Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κλέψει απ’ τη ζωή κανενός ούτ’ ένα δευτερόλεπτο!  Μη μου αντιτάξετε εκείνο το απερίφραστα και κυνικότατα ωμό που προοιωνίζεται φοβερά δεινά, και του οποίου ανατριχιάζοντας υπήρξα αυτήκοος μάρτυς, λες κι αυτό είναι το άπαν στην ανθρώπινη ζωή: «Γιατί να παραπονιόμαστε; Έρχεται κόσμος; Γεμίζει η μπουζού; Τι άλλο θέτε;» Την κλεμμένη ποιότητα της ζωής μας θέλομε. Τον ύπνο που μας τον σκότωσαν. Την ειρήνη και την ισορροπία μας, που ναυάγησαν σε βρόμικες θάλασσες κι άλλο τόσο βρόμικους δρόμους, τη ζεστασιά του συμπολίτη μας που δεν μπορεί πια να διαθέσει ούτε στον γείτονά του ούτε στον εαυτό του δυο λεπτά της ώρας, τη χαμένη πίστη στις δοκιμασμένες ανθρωπιστικές αξίες της κοινότητας. Ανόητα και βδελυρά επιχειρήματα σαν τα παραπάνω δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τ’ αδικαιολόγητα κι επικίνδυνα, που φέρανε τον τόπο στο «ground zero». Άλλα επικίνδυνα παιχνίδια και πειράματα, άλλη αδιαφορία ή υπερεκμετάλλευση δεν αντέχει ο τόπος. Αντί για το συμμάζεμα και την καθαριότητα έξω και έσω, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχομε δυσωδία, βρομιά, ένα σωρό συσσωρευμένα στη διάρκεια δεκαετιών κακά, που αφέθηκαν να θεριέψουν και μας στραγγαλίζουν τώρα. Κι όλ’ αυτά, σε συνδυασμό με λανθασμένα, μεγαλομανή σχέδια για μιαν κουτσουλιά τόπο που άντεξε για αιώνες την καταφορά κάθε ρεσάλτου κι αντιξοότητας και τώρα απαθώς αφήνεται να βουλιάξει. Πώς να το κάνομε; Η κοινή λογική λέει πως μια βάρκα, ό,τι και να σκαρφιστούμε, είναι αδύνατο να χωρέσει τους επιβάτες ενός υπερωκεάνειου. Βαριοφορτωμένη θα συμπαρασύρει στον βυθό άδικους και δίκαιους αδιακρίτως. Αυτό φωνάζω δεκαετίες τώρα.

Εκείνο που καίει τη δική μου καρδιά, είναι η έλλειψη αυτού τού επί συναπτά έτη ανύπαρκτου χτυπήματος με τη γροθιά πάνω στο τραπέζι, για να μην πω πάνω σε κάποιες κεφαλές, που αρνιούνται να δουν πέραν από τη μύτη και την τσέπη τους. Εγώ, ο αισιόδοξος και μειλίχιος άνθρωπος, ο λάτρης της γης, της ζωής και του ανθρώπου, περνά ο καιρός, βλέπω ό,τι βλέπω και γίνομαι ολοένα πιο απαισιόδοξος, πιο σκληρός, καληώρα όπως τώρα. Αλλά όποιος αγαπά έχει το δικαίωμα –και το καθήκον– να είναι σκληρός. Η μόνη σκληρότητα που πιθανόν μπορεί να δικαιολογηθεί είναι αυτή από Αγάπη. Και στο κάτω κάτω, αν δεν μιλήσομε για όλα αυτά τα κακώς κείμενα εμείς οι ίδιοι ειλικρινά και τολμηρά, με αυτογνωσία, έγνοια κι αγάπη διευκολύνοντας έτσι τον εαυτό μας να τα αντιμετωπίσει και να τα διορθώσει, ποιος θα μιλήσει; Τα περισσότερα έντυπα, εκτός ελάχιστων φωτισμένων εξαιρέσεων, με τα ασυνάρτητα, πρόχειρα και σκανδαλιστικά δημοσιεύματά τους και η τηλεόραση έχουν χρόνια τώρα αποδείξει ότι το κάνουν όχι με σκοπό να βοηθήσουν, αλλά κακόβουλα και  χαιρέκακα προς ίδιον όφελος. Γι’ αυτό, παρά τις αφόρητες πιέσεις, που με κάνουν κάποτε να νιώθω αγενής, σταθερά αρνιέμαι κάθε καλοκαίρι, που μας θυμούνται, να συμμετέχω σ’ αυτή τη διεστραμμένη έντυπη, αλλά προπαντός τηλεοπτική ζωοτομή του τόπου.
Εμένα με ζωογονεί και μ’ ανασταίνει η αγάπη των παλιών μαθητριών και μαθητών μου, η δική σας αγάπη, των συμπολιτών μου, που θέλω να πιστεύω ότι προβληματιζόσαστε για τα δεινά εξίσου μ’ εμένα κι ελπίζω ότι, αν είναι γραμμένο να προκύψει κάτι για το καλό του τόπου, αυτό θα έλθει μόνο από τη δική σας φιλοτιμία και έγνοια, που ξέρω ότι δεν έχει σβήσει. Γι’ αυτό «το επ’ εμοί ενόσω ζω» κι αναπνέω, όπως είπε και μια άλλη ψυχή, δεν θα κουραστώ να φωνάζω ειλικρινά και ευθαρσώς αυτό που θεωρώ δίκιο του τόπου μου είτε αυτό αρέσει είτε δεν αρέσει.
Σύντομα, τώρα που με την ευκαιρία του «Καλλικράτη» της νέας αυτοδιοίκησης σχεδιάζεται η αλλαγή σελίδας, θα πρέπει όλοι γενναία κι αποφασιστικά να ανασκουμπωθούμε και ν’ αντιμετωπίσομε μονοιασμένοι το ξεθεμέλιωμα που γίνεται επί δεκαετίες με σκοπό την ποσότητα και με μόνο αξίωμα ζωής το «εμπάτε, σκύλοι, αλέσετε» ή το «ρεμπέτ ασκέρ»! Τα βλέπομε, τα ζούμε, κανείς μας δεν μπορεί με το χέρι στην καρδιά να δηλώνει ικανοποιημένος, όμως το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι τι κάνομε για να τα διορθώσομε, να δώσομε ανάσα στον τόπο, σ’ εμάς τους ίδιους, στις γενιές που έρχονται και στους καλύτερους από τους επισκέπτες μας, όσους άντεξαν έως τώρα να μας βλέπουν. Πρέπει να συνειδητοποιήσομε ότι εδώ πέρα πρόκειται για συνεχή και κατ’ εξακολούθηση επί παντός βιασμό και ασέλγεια σε βάρος των λειψάνων του τόπου. Μεγάλα τα συμφέροντα, μεγάλα τα δεινά και, ως γνωστόν, η παρανομία είναι άχρονη. Αρκεί μόνο άπαξ να συντελεστεί και να μείνει ατιμώρητη, ώστε ν’ ανοίξει την όρεξη σε όλο και περισσότερους και ν’ αβγατέψει. Αυτό ακριβώς έγινε στον τόπο μας. Κι άντε τώρα να τα συμμαζέψεις…

Μπορεί κανείς να αντιτείνει σε όλα αυτά – και θα ’χει δίκιο: «–Τι κάθεσαι και μας τσαμπουνάς; Εδώ υπάρχουν ακόμη σοβαρότερα προβλήματα, προβλήματα ηθικής τάξης, που μας έχουν φαρμακώσει και μας έχουν κάνει τον βίο αβίωτο. Εδώ σείεται εκ θεμελίων το μέγαρο του Κόμη Ιβάν Βόινοβιτς από οικονομικά σκάνδαλα, εδώ σείεται ολόκληρο το Κοινόν των Μυκονίων όπως ποτέ δεν έχει κουνηθεί από σεισμό στα 400 χρόνια της ύπαρξής του, κι εσύ κοιτάς τον χαβά σου;» Ο χαβάς μου είναι και θα είναι ο ίδιος από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή και να πονώ τη Μύκονο – γύρω στα δώδεκά μου: η με κάθε τρόπο έγνοια για διάσωση του τόπου μου, του μικρού και του μεγάλου. Ο δικαστικός χαβάς για την απόδοση της δικαιοσύνης είναι αλλωνών δουλειά, που καλά θα πράξουν να την ξετελέψουν σωστά κι όσο γίνεται γρηγορότερα για το καλό όλων μας και του νησιού, που έχει βουλιάξει μες στα ψέματα. Το να κρύβονται οι βρομιές κάτω από το χαλί δεν σημαίνει ότι αυτομάτως εξαφανίζονται. Υπάρχουν εκεί και συνεχίζουν να βρομοσκυλούνε. Δεν παριστάνω τον τιμητή που απονέμει δικαιοσύνη, όχι, μακριά από εμένα τέτοιες βλέψεις. Έναν grosso modo δημόσιο απολογισμό κάνω, πέρα από κόμματα και σέκτες, όπως το συνηθίζω εδώ και σαράντα χρόνια, όπως θα πρέπει απαρεγκλίτως και αλληλέγγυα να κάνει ο κάθε συνειδητοποιημένος πολίτης κάθε τόπου. Όταν πρόκειται για το γενικότερο καλό του τόπου επιβάλλεται –το ξαναλέω– μονοιασμένοι, μια πυγμή όλοι μας, από τον Δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους έως και τον πιο πρόσφατα καταγραφέντα στα κατάστιχα του δήμου πολίτη του νησιού και τους επισκέπτες μας, να ακολουθούμε τους κανόνες και τους κανονισμούς που υπογράφονται χωρίς να χτυπάμε συνθηματικά πλάτες πίσω από πλάτες, χωρίς να κλείνομε το μάτι στον διαμαρτυρόμενο, δηλαδή: «–Άσε τους κι ας λένε. Μην ακούς τίποτα! Στρίψε στη γωνιά κι άντε να κάνεις ό,τι σου γουστάρει στο ξέφραγο αμπέλι μας». Ας μην κρυβόμαστε. Αυτό με πολλά άλλα παρόμοια, που συμβαίνουν δεκαετίες τώρα, οδήγησαν τον τόπο στο σημερινό χάλι του.
Ένα ξέρω να πω: κρονόληροι, αντί να συμμαζέψομε τα ασυμμάζευτα δεκαετιών θεωρήσαμε το πριγκιπάτο της Μύκονος τουλάχιστον αυτοκρατορία κι αποζητήσαμε ηγεμονικά κι επηρμένα να πορευτούμε χωρίς να σκύψομε το αφτί μας στη βοή «των πλησιαζόντων γεγονότων». Ιδού η κατάντια τώρα, ιδού τα επίχειρα, κι αλίμονο σ’ όποιον ακόμη δεν τα βλέπει! Η Ιστορία το έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι σπανιότατα απότομη οικονομική ανάπτυξη έχει συμβαδίσει με παράλληλη ηθική και αισθητική πρόοδο του ανθρώπου, μάλλον συνοδεύεται από περιφρόνηση και κατεδάφιση των υπαρχουσών αξιών. «Τα πλούτη δίχως αρετή είναι κακοί γειτόνοι», τραγουδούσε η προπατόρισσά γειτόνισσά μας, η Σαπφώ, εδώ και κοντά τρεις χιλιάδες χρόνια: «Ο πλούτος άνευ αρέτας ουκ ασίνης πάροικος», [βλ. Σαπφώ, Ποιήματα, επιλ.-μετάφρ. Τ. Καραγεωργίου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009, LP 148, σσ. 72-73]. Κι αυτό, δυστυχώς, επαναλήφτηκε και στη δική μας περίπτωση.
Μακράν και πέραν από τους κανόνες, τους κανονισμούς, τις εντολές και τις ηθικολογίες της οποιασδήποτε θρησκείας, αίρεσης ή σέκτας και των ανάξιων συνήθως εκπροσώπων τους, μιλώντας κανείς απλώς ως ανθρώπινο ον που ενοχλείται από την κάθε α-συστασία της εκπορευόμενης ενδιαθέτως έσωθεν ηθικής αρχής, θα έλεγε νέτα-σκέτα ότι ο τόπος, όπως και να τον δεις, όπως και να τον κρίνεις, από θεοφίλητος που ήταν κάποτε, έχει πια καταντήσει ένα ατελείωτο, ένα απέραντο χαμαιτυπείο. Τα έβλεπα, τα φώναζα, εδώ και δεκαετίες κι από κάποιους –ελάχιστους, πάντως–, που είχαν προσωπικά, πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα εισέπραττα φτυσιές και ραπίσματα σε προσωπικό επίπεδο, όπως αυτοί πίστευαν. Για μένα όμως κάτι τέτοια από τέτοιους ανθρώπους δεν ήταν και δεν είναι παρά αγγίγματα φτερού μύγας. Από τα νιάτα μου προσπαθώντας να ζω με ό,τι πιο αληθινό έβγαινε από μέσα μου, ήμουν πάντοτε ειλικρινής με τον εαυτό μου, και δεν τον άφησα ποτέ να φοβηθεί τίποτε και κανέναν, αφού ποτέ δεν έζησα κρυφίως, υποκριτικά και προκλητικά τη ζωή μου ανάμεσά σας. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν προσδοκά κάτι άλλο πέραν αυτού που του δόθηκε από καρδιάς ή απόκτησε με τις δικές του δυνάμεις, άνθρωπος που ευγνωμόνως απολαμβάνει τη σωματική υγεία και τις έως τώρα σώες –ελπίζω– φρένες του, ξαραθυμισμένος που έχει τη δυνατότητα να ευφραίνεται με τις καλές πλευρές του συνάνθρωπου, την ιερότητα της  φύσης και της Μουσικής, τη μελέτη και το γράψιμο.
Υπάρχει Δικαιοσύνη. Υπάρχει; Τώρα θα φανεί. Δεν είναι να επιχαίρεις όμως, όταν ο ίδιος ο τόπος σου, που τον αγάπησες όσο τίποτε άλλο στη ζωή, τόπος χιλιοπαινεμένος και μυριοκακολαλημένος, καθώς και οι αγαπημένοι άνθρωποί του δίνουν οι ίδιοι τροφή για διασυρμό, προφορικό, έντυπο ή τηλεοπτικό. Αυτό σου ραγίζει την καρδιά και απογυμνώνεσαι από κάθε επιχείρημα που θα μπορούσες να προβάλεις. Δεν έχει πιο μεγάλη εντροπή από εκείνη σαν ντρέπεσαι να λες από πού είσαι, δεν έχει πιο εξαντλητικό κάματο κι απερίγραπτη καταπόνηση από το να προσπαθείς να βρεις επιχειρήματα να υπερασπιστείς κάποιον που απεμπόλησε ο ίδιος με τη συμπεριφορά και τη στάση του το δικαίωμά του για υπεράσπιση και προστασία. Είναι οδυνηρό, είναι βαθύτατη θλίψη να πέφτει η πατρίδα σε τέτοιες χαβούζες. Οι χαβούζες της ηθικής εξαχρείωσης είναι βαθύτερες από τις χαβούζες της υπερχρέωσης και του υπερδανεισμού. Πώς, πώς θα γίνει να βγούμε απ’ αυτές, όταν οι ίδιοι οι πρωθυπουργοί των κυβερνήσεων που στιγματίστηκαν από σκάνδαλα τα τελευταία χρόνια αντί αυτοβούλως να προσέλθουν και να καταθέσουν στις ανακριτικές επιτροπές και στα δικαστήρια βοηθώντας στην κάθαρση, που τόσο ανάγκη την έχει ο τόπος για να εξαγνιστεί από το άγος, κρύβονται κι αφήνουν τους πέριξ να απεραντολογούν εάν κι εφ’ όσον επιτρέπεται ένας πρωθυπουργός να απολογείται; Σιγά τα ωά έτσι που κατάντησαν τους εαυτούς τους καταρρακώνοντας με την πολιτεία τους την ίδια την εικόνα τους! Κατά τα άλλα προθύμως «αναλαμβάνουν τις πολιτικές ευθύνες». Αν επρόκειτο, έτσι, αβρόχοις ποσίν να τη σκαπουλάρει κανείς θα αναλάμβανα κι εγώ όχι μόνο τις χώρας μου αλλά κι ολόκληρου του πλανήτη τις «πολιτικές ευθύνες». Ωραίος σεβασμός προς τον ψηφοφόρο, τους θεσμούς και τη Δικαιοσύνη, ωραιότατο, γενναιότατο μάθημα και παράδειγμα προς μίμηση από τον απλό άνθρωπο! Μα ακριβώς ο πρωθυπουργός, ο θεωρούμενος πρώτος υπεύθυνος πολίτης μιας χώρας, είναι αυτός που πρέπει πριν απ’ όλους να απολογηθεί. Τι έχει να φοβηθεί αν δεν έχει ανάμειξη σ’ όλες τις βρομιές που βγαίνουν καθημερινά στη φόρα; Κι αν έχει, πού είναι η σοβαρότητα και η λεβεντιά του να αποδεχθεί ουσιαστικά κι όχι με λεκτικά τερτίπια το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί βοηθώντας το δυσχερές έργο της δικαιοσύνης; Σε λίγες μέρες κάθεται στο σκαμνί ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ισλανδίας να απολογηθεί για την οικονομική κατάντια της χώρας του κι εδώ οι δικοί μας σιωπούν ή κρύβονται θεωρώντας τους εαυτούς τους υπεράνω λαθών, παραλείψεων και ευθυνών, υπόλογοι για τίποτα ούτε καν για την ίδια τους τη στραβομάρα. Τρέλα σου έρχεται με όλα τούτα. Μόνη παρηγοριά το πόσο προφητική γίνεται κάποτε η υψηλή Ποίηση, αλλά, δυστυχώς, πάντοτε σε ώτα μη ακουόντων!
       Καθένας νίβει τα χέρια του
       και τα δροσίζει…
       Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός…
       Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
       Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
[βλ. Γ. Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα, «Επί σκηνής», Ε΄, στ. 5 κ.ε.]
Το 1993, από τότε δηλαδή που είχε αρχίσει εντόνως πλέον να διαφαίνεται προϊούσα η πολιτική και ηθική εξαχρείωση και αποσάθρωση της Ελλάδας και των ανθρώπων της, έγραφα καταπικραμένος στο τελευταίο και ύστατο, όπως φαίνεται, ποίημά μου, τον Αντιχνούμενο, με αφορμή εκείνη την κακορίζικη παράνομη «ανασκαφή-εκσκαφή» στο δικό μας Σχολείο του Μαύρου, αυτή τη χαίνουσα πληγή στην κομματιασμένη Ιστορία του τόπου για την οποία τότε ρουθούνι δεν άνοιξε:
         «Τον τόπο πρακτορεύουν ύαινες
         Κατασπαράζουν τις μαρμάρινες θεές
         που βγήκανε στο φως (ποιο φως
         καλύτερα να μέναν στο σκοτάδι…»
[βλ. Παν. Κουσαθανάς, Ο Αντιχνούμενος, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1994, Γ΄, 2., 14-17· επίσης προσεχώς, συγκεντρωτική έκδοση όλων των Ποιημάτων από τις Εκδόσεις Ίνδικτος]. Η ανάμνησή της και μόνο στοιχειώνει τον ύπνο και τον ξύπνο μου, με κάνει ακόμη να ανατριχιάζω με το μέγεθος της καταστροφής, με τον βάρβαρο ακρωτηριασμό των θεών και των ημιθέων του τόπου: Κι έκανα τότε μια προσευχή που η σημερινή κατάσταση πιστοποιεί και βοά ότι όχι μόνο δεν εισακούστηκε, αλλά και εξευτελιστικά εμπαίχτηκε:
                        «Γι’ αυτό Αντιχνούμενε σε εξορκίζω
                     μην πλαγιάζεις πνιγαλίων στο στήθος μου
                     μη με ποντίζεις στον κλύδωνα της απόγνωσης
                     Χάρισέ μου την πίστη στον τόπο μου
                     αντρόπιαστα να λέω το όνομά του
                     κι αν είναι αδύνατο
                     ας μείνει η πέτρα της ξερολιθιάς
                     να κελαηδά ο σκορδιαλλός
                     να αλαφρώνει τον άνθρωπο δεν το μπορεί το βάρος…»
[βλ. Π. Κουσαθανάς, ό.π., Β΄, 5., 17-25].
            Βέβαια, ο μέγας δάσκαλος Γιώργος Σεφέρης τα είχε πεί όλα ετούτα καλύτερα από όλους μας πάλι σε εποχές πολιτικά δύσκολες, που τουλάχιστον δεν φαίνεται να ήταν ηθικά τόσο σαψαλιασμένες σαν τις δικές μας:
                 «Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
                  μαστροποί και πολιτικιές
                  διαλαλούν σάπια θέλγητρα…
                  ο ποιητής
                  χαμίνια του πετούν μαγαρισιές
                  καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα…»
[βλ. Γ. Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα, «Θερινό ηλιοστάσι», Γ΄, 7-10 & 13-15].
            Και τέλος, για να πούμε το τετριμμένο ότι τα πράγματα επαναλαμβάνονται στην ανθρώπινη ιστορία χωρίς ωστόσο αυτό να διδάσκει και να συνετίζει κανέναν, υπενθυμίζω τι είχε πει σε πολύ παλιότερα, αλλά εξίσου χαλεπά με τα δικά μας «γυρίσματα του κύκλου», ένας Αθηναίος, ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.), που έζησε ως παιδί και παλληκάρι τον τρομερό Πελοποννησιακό πόλεμο και τον άδικο θάνατο του Σωκράτη, και ως ώριμος πλέον άντρας και γέροντας το παρακμιακό αργοβάδισμα των κλασικών χρόνων. Αυτός ο ρήτορας, λοιπόν, συνόψισε επιγραμματικά και με τρομακτική ενάργεια ό,τι ακριβώς θα μπορούσαμε να πούμε και για το σήμερα: «Η Δημοκρατία μας», είπε, «αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την  παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία». Μέσα σ’ αυτή την ασυναρτησία, το χάος και το ηθικό σμπαράλιασμα ο «ταλαίπωρος» τόπος ζητά, όπως θα ’λεγε κι ο Καβάφης, «να μπαλοθεί». Πώς όμως αυτό να γίνει, αφού το βρακί του είναι πια καμωμένο ρουβέλια και χρήζει αλλαγής;

Αλλά επί του παρόντος, αρκετά μ’ αυτά τα ελεεινά και τρισάθλια, που όμως θεώρησα ότι θα έπρεπε εξάπαντος να ειπωθούν λόγω της σοβαρότητάς τους. Απόψε είναι βραδιά κάθαρσης και χαράς, είναι η βραδιά της Μυζήθρας, Ζυμήθρας. Ας τη δοκιμάσομε, λοιπόν, να δούμε αν την πετύχαμε. Ας μιλήσομε γι’ αυτό που ήταν και που θα πρέπει να ξαναγίνει ο τόπος, εάν θέλει να δει άσπρη μέρα. Ας μιλήσομε με σεβασμό για τις αξίες με τις οποίες μεγαλώσαμε και τις οποίες πρέπει να αρμόσομε στη νέα εποχή όπου μας έλαχε να ζούμε για το αειφόρο καλό των νέων γενεών της Μύκονος. Γιατί αλλιώς, όταν αποκωλώσομε, δεν θα υπάρχει μεγαλύτερη αρά από αυτήν των επιγενομένων και των ίδιων των παιδιών μας για τις επιλογές που οδήγησαν τον τόπο εκεί όπου τον οδήγησαν, εκεί όπου με μαθηματική ακρίβεια τον οδηγούν κ.λπ. κ.λπ.………
Απόψε δεν θα αναγνώσομε τις υμνητικές κριτικές που γράφτηκαν και γράφονται για το νέο βιβλιαράκι μου έχοντάς με, ομολογουμένως, πολύ χαροποιήσει. Επιτρέψετέ μου μόνο μόνο να σας διαβάσω μιαν επιστολή…………

Με την αποψινή ευκαιρία της συνάντησής μας θέλω και πάλι να σας υπενθυμίσω τις καθιερωμένες για τέταρτη πια χρονιά αποσπερίδες πολιτισμού στη Βιβλιοθήκη Παναγιώτη Κουσαθανά – Δημοτική Στέγη Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης στην οποία είστε πάντοτε καλοδεχούμενοι. Το πρόγραμμα του χειμώνα με ποιοτικές πνευματικές αποσπερίδες, που θέλω να τις μοιράζομαι μαζί σας, έχει ήδη αναρτηθεί στον πίνακα ανακοινώσεων έξω από τη Βιβλιοθήκη, αλλά και στο διαδίκτυο (http://paramilita.blogspot.com), αρχής γενομένης από την Κυριακή 7 Νοεμβρίου, ώρα 7.00΄ ακριβώς, με την οφειλόμενη από πέρυσι αποσπερίδα που αναφέρεται στην επίσκεψη του Σκωτσέζου προ-προπαππού John Galt και του Καναδού δισεγγονού του George, που μας ήλθαν στα 1810 και 1980, αντιστοίχως. Τι καλύτερο απ’ αυτό για να περάσει κανείς όσο γίνεται πιο ανώδυνα την ημέρα των δημοτικών εκλογών; Στον ίδιο χώρο τις ώρες λειτουργίας του κατά το αναρτημένο πρόγραμμα θα μπορείτε να βρείτε τα εισέτι μη εξαντληθέντα βιβλία του ομιλούντος, των οποίων το κέρδος από την πώληση θα παραμένει στα έσοδα της Στέγης. Επίσης, θέλω να ενημερωθείτε ότι η τιμή του πολυτελούς, μνημειώδους τόμου Παραμύθια της Μυκόνου του Λουδοβίκου Ρουσέλ, που είχα την ευκαιρία να επιμεληθώ φιλολογικά με τη σύμπραξη της κ. Δήμητρας Λοΐζου-Βουλγαράκη, αποφασίστηκε από την Κ.Δ.Ε.Π.Α.Μ., παρά το μεγάλο κόστος της έκδοσης, να αναμορφωθεί προς τα κάτω, ώστε να μπορέσει σαν το Όρτσ’ αλά μπάντα! να φτάσει σ’ όλα τα μυκονιάτικα σπιτικά. Στο εξής, λοιπόν, αντί των 70,00 € θα πωλείται μαζί με τους δυο πολύτιμους συνοδευτικούς δίσκους ακτίνας στην τιμή των 50,00 €, όπως θα εξακριβώσετε στην έκθεση δημοτικών εκδόσεων στην είσοδο.
………………………

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ακολούθησαν σύντομη και ουσιαστική εικαστική εισήγηση της ζωγράφου Φωτεινής Στεφανίδη, παρεμβάσεις επί των λεχθέντων εν θερμώ από το ακροατήριο, και, τέλος, αναγνώσεις  αποσπασμάτων από το βιβλίο. Έτσι γόνιμα κύλισε αυτή η επεισοδιακή, η αλησμόνητη πολιτικο-πολιτιστική αποσπερίδα του τέλους του καλοκαιριού, που προς απογοήτευση μερικών δεν αφέθηκε να γίνει κομματική, αλλά που τα απόνερά της για καιρό γεννούσαν γόνιμες συζητήσεις και δημοσιεύσεις στα τοπικά έντυπα και στο διαδίκτυο. Οι «τυχεροί» παρεστώτες, που έχουν νουν, νοείτωσαν τα όσα κατέθεσε επί του προκειμένου (πώς και γιατί) ο καθαείς μας. Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο, Ματογιάννι Μυκόνου, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2010 στις 20.30΄ παρόντων του δημάρχου κ. Αθανασίου Κουσαθανά-Μέγα, των υποψηφίων για τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου του 2010 και διαφόρων πολιτικών παραγόντων του νησιού. Η παραπάνω ομιλία θα αναρτηθεί στην προσωπική μου ιστοσελίδα (http://paramilita.blogspot.com) και θα δωρηθεί κατά τα υπεσχημένα ως… πρωτοχρονιάτικος μποναμάς για το 2011 στον δήμαρχό μας κ. Αθανάσιο Κουσαθανά-Μέγα, τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση του Δήμου Μυκόνου με την από καρδιάς ευχή μου να είναι όλοι τους σιδεροκέφαλοι και να εργάζονται για το καλό και μόνο για το καλό του τόπου. Τώρα δεν μένει άλλο τι από το να αναμένει, να προσδοκά και να ελπίζει  για μια αυτοδιοικητική θητεία πάλι το κακοπαθημένο νησί…
            Η επιγραφή κάτω από τον τίτλο του γ΄ μέρους του παραμιλητού είναι από το εξαιρετικά δυσεύρετο τευχίδιο Ο Δήμαρχος Μυκόνου [1903-1907]  Θ.Π. Γρυπάρης προς τον κ. Μ.Λ. Καμπάνην, τέως Δήμαρχον Μυκόνου [1899-1903], Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων «Ανέστη Κωνσταντινίδου», Εν Αθήναις 1905, σελ. 15, που αποτελεί έλεγχο της πολιτικής και απάντηση σε ανάλογο προηγηθέν τευχίδιο του δεύτερου με τίτλο Λογοδοσία του τέως Δημάρχου Μυκώνου [sic] Μιχαήλ Καμπάνη προς τους συμπολίτας του, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Αρώνη, Εν Αθήναις 1904, σσ. 4-5. Αυτά τότε που οι δήμαρχοι θεωρούσαν υποχρέωσή τους να λογοδοτούν προς τους δημότες τους...
(Αύγουστος-Σεπτέμβριος του 2010)








Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Ο ΣΚΩΤΣΕΖΟΣ ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ JOHN GALT ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΝΩΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΥΚΟΝΟΥ ΤΟ 1810 ΚΑΙ Ο ΚΑΝΑΔΟΣ ΤΡΙΣΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ GEORGE GALT ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΟ 1980 ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ


ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΑ Γ΄
(Για πρώτη φορά μετάφραση των αγγλόφωνων κειμένων στα ελληνικά)

(Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των παρακάτω κειμένων εν μέρει ή εν όλω
χωρίς την άδεια των μεταφραστών / Τα παρακάτω ήταν το θέμα της πολιτιστικής αποσπερίδας της 7ης Νοεμβρίου του 2010 στη Βιβλιοθήκη Παναγιώτη Κουσαθανά - Δημοτική Στέγη Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης)


Ο ΣΚΩΤΣΕΖΟΣ ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ JOHN GALT ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΝΩΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗ  ΧΩΡΑ ΜΥΚΟΝΟΥ ΤΟ 1810
ΚΑΙ
Ο ΚΑΝΑΔΟΣ ΤΡΙΣΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ GEORGE GALT ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΟ 1980
ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ, ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ



Μνήμη Έλλης Λάσκαρη-Πολυμεροπούλου
Ο Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος John Galt γεννήθηκε στις 2 Μαΐου του 1779 στο Irvine του Ayrshire της Σκωτίας και πέθανε στο Greenock του Renfrewshire στις 11 Απριλίου του 1839. Ήταν πολυγραφότατος κι έγινε γνωστός κυρίως για τις λεπτομερείς και ακριβείς περιγραφές και καταγραφές των ηθών της σκωτσέζικης επαρχιακής και αγροτικής ζωής στα μυθιστορήματά του The Ayrshire Legatees (1820), The Annals of the Parish (1821), Sir Andrew Wylie (1822), The Provost (1822), The Entail (1823) και Lawrie Todd (1830). Η θεματική των μυθιστορημάτων του είναι προάγγελος μιας πιο γενικευμένης παρόμοιας τάσης που δημιούργησε σχολή στη μυθιστορηματική λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα. Στα 1830 εξέδωσε το βιβλίο του Life of Lord Byron με τον οποίο είχε συνταξιδέψει στη Μεσόγειο.
Το Ayrshire Legatees είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα, που εξιστορεί τις περιπέτειες του αιδεσιμότατου Pringle και της οικογένειάς του στο Λονδίνο· στο The Annals of the Parish, ο αιδεσιμότατος Micah Balwhidder, ίσως ο πιο ολοκληρωμένος μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Γκαλτ, μας δίνει μια ρεαλιστική και εξαιρετικά χιουμοριστική εικόνα ενός Σκωτσέζου επαρχιώτη πάστορα παλαιών ηθών και αρχών. Ο γνωστός Βρετανός φιλόσοφος και οικονομολόγος John Stuart Mill (1806-1873), ο κύριος εισηγητής μαζί με τον Jeremy Bentham (1748-1832) της φιλοσοφικής θεωρίας  του Ωφελιμισμού, εξομολογείται ότι τον όρο «Utilitarian» για την Utilitarian Society, που ίδρυσε στα 1822-1823, τον πήρε από αυτό το μυθιστόρημα του Γκαλτ.
Τέλος, στο μυθιστόρημα Lawrie Todd ο Γκαλτ ζωντανεύει με δύναμη και φαντασία τη σκληρή ζωή ενός Καναδού άποικου, ζωή που ο συγγραφέας είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι από το 1826, αφού εκεί διεύθυνε την Canada Land Company, έναν οργανισμό επιφορτισμένο με τα του αποικισμού και της σύναψης εμπορικών συμφωνιών με μεγάλο μέρος του δυτικού Άνω Καναδά, όπου το 1827 ο Γκαλτ, ανοίγοντας έναν σημαντικό δρόμο στο δάσος ανάμεσα στις δυο λίμνες Huron και Erie, ίδρυσε την πόλη  Guelph, γνωστή σήμερα ως Ontario. Άλλες εμπορικές περιπέτειές του τον είχαν φέρει προηγουμένως στη Μεσόγειο και στην Ελλάδα το 1809-1811, καθώς και στη Γαλλία και Κάτω Χώρες το 1814.  Η θέση του στην εμπορική εταιρεία Canada Company υποσκάφτηκε από μηχανορραφίες και πλεκτάνες των ανταγωνιστών και εχθρών του με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην Ευρώπη οικονομικά κατεστραμμένος. Έκτοτε αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του αποκλειστικά στη συγγραφή μέχρι το 1839 που πέθανε. Το 1833 έγραψε την αυτοβιογραφία του στην οποία εξομολογείται όσα δεν μπορούσε να πει στα ταξιδιωτικά του πονήματα. Από όλα τούτα τα έργα του, όσο γνωρίζω, τίποτα δεν έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας.

Ας έλθω όμως στο ταξίδι που ενδιαφέρει εμάς εδώ: Ο Γκαλτ είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο το 1804 κι εκεί του ανατέθηκε από μιαν εμπορική εταιρεία να ταξιδέψει στη Μεσόγειο για να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με τις χώρες της. Στο ταξίδι του συνάντησε, όπως προείπα, τον ποιητή Lord Byron (Λονδίνο 1788-Μεσολόγγι 1824) με τον οποίο συνταξίδεψε πρώτα ώς τη Μάλτα κι ύστερα στην Αθήνα. Μιας κι ήταν τότε της μόδας για κάθε προοδευτικό και καλλιεργημένο άτομο της εποχής, ήταν κι αυτός «φιλέλλην» για ένα διάστημα, όπως άλλοι συμπατριώτες του, χωρίς ποτέ βέβαια να φτάσει σαν τον Βύρωνα στο σημείο να δώσει την ίδια του τη ζωή για την απελευθέρωση του τόπου από τον τουρκικό ζυγό. Αντιθέτως, όσο κράτησαν τα φιλελληνικά του αισθήματα, επιδόθηκε με ζέση στον σκοπό για τον οποίο είχε έρθει στα μέρη μας, το άνοιγμα δηλαδή του δρόμου για τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών.
            Η πρώτη καταγραφή των ταξιδιών του Γκαλτ φτάνει μέχρι τη Μάλτα. Η δεύτερη περιλαμβάνει την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και το Αρχιπέλαγος, το Αιγαίο Πέλαγος δηλαδή, κι έγινε το 1810. Αργότερα, στα 1813, εξέδωσε το δεύτερο ταξιδιωτικό βιβλίο του, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ. Γραμμένο, όπως συχνά συνήθιζαν οι περιηγητές (και όχι μόνο) εκείνου του καιρού, με τη μορφή επιστολών προς το πρόσωπο στο οποίο το αφιερώνει, «Την Αυτού Εξοχότητα τον Πρίγκιπα Πέτρο Κοζλόφσκι» («To His Excellency the Prince Peter Koslovsky»), «Μέλος της Γαλλικής Λεγεώνος της Τιμής, Διδάκτορα της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Σύμβουλο του Κράτους, Αυτοκρατορικό Αρχιθαλαμηπόλο κ.λπ. κ.λπ.», αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα καταγραφή με τη ματιά ενός Σκωτσέζου έμπορου και συγγραφέα. Όταν ο Γκαλτ μάς έκανε την επίσκεψή του, ήταν δεν ήταν τριαντάρης, νέος δηλαδή κι αυτός σαν τον Ιρλανδό Λόρδο του Charlemont, που μας είχε κάνει τη δική του βίζιτα εξήντα χρόνια πριν, το 1749 [βλ. Π. Κουσαθανάς, α. Ένας Λόρδος στη Μύκονο και στις Δήλες το 1749 / An Irish Lord in Myconos, Delos and Rhenea in the year 1749, Μύκονος 1989α, 1991β, και β. Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .]. Από τις πέντε τελευταίες επιστολές [σσ. 309-347 του βιβλίου του] με αριθμούς 40. έως 44., που γράφτηκαν από την προεπαναστατική Μύκονο στο διάστημα του ενός περίπου μηνός που έμεινε στο νησί (από την 9η Μαΐου έως τουλάχιστον την 5η Ιουνίου του 1810), οι πρώτες τρεις αναφέρονται αποκλειστικά στη Μύκονο. Σ’ αυτές βρίσκομε ενδιαφέρουσες πληροφορίες, σημαντικές εντυπώσεις, αλλά και γραφικές παρεξηγήσεις από τη Χώρα: πληροφορίες για τις Γιαλλούδες αλλά και για την οικονομία που ήταν το φόρτε του, σχόλια για τον δυναμισμό και την κοινωνική θέση της Μυκονιάτισσας, μοιρολόγια στην κηδεία μιας νέας γυναίκας, που θα τα θαυμάσει πολύ αργότερα, στα 1884, και ο T. J. Bent, χαμένα, δυστυχώς, οριστικά και αμετάκλητα πια λόγω του αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα και του πένθιμου, και ως εκ τούτου θλιβερού και δυσάρεστου, περιεχομένου τους, που η ανθρώπινη φύση προτιμά να ξεχνά παρά να θυμάται[1].
Πρωτίστως, σημαντικές είναι οι πληροφορίες που μας παραδίδει για την Ανωμερά με περιγραφές των μοναστηριών της «Τουρλιανής» (μοναστήρι για καλόγερους) και του «Παλιόκαστρου» (μοναστήρι γαι καλόγριες), με την ξεκαρδιστική εξιστόρηση της «εκλογής» μιας ηγουμένης από το ποίμνιο των καλογραιών, που είχε χωριστεί σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις – δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα στις μέρες μας [για το έτερον εκ των τριών μοναστηριών της Ανωμεράς, του Αϊ-Γιώρη στον Αμπελόκηπο, βλ. Σ.Μ. Συμεωνίδης, «Οι Κορνάροι-Χανιώτες της Μυκόνου και ο “Αϊ-Γιώρης” στον Αμπελόκηπο (1599-1850)», ανάτ. από την Επετηρίδα Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. 20, 2006-2010, Αθήνα 2010, σσ. 57-106, για δε το Μοναστήρι του Αϊ-(Μ)παντελέμονα στο Μαράθι βλ. «Η εν Μυκόνω μονή του Αγ. Παντελεήμονος», ανάτ. από την Επετηρίδα του Μεσαιωνικού Αρχείου, τ. Δ΄ (1951-1952), Αθήνα 1953, σσ. 58-122˙ β΄ δημοσίευση και ανάτ. στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. Δ΄, Γ. Δ. Κυπραίος, Αθήναι 1964]. Κι ακόμη με την πονεμένη εκείνη ιστορία του άμοιρου Μυκονιάτη  ποιητή, που οι ωδές του δεν υπήρχε τρόπος να δουν το φως της δημοσιότητας και θα τις έπαιρνε μαζί του στον τάφο. Ο ανώνυμος αυτός ποιητής, δεν αξιώθηκε καν μια απλή μνεία του ονόματός του από τον συμπονούντα κατά τα άλλα Ιωάννη Γκαλτ, που ως συγγραφέας κι αυτός καταλάβαινε τον καημό του. Έτσι σήμερα είναι πια αδύνατο να εξακριβώσομε περί τίνος επρόκειτο. Κι αφού ο ανώνυμος Μυκονιάτης ποιητής πέθανε «στην τραγική απάτη του δοσμένος / πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί», δεν απομένει τίποτε άλλο για εμάς παρά να τον συναριθμήσομε με το  κακορίζικο πλήθος που τον πόνο του προσπαθεί ν’ απαλύνει η περίφημη «Μπαλάντα» του Καρυωτάκη «στους άδοξους ποιητές των αιώνων»…
Επειδή οι περιηγητές εκείνων των καιρών δεν μας έχουν συνηθίσει σε πληθώρα περιγραφών και εντυπώσεων από την ενδοχώρα της Μυκόνου, μέρος της οποίας είναι και η Ανωμερά με τα δυο μοναστήρια της, οι αναφορές του Γκαλτ  για το «Καλό Χωριό» είναι από κάθε άποψη μοναδικές και πολύτιμες  παρά τις παρερμηνείες και παρεξηγήσεις του σχετικά με τα ήθη και έθιμα του τόπου ή το λατρευτικό τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας, παρερμηνείες ή υπερβολές που εύκολα εντοπίζονται από όποιον στοιχειωδώς γνωρίζει τον τόπο και την ιστορία του. Άλλωστε, πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί για έναν ταξιδιώτη από μια χώρα τόσο διαφορετικής κουλτούρας, όταν μάλιστα δεν μένει παρά μόνο έναν μήνα στο νησί; Σήμερα πάντως, την εποχή του άψε-σβήσε, φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν περαιτέρω απλοποιηθεί, αφού στέλνονται, συνήθως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες όταν η χυδαιότητα, η κακογουστιά και η άγρα του κέρδους παντί τρόπω και πάση θυσία είναι στο φόρτε τους, άσχετοι κι αγράμματοι άνθρωποι με την πρωινή πτήση, οι οποίοι ώς την ώρα της βραδινής που θα αναχωρήσουν πρέπει να έχουν μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά την «ιστορία του τόπου και τα προβλήματά του», και να ’χουν κιόλας γράψει για την έκδοση της επόμενης ή έστω μεθεπόμενης μέρας το δημοσίευμά τους το οποίο οφείλει να είναι όσο γίνεται πιο τερατώδες, σκανδαλοθηρικό,  γαργαλιστικό και προπαντός μοχθηρό και άδικο, να αποβλέπει δε όχι στη θεραπεία των κακώς κειμένων, αλλά στη θήρευση μιας σαδιστικής ηδονής διά του εντοπισμού των δεινών του τόπου. Έτσι θεωρείται φυσικό πλέον από τα τέτοια αβασάνιστα δημοσιεύματα να αποδίδονται κατά κανόνα συλλήβδην όλες οι ευθύνες μονόμπαντα σ’ αυτόν που φταίει το λιγότερο: δηλαδή τον ίδιο τον τόπο, το θύμα της ομορφιάς και της επιτυχίας του, που αισχρά, εμετικά θα ’λεγα, τις εκμεταλλεύτηκαν ντόπιοι και ξένοι ερήμην οποιουδήποτε σωστικού και επιβαλλόμενου άνωθεν παρεμβατισμού. Όλα, δηλαδή, στον αυτόματο πιλότο κι άσε  τον τόπο να σκουντουφλά και να παραπαίει όλο και περισσότερο, άσε τον να βγάλει τα στραβά του. Καλύτερα να σταματήσω εδώ, αλλιώς θα καταλήξω πάλι να δημηγορώ, κι η πίκρα μου δεν είναι για δημηγορίες, είναι για θρήνους τώρα πια…

Το βιβλίο με τις εντυπώσεις του Γκαλτ από τα ταξίδια του στη Μεσόγειο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1813 στο Λονδίνο με τίτλο Letters from the Levant containing views of the state of society, manners, opinions and commerce in Greece and several of the principal islands of the Archipelago, Inscribed to the Prince Koslovsky, T. Cadell and W. Davies, Strand, London 1813 [«Myconi» (sic): Letters XL-XLIV., σσ. 309-347, και  φωτοαναστατική επανέκδ. του σπάνιου πια αυτού βιβλίου στη σειρά Legacy Reprint Series, Kessinger Publishing, Printed in the U.S.A., χ.χ. (2008), δεμένο  και άδετο]. Οι επιστολές του βιβλίου με αριθμούς XL.-XLIV. (40.-44.) γράφτηκαν στη Μύκονο και οι τρεις πρώτες (40.-42., σσ. 309-336) αναφέρονται αποκλειστικά στο επεισοδιακό ταξίδι προς τη Μύκονο περιγράφοντας τη διαμονή και τις περιπέτειες του περιηγητή στο νησί, που το αποκαλεί με το όνομα Myconi, έτσι όπως το ονόμαζε κι ο αγγλικός τύπος, αλλά και άλλα κιτάπια των καιρών, δηλαδή μ’ ένα από τα ονόματα-παραφθορές του ορθού Μύκονος κατά το διάβα των αιώνων: Μίκουλη και Μίκουλα τη λέει ο Edrizi στα 1153, Μόκανα ο Piri Reis τον 16ο αιώνα…
Από τα πιο αξιομνημόνευτα σημεία της περιγραφής του Τζον Γκαλτ είναι ότι θεωρεί τη Μύκονο το πιο κατάλληλο στην περιοχή μέρος για να χρησιμοποιηθεί ως βάση και εμπορικό πέρασμα για τις εταιρείες που ο ίδιος εκπροσωπούσε, τους δε Μυκονιάτες ως τους «πιο πολιτισμένους κι απελευθερωμένους από τους υπόλοιπους Έλληνες» και ως εκ τούτου καταλληλότερους για να συνεργαστεί μαζί τους. Τον «πολιτισμό» των Μυκονιατών –πολυσύνθετο φαινόμενο με πολλές συνισταμένες στο διάβα αιώνων περιπετειώδους ναυτικής και πειρατικής  παράδοσης– τον αποδίδει μονόπλευρα κι αβασάνιστα μόνο στην επίδραση του Ρώσου Συνταγματάρχη και Γενικού Πρόξενου του Αρχιπελάγους, Κόμη Ιβάν Βόινοβιτς, και ιδιαιτέρως της καλλιεργημένης και από σπουδαίο, φαίνεται, βενετσιάνικο σόι συζύγου του Μαρίας Κοκκίνου, που διοργάνωνε όχι μόνο χοροεσπερίδες, αλλά και θεατρικές παραστάσεις στο νησί, πράγμα που αποτελεί την πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη θεάτρου στη Μύκονο! Τις παραστάσεις μάλιστα αυτές, όπερ και σημαντικότερο, παρακολουθούσαν όχι μόνοι οι πρωτοκλασάτοι Μυκονιάτες της εποχής, αλλά σχεδόν απαξάπαντες οι κάτοικοι του νησιού, τουλάχιστον όσοι βρίσκονταν, όπως –για να μην ξεχνιόμαστε και παραπαίρνομε αγέρα– λέει χαρακτηριστικά ο Γκαλτ: «above the very lowest rank», προφανώς δηλαδή πλην των εντελώς αγράμματων ή αυτών που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα! Πού τώρα γίνονταν όλες αυτές οι κοινωνικές-πολιτιστικές εκδηλώσεις της εποχής; Μα πού αλλού, φαντάζομαι, από τις «απέραντες» για τα δεδομένα της εποχής αίθουσες του ορόφου του προξενικού μεγάρου κατά τον χειμώνα και στην αψιδωτή στοά με τα δηλιανά μάρμαρα του ισόγειού της κατά το καλοκαίρι;
Και τώρα που ξέρω και ξέρετε όλα τα παραπάνω, όποτε τυχαίνει ν’ ανεβαίνομε τα φαγωμένα πια απ’ το πηγαιν’-έλα τόσων αιώνων μαρμάρινα σκαλοπάτια της Δημαρχίας μας για κάνα πρόβλημα ή κάποιο χρειαζούμενο έγγραφο, ας προσπαθούμε να φανταστούμε εκείνες τις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» που λάβαιναν χώρα ακριβώς δυό αιώνες πριν. Αλλά κι ο Δήμαρχος με το Δημοτικό Συμβούλιό του ας προσπαθούν να είναι στις αποφάσεις τους και στη λύση των προβλημάτων του τόπου που δίνουν αντάξιοι της ιστορίας του δημοτικού μας μεγάρου, αλλιώς μετά από χρόνια θα βγουν όλα στη φόρα, καληώρα σαν τώρα, αλλά με ονόματα πλέον και καταλεπτώς για όσα  αποφασίζουν, διατάζουν, εφαρμόζουν ή το συχνότερο δεν εφαρμόζουν! Αν, ώς τότε, δεν έχει πέσει η κεραμιδοσκεπή την Δημαρχίας να καταπλακώσει τους ίδιους και τα έργα τους, για να ησυχάσομε μια και καλή!…
Έτσι, λοιπόν, ο Ιωάννης Γκαλτ αποφάσισε να αγοράσει κατά τα γραφόμενα στην Αυτοβιογραφία  του (1833) έξι χρόνια πριν από τον θάνατό του στα 1839, αποθήκες στο νησί για τη φύλαξη και εν συνεχεία την προώθηση προς την Ανατολή των εμπορευμάτων της εταιρείας που εκπροσωπούσε. Ο τρισεγγονός του Γεώργιος Γκαλτ χρησιμοποιεί στο δικό του βιβλίο, που εκδόθηκε το 1982, γενικώς και κάπως ασαφώς το ρήμα «acquired»–«απόκτησε», χωρίς να διευκρινίζει αν ο προ-προπαππούς του αγόρασε ή μίσθωσε. Κατά τα λεγόμενα από τον ίδιο τον γερο-Γκαλτ στη βιογραφία του και κατά τη ρητή διαβεβαίωσή του ότι είχε ακόμη το 1833 στα χέρια του το συμβόλαιο αγοράς από την κοινότητα, πρέπει να αγόρασε στα 1810 το τμήμα εκείνο του ισογείου της σημερινής Δημαρχίας μας, που μέχρι προ τινος ήταν ακόμη μισθωμένο σε μαγαζιά και ταξιδιωτικά πρακτορεία. Και το αγόρασε είτε από τη σύζυγο του Κόντε Ιωάννη Βόινοβιτς είτε –το πιθανότερο– από το Κοινόν των Μυκονίων στη δικαιοδοσία του οποίου είχε, ως φαίνεται, από τότε περιέλθει το μέγαρο. Επί λέξει περιγράφει το γεγονός ως εξής: «On a point of land close to the town stands a large mansion, erected by Count Orloff[2], and afterwards the residence of the Russian consul-general… The document granting it to me by the community is still in my possession».
Το αγορασμένο από τον Γκαλτ αυτό κομμάτι ήταν ένα κι ένα για τον σκοπό που το χρειαζόταν ο Σκωτσέζος έμπορας. Βρισκόταν επί της θαλάσσης, τω όντι δυο βήματα από το Κάστρο, την παλιά πόλη του νησιού και την αρχή της καινούργιας, ακριβώς απέναντι στην ξέρα όπου βρισκόταν η παλιά μορφή του Αϊ-Νικολακιού της Καδένας, το οποίο, όπως δηλοί και το όνομά του, ήταν το πρώτο αγκυροβόλιο του νησιού μας. Ως φαίνεται, το εκκλησιδάκι ήδη από τη Ρωσοκρατία, ίσως και παλαιότερα, είχε συνδεθεί με τον Γιαλό με το περιώνυμο γεφυράκι – έχομε πληροφορίες που συνηγορούν στο ότι ο Κόμης Βόινοβιτς είχε πάθος με τα γεφύρια [βλ. παρακάτω]. Μιλώ για το λιλιππούτειο γεφυράκι που βλέπομε στις πρώτες φωτογραφίες του Γιαλού και που, δυστυχώς, ισοπεδώθηκε όταν είχε καταλάβει και τον δήμαρχο (1899-1903) Μιχαήλ Λ. Καμπάνη η απρογραμμάτιστη και αψυχολόγητη «αναπτυξιακή» μανία στις αρχές του 19ου αιώνα, μανία που εκτός των άλλων πήρε σβάρνα και την Αγία Μονή –η τέτοια  «ανάπτυξη» έχει πάντα τρομερές απώλειες– αλλιώς, θα είχε και η Μύκονος εκτός από όλα τα άλλα κοινά με την κραταιά Βενετία και τη δική της Γέφυρα των Στεναγμών [βλ. α. Θ.Μ. Γρυπάρης, Ο Δήμαρχος Μυκόνου Θ.Π. Γρυπάρης προς τον κ. Μ.Λ. Καμπάνην, τέως Δήμαρχον Μυκόνου, Ανέστης Κωνσταντινίδης, Αθήναι 1905, και β. Μ.Λ. Καμπάνης, Λογοδοσία του τέως Δημάρχου Μυκώνου [sic] Μιχαήλ Καμπάνη προς τους συμπολίτας του, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Αρώνη, Εν Αθήναις 1904]!
Δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες, που καταλεπτώς βέβαια θα έγραφε το πωλητήριο ή μσθωτήριο συμβόλαιό του και δεν νομίζω τώρα πια να υπάρχει ελπίς κάπου αυτό να εντοπιστεί,  πάντως μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο ενδιαφέρον θα ήταν αν το είχαμε, ίσως εξίσου ενδιαφέρον σαν κι εκείνη τη χαμένη «κούκλα» με τη μυκονιάτικη φορεσιά που αναφέρει ότι είχε στην κατοχή του ο Λόρδος του Τσάρλμοντ και που αν υπήρχε θα μας είχε ίσως λύσει όλες τις απορίες και τα ερωτηματικά για τη μυκονιάτικη γυναικεία φορεσιά της εποχής. Είναι πολλά και αναπάντητα τα ερωτήματα, που ανακύπτουν από τις μπερδεμένες περιγραφές και απεικονίσεις της από τόσους και τόσους ταξιδιώτες από τους οποίους κανείς, ούτε ο Joseph Pitton de Tournefort δεν τα καταφέρνει να είναι  τόσο λεπτομερειακός όσο και  πλήρως κατανοητός στις περιγραφές του και στα σχέδια του ζωγράφου του Aubriet. Ούτε βέβαια και το μάλλον προχειροφτειαγμένο ομοίωμα με τη γυναικεία παραδοσιακή ενδυμασία από τέλη του 19ου αιώνα, που σώζεται στο Μουσείο Μπενάκη, μπορεί να βοηθήσει ιδιαίτερα, αφού τότε που κατασκευάστηκε η «κούκλα» η φορεσιά ήδη αποτελούσε παλιά ιστορία και φοριόταν μόνον ως σπάνιο αξιοθέατο πια [βλ. Μ. Αργυριάδη, Η κούκλα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Εκδόσεις Λούση Μπρατζιώτη, β΄έκδ., Αθήνα 1991, εικ. υπ’ αριθ. 42 & σ. 31]. Πρόσφατα ανακάλυψα στον κατάλογο μιας δημοπρασίας το χαρακτικό ενός (Γερμανού;) ανωνύμου με μιαν πιο ξεκάθαρη απεικόνιση εκείνης της περίφημης ενδυμασίας που έχει πονοκεφαλιάσει ενδυματολόγους, μοδίστρες και λαογράφους, αλλά δεν επιχείρησα να το αποκτήσω, αφού τις περισσότερες φορές που προσπάθησα για άλλα παρόμοια για την ιστορία του τόπου μαρτυρίκια και κειμήλια, το εγχείρημά μου, ατυχώς, δεν είχε αποτέλεσμα [βλ.  Κατάλογο Δημοπρασιών της 17.12.2008 του Οίκου Π. Βέργος, σελ. 60, εικόνα 367· ο κατάλογος με την εικόνα είναι διαθέσιμος για τους ερευνητές στο Αρχείο Μυκόνου της Βιβλιοθήκης Παν. Κουσαθανά – Δημοτικής Στέγης Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης στη Μύκονο].
Πάντως, ο κύριος Ιωάννης Γκαλτ φαίνεται ότι ήταν αρκούντως περπατημένος: Στο ταξιδιωτικό του βιβλίο, πονηρά σκεπτόμενος, δεν αναφέρει λεπτομέρειες για τα εμπορικά του σχέδια και κρατά μυστική την αγορά, μάλλον μόνο του ισογείου, στο κτήριο της σημερινής Δημαρχίας στον Γιαλό, αγορά που την αποκαλύπτει πολλά χρόνια μετά στην Αυτοβιογραφία του (1833). Επίσης, μυστικοπάθεια τον διακατέχει  και για τον περίεργο τουλάχιστον ρόλο του στην περιβόητη υπόθεση της βρόμικης κλοπής των γλυπτών του Παρθενώνα από εκείνον που ξεπέρασε όλους τους συμπατριώτες του σε θράσος, τον Thomas Bruce, Κόμη του Elgin και του Kincardine, τον περίφημο Λόρδο Ελγίνο (1766-1841). Λόγοι εχεμύθειας, υποστηρίζει το 1982 ο τρισεγγονός του, ο νεότερος Γεώργιος Γκαλτ, δεν επιτρέψανε στον προ-προπάππου του να κάνει περί αυτού οποιαδήποτε σχετική αναφορά στο ταξιδιωτικό του πόνημα, πλην μιας ακροθιγούς για το ναυάγιο στα Κύθηρα (1802) ενός εκ των πλοίων που μεταφέρανε τα κλεμμένα μάρμαρα και του οποίου η ανέλκυση έγινε μετά από τρία χρόνια στα 1805. Όλη αυτή η μυστικότητα διότι τότε, στα 1813 που κυκλοφόρησε το ταξιδιωτικό βιβλίο του, αυτά ήταν ακόμη πολύ νωπά για να τα αγγίζει κανείς· μόλις ελάχιστα χρόνια είχαν παρέλθει από τον σάλο που είχε προκαλέσει η ιερόσυλη αγοραπωλησία ανάμεσα στον παραδόπιστο διπλωμάτη, που λόγω της διπλωματικής θέσης του στην Κωνσταντινούπολη είχε πετύχει να αποσπάσει το περιπόθητο φιρμάνι από τον Τούρκο κατακτητή, και στη βρετανική κυβέρνηση που έγινε επισήμως και «νομίμως» ο κλεπταδόχος των αρχαίων.
Κατά την προσωπική μαρτυρία του γερο-Γκαλτ στην αυτοβιογραφία του (1833), στην οποία και πάλι παραπέμπει  ο τρισεγγονός του [βλ. G. Galt, Trailing Pythagoras, Quadrant, Canada 1982 και επανέκδ. A journey through the Aegean Islands, Methuen, London 1988, σ. 210], ο Ελγίνος πρόλαβε στο τσακ να πληρώσει τα έξοδα μεταφοράς και συσκευασίας των πολύπαθων μαρμάρων του Παρθενώνα – κι όχι μόνο του Παρθενώνα, αφού η Ελευσίνα, η Αίγινα, η Νεμέα, οι Μυκήνες… πολλά θα είχαν να καταμαρτυρήσουν επ’ αυτού. Έτσι ο προ-προπαππούς Ιωάννης Γκαλτ δεν μπόρεσε, όπως  διακαώς επιθυμούσε, να τα πληρώσει πρώτος ο ίδιος αντί του Ελγίνου ώστε να τα ιδιοποιηθεί για να τα μοσχοπουλήσει αργότερα! Είναι από τότε τέτοια η βρομιά της υπόθεσης, που ακόμη ζέχνει. Γι’ αυτό είναι μάταιος κόπος όσο και να προσπαθεί  κανείς τώρα πια με καλή προαίρεση και με το βάθος του χρόνου που πέρασε να δικαιολογήσει κάπως την αρπαγή τους υποθέτοντας ότι έτσι τα μάρμαρα «διασώθηκαν» και προστατεύτηκαν από άλλες ενδεχόμενες καταστροφές, που θα προκαλούσε η αδιαφορία και η άγνοια ή η καταφορά των περιστάσεων. Τώρα πλέον καμμιά δικαιολογία δεν μπορεί να εφευρεθεί για τη μη επιστροφή τους, ει μη μόνο το δύστροπο βρετανικό πείσμα κι ένας ψωροεγωισμός προσχημάτων σε καιρούς που, ευτυχώς, η μπογιά ανάλογων επιχειρημάτων δεν πείθει κανέναν σώφρονα άνθρωπο, ιδιαιτέρως μετά από τις πανάκριβες και αχρείες μισθώσεις της αίθουσας των μαρμάρων του Παρθενώνα για ματαιόδοξα δείπνα. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης έχει προ πολλού χρησιμοποιήσει το πιο αποστομωτικό επιχείρημα, τι άλλο να πει κανεις; «Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Κι επιτέλους, ιδού η ευκαιρία να αποδείξει έστω για μια φορά το Ηνωμένο Βασίλειο ότι, έστω και σπανιότατα, γίνεται κάποτε το θαύμα να πρυτανεύσει η Δικαιοσύνη απέναντι σ’ έναν μικρό τόπο στην άλλη άκρη της Ευρώπης, τόπο που πολλές φορές υπήρξε το θύμα των πολιτικών επιλογών μιας ξεπεσμένης πλέον αυτοκρατορίας. Η κατίσχυση του Πολιτισμού δεν μπορεί να είναι βρετανική ή ελληνική υπόθεση και αξία, είναι οικουμενική.
Ο τρόπος που διατυπώνει ο παλιός Γκαλτ τα σχετικά με τα μάρμαρα αποδείχνει, οπως επιμένει ο τρισεγγονός του Γεώργιος που σήμερα ζει και εργάζεται στον Καναδά και που τα γραφόμενά του δείχνουν πως δεν πεθαίνει δα για τον  πρόγονό του, ότι από εκείνα τα χρόνια η υπόθεση αυτή βρομούσε. Εν πάση περιπτώσει, είναι προς έπαινο του νεότερου Γκαλτ, που εξομολογείται με ειλικρίνεια πως νιώθει ανακουφισμένος και δοξολογεί την τύχη που τα ’φερε έτσι, ώστε τα μάρμαρα να αποκαλούνται Ελγίνεια κι όχι Γκάλτεια, απαλλάσσοντας έτσι τους δικούς του ώμους από το άχθος και το άγος της περιώνυμης κλοπής και την ψυχή του από της Αθηνάς την κατάρα...

Ξαναγυρίζω στη Δημαρχία μας: Αυτή, αρχικά (18ος αι.), υπήρξε κατοικία του περίφημου από τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1768-1792, που έκλεισαν με τις Συνθήκες του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) και του Ιασίου (1792), Μυκονιάτη καπετάνιου και αρχιπλοηγού, Ιππότη Αντώνιου Ψάρ(ρ)ου ή πιθανότερα Ψα(ρ)ρού (1735-1811), καραβοκύρη και εμπόρου σιτηρών στο Ταϊγάνι της Ρωσίας. Η συμβολή του Ψαρρού, αλλά και των υπόλοιπων στρατολογημένων Μυκονιατών ναυτικών στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 με τα Ορλωφικά  των δυο αδελφών Αλέξιου και Θεόδωρου (1737-1807 και 1741-1796, αντιστοίχως) ήταν καθοριστική ιδιαίτερα στη Μάνη, στον Μυστρά και στη Ναυμαχία του Τσεσμέ το 1770, όπως λένε οι πηγές [βλ. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1669-1821), Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία, Αθήνα 1975 (για τον Α. Ψαρρό, σσ. 64, 66-68, 72, 80-81, 89 και 241)]. Ο Ψαρρός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Ρώσους που τον θεωρούσαν λόγω των γνώσεων και της εμπειρίας του ως μοναδικό και αναντικατάστατο, αν κι αργότερα κατηγορήθηκε για απληστία και οικονομικές ατασθαλίες ίσως και από τη ζηλοφθονία που γεννούν τα αξιώματα και οι διακρίσεις, όπως μαρτυρούν τα κιτάπια της εποχής[3].
          Αργότερα (1782) το περί ου ο λόγος σπίτι δόθηκε στον Κόμη Ιωάννη Βόινοβιτς από τον Ψαρρό, ως κατοικία του και ως γραφείο του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Προξενείου «εις ένδειξιν της φιλίας η οποία τον συνέδεε μετά του Κυρίου Κόμητος Βόινοβιτς… όχι τόσον δι’ ιδίαν χρήσιν και κατοικίαν, αλλά να την χρησιμοποιήσει κατά την αρέσκειάν του…», όπως επί λέξει γράφει η πράξη μεταβίβασης που σώθηκε. Ο τελευταίος το μεγάλωσε, το επισκεύασε και το «καλλώπισε κατά τρόπο αρμόζοντα εις το προξενείον» και «εθεώρησε πρέπον να κτίσει έν νέον κτήριον επί της αυτής οικίας [εννοεί τον όροφο] διά να την επεκτείνει ώστε να γίνει και διά την χρήσιν Γραφείου του Προξενείου». Στο Αρχείο Μυκόνου της «Βιβλιοθήκης Π. Κουσαθανά – Δημοτικής Στέγης Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης», καθώς και στη «Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυκόνου» υπάρχει μεταφρασμένο αυτό το συμβόλαιο, το δε πρωτότυπο στη ρωσική γλώσσα φυλάσσεται στο αρχείο του φίλου κ. Περικλή  Α. Ψάρρου (γεν. 1921). Ευχαριστώ κι από εδώ τον φίλο Περικλή, γυιο του Αντωνέλλου  Ψάρρου (1871-1965) και της Μαριέττας Γρυπάρη (1891-1984, θυγατέρας του Θεοδώρου Γρυπάρη και της Καλλιόπης Βλασσοπούλου, εγγονής Πέτρου Μαυρογένη), για τη γενναιοδωρία του να μου στείλει ένα αντίγραφο για το ιστορικό αρχείο της Βιβλιοθήκης Π. Κουσαθανά.
Μέσα στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Βόινοβιτς, που φαίνεται πως είχε αγαπήσει το νησί, ήταν και η κατασκευή μιας θαλάσσιας γέφυρας που θα ένωνε το μέγαρό του με τον κήπο που είχε εν τω μεταξύ αγοράσει απέναντι, τον περίφημο «Κήπο του Κόντε», που δεν είναι άλλος από τον σημερινό κήπο του ξενοδοχείου «Λητώ». Κι αυτό για να μη χρειάζεται να κάνει με τα πολύτιμα πόδια του τον γύρο στο «μισοφέγγαρο» του Γιαλού ώσπου να φτάσει σ’ εκείνον τον πευκοφυτεμένο κι ευωδιαστό παράδεισο: «Είμαστε σήμερα στα τέλη του 18ου αιώνα που πιάνει ο πόλεμος ο ρωσοτουρκικός, κι είναι αυτή η αιτία να έρθει στο νησί ένας Ρώσος εξόριστος. Ποιο να ’τανε το βλάψιμό του ώστε να φτάσει μέχρι εδώ, τόσα μιλιούνια βέρστια, δεν το ξέρει κανείς, μόνο ότι ήταν Κόντες, με τον παρά να βροντά στην τσέπη», εξιστορεί ο αγγελοχτισμένος λόγος της Μέλπως [βλ. Μ. Αξιώτη, Το σπίτι μου, Θεμέλιο, Αθήνα 1965, σ. 148].
Η κηπευτική χρήση εκείνου του περίοπτου κομματιού γης, συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οπότε και ανεγέρθηκε μέσα εκεί από τον Ε.Ο.Τ. το 1952 το πρώτο «σύγχρονο» ξενοδοχείο, το Λητώ, σε μια προσπάθεια προσανατολισμού της καθημαγμένης μετακατοχικής, μετεμφυλιακής και πεινασμένης Ελλάδας προς την τροφαντή αγελάδα του τουρισμού που είχε αρχίσει να κάνει  σεινάμενη-κουνάμενη την εμφάνισή της και την περίμεναν αδειανές (και άπατες, όπως έδειξε ο χρόνος) οι καρδάρες για να γεμίσουν. Την ανέγερση αυτού του νεόδμητου ξενοδοχείου ψέγουν με δριμύτητα και ελεεινολογούν, για διαφορετικούς λόγους ο καθείς τους, ο μακαρίτης δάσκαλός μου στην αγγλική λογοτεχνία του Αθήνησιν Πανεπιστημίου Robert Liddell (1908-1992) [βλ. R. Liddell, Aegean Greece, Jonathan Cape, London 1954, σ. 107], αλλά και ο εραστής της ευζωίας, της ευγαμίας και της καλοκαιρινής (μόνο!) Μυκόνου δικός μας Μήτιας Καραγάτσης (1908-1960) [βλ. Μ. Καραγάτσης, «Χιονάτα στολίδια στη γαλάζια απεραντοσύνη», εφημ. Βραδυνή, Αύγ. 1952 (αναδημοσ. α. στο βιβλίο του Μ. Καραγάτση, Από Ανατολή σε Δύση, Καστανιώτης, Αθήνα 1991, και β. Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Γ΄, ό.π., «Δυο συνομίληκα κείμενα...», .)· βλ. επίσης Μ. Καραγάτσης, «Ο ξενών Μυκόνου το 1952 – 3 δισ. για το κτίσιμό του κι ένα για επίπλωση – Τα κλειστά κτήρια», εφημ. Βραδυνή της 08.09.1952 (αναδημοσ. εφημ. Η Μυκονιάτικη, φ. 106, 1998, σ. 7)].
Τα αιγαιακά ταξίδια που περιγράφει ο Λίντελ έγιναν το 1939 και κυρίως το 1952. Αν και ανερυθρίαστα το βιβλίο αυτό διατυμπανίστηκε στην εποχή του ως το πιο ολοκληρωμένο για το θέμα «in any language» [sic], βρίσκω τα εκεί γραφόμενα ψυχρά και αντιπαθητικά, με ανακρίβειες, παρεξηγήσεις και προπαντός γεμάτα με πόζα, «υπεροψία και μέθη», από τις ατυχείς περιπτώσεις που ένα βιβλίο –στο οποίο λείπει αυτό που οι αγγλόφωνοι ονομάζουν «compassion» με τη γενικότερη ουμανιστική έννοια– κάνει ακριβώς ό,τι δεν είναι το ζητούμενο: αντί να καταδείχνει το ήθος του τόπου, αντιθέτως αποκαλύπτει τις ασυμπαθείς πλευρές του χαρακτήρα του συγγράψαντος του οποίου ο επηρμένος λόγος εγγίζει ενίοτε τα όρια της κακογουστιάς. Πού να ζούσαν ο Λίντελ και ο Καραγάτσης σήμερα να βλέπανε τα ξενοδοχειακά μπερκέτια μας, τα ξενοδοχειακά μεγαθήρια του τόπου που δεν τα έχτισαν οι πολυεθνικές, όπως θα ανάμενε κανείς, αλλά οι ίδιοι οι Μυκονιάτες!
Στον περίφημο αυτό κήπο σύρριζα στο Ναμμουδάκι του Περρή στον Γιαλό σώζονται ώς τα σήμερα τα τεκμήρια των αρχιτεκτονικών επεμβάσεων του Κόντε και Αυτοκρατορικού Εραστή, ως φημολογείται για ελόγου του, που, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, γιατί ακολούθησε ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, που τον ανάγκασε να καταφύγει στην Τεργέστη. Εκεί και αποβίωσε στα 1791, στην πόλη όπου σε λίγο θα γεννιόταν η δική μας τρισαγαπημένη Μαντώ. Τα ανθρώπινα διδάσκουν ότι όλα τελειώνουν και τελειώνουν μάλιστα άδοξα κάποτε, ακόμη και για τους κόμητες έστω κι αν είχαν χρηματίσει εραστές της αδηφάγας εκείνης «Ιμπερατρίτσης» που δεν χόρταινε η λαγνεία της με τίποτα.
Μετά τόν θάνατο του Κόντε, η χήρα του Μαρία Κοκκίνου, κόμισσα Βόινοβιτς, αυτή που διοργάνωνε εκείνες τις χοροεσπερίδες και τα θεατρικά δρώμενα στο νησί, ήγειρε δικαιώματα κυριότητας πάνω στο εν λόγω ακίνητο, που είχε προ πολλού «δοθεί» στον σύζυγό της, ο οποίος με έξοδά του το είχε «επεκτείνει» και «καλλωπίσει». Συμφώνησε, λοιπόν, με τον Αντώνιο Ψαρρό να του δώσει 5.000 φλορίνια της Βιέννης εξοφλητέα σε δυο χρόνια, βάζοντας υποθήκη όλη της την περιουσία, κινητή κι ακίνητη, ώστε αυτός μεν να παραιτηθεί από τις απαιτήσεις επί της πρώην κατοικίας του, η ίδια δε να γίνει η αποκλειστική κάτοχος του περίοπτου κτηρίου στον Γιαλό. Το συμβόλαιο συντάχτηκε και υπογράφτηκε το 1792 από τον Σπυρίδωνα Βαρούκα, «συμβολαιογράφο της Αυλής και Πρόξενο της Ρωσίας εν Τεργέστη» με μάρτυρες τους Σπυρίδωνα Αγγελικόπουλο και Ιακώβ Λευί. Τώρα, ποια ήταν η ακριβής οδός και διαδικασία της τελικής μεταβίβασης στον Δήμο μας αυτού του εντυπωσιακού και συνήθιστου, αν συγκριθεί με τα υπόλοιπα αρχιτεκτονήματα του τόπου, «μεγάρου», που η εξωτερική θωριά του λαμπρύνει επί εκατονταετίες τον Γιαλό της Χώρας, αυτό δεν  έχω διαθέσιμο χρόνο για να το εξακριβώσω. Ας ψάξει, λοιπόν, και κανείς άλλος, νεότερος, για να κλείσει οριστικά τούτο το θέμα, μήπως κι έχομε με τον καιρό κανένα ντράβαλο διεκδίκησής του από κανέναν άλλο, αρπακτικό αυτή τη φορά τρισεγγονό του Ιωάννη Γκαλτ. Φαίνεται πάντως πως το κτήριο αγοράστηκε ή πιθανότερα δωρήθηκε από τη χήρα του Κόντε στο Κοινόν των Μυκονίων λίγο πριν από τον θάνατό της, υποθέτω, δηλαδή λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της Επανάστασης για την απελευθέρωση του Γένους.

Ακόμη πιο αξιοπερίεργα και μάλλον διασκεδαστικά είναι τα όσα ακολουθούν την έλευση ενός άλλου Γκαλτ, σχεδόν…διακόσια χρόνια μετά από αυτή τη γοητευτική ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Ένα άλλο, σύγχρονο τώρα πια παραμύθι μοιάζει να ξετυλίγεται και πάλι στο νησί μας γύρω στα 1980, όταν φτάνει στη Μύκονο ο αναφερθείς τρισέγγονος του Τζον Γκαλτ, ο Καναδός αυτή τη φορά λόγω των δεσμών του προ-προπάππου του με τη χώρα George Galt. Επισκέπτεται τον τότε Δήμαρχό μας (1979-1990) Μαθιό Αποστόλου και τη Δημαρχία μας, πρώην κατοικία του Αντωνίου Ψαρρού, «Τενέντε της ρώσικης φλότας της Μεγίστης Ιμπερατορίσσης Αικατερίνης» στη ναυαρχίδα των δυο ναυάρχων Έλφινστον και Άρφαν Σπυριδώφ, κι αργότερα πολυτελή κατοικία του Κόντε Ιωάννη Βόινοβιτς (+1791), Κομαντάντη της Β΄ Αυτοκρατορικής Αρμάδας και Γενικού Αυτοκρατορικού Προξένου του Αρχιπελάγους, νυν δε διοικητήριο του εκάστοτε αιρετού ανωτάτου άρχοντος του τόπου και των συμβούλων του. Ο Γεώργιος Γκαλτ ζητά πληροφορίες για το ποιο ήταν το κτήριο του Ρώσου προξένου που αγόρασε ο προ-προ-πάππους του και ζητά να δει τα συμβολαιογραφικά ντοκουμέντα, «όχι για τίποτε άλλο» –(οι Βρετανοί, άλλωστε, όπως δείχνει και η ιστορία τους, ως πολιτισμένος λαός, ποτέ… δεν μετέρχονταν τέτοιες άτιμες πρακτικές!)– «παρά μόνο για να βεβαιωθεί ότι τω όντι αυτό είναι το κτήριο που είχε αγοραστεί». Στο σημείο αυτό, όπως είναι φυσικό, διαφεύγοντας από το μυαλό του ανωτάτου άρχοντός μας και των συμβούλων του ότι είχαν περάσει τόσα χρόνια και το δικαίωμα της χρησικτησίας αυτομάτως χρίζει αδιαμφισβήτητο ιδιοκτήτη τον Δήμο, ακόμη κι αν το κτήριο δεν είχε αγοραστεί, δημιουργείται μια μάλλον άβολη ατμόσφαιρα αμφίπλευρης καχυποψίας και ψυχρότητας σ’ εκείνη την… ιστορική συνάντηση – πάντοτε κατά τα γραφόμενα από τον τρισεγγονό. Ευτυχώς όμως, όλα λήγουν αισίως χωρίς να δοθεί συνέχεια και χωρίς οι Εγγλέζοι να απαιτήσουν τα «δικαιώματά» τους. Έτσι την τελευταία στιγμή αποφύγαμε την… κήρυξη πολέμου ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Μύκονο, γιατί βέβαια πού ξανακούστηκε εκτός από τα αρχαία μας κ.λπ. να παίρνουν οι Εγγλέζοι και τις Δημαρχίες μας; [για όλα αυτά βλ. το τελευταίο κεφάλαιο «The house of the Russian consul» στην α΄ έκδ. του βιβλίου του G. Galt, Trailing Pythagoras, Quadrant, Canada 1982 ή στη β΄ έκδ. A journey through the Aegean islands, Methuen, London 1988, σσ. 209-220].


Σας αφήνω τώρα χωρίς άλλες φλυαρίες να χαρείτε και να κρίνετε τα κείμενα των δυο Γκαλτ, πρόγονου κι απόγονου, αφού ευχαριστήσω την κ. Βίκυ Πετρίδου-Νάζου που μου εξοικονόμησε πολύτιμο χρόνο για να προχωρήσω στα υπόλοιπα, στοιχειωμένα πλέον, παραμιλητά, με την προθυμία της να ετοιμάσει το πρώτο σχέδιο στην απόδοση στη γλώσσα μας των πράγματι εντυπωσιακών περιγραφών του Ιωάννη Γκαλτ για το προεπαναστατικό, το περίβλεπτο –για λόγους που καλύτερα να απεύχεται κανείς σήμερα– νησί της Μύκονος, αλλά και του τελευταίου κεφάλαιου από το βιβλίο του τρισεγγονού του Γεώργιου Γκαλτ, ο οποίος υπείκοντας στο πνεύμα της εποχής μας, βιαστικός κι αυτός σαν τους βιαστικούς καιρούς στους οποίους ζούμε, σαν όλους τους άλλους τουρίστες, δεν έμεινε και πολύ στο νησί. Πάλι καλά, σκέφτομαι, αλλιώς μπορεί και να ’χαμε άσχημα ξεμπερδέματα μαζί του, αφού τρώγοντας έρχεται η όρεξη! Για να ’μαι αντικειμενικός και δίκαιος πάντως πρέπει να πω ότι ίδιος πνευματωδώς αυτοσαρκαζόμενος ομολογεί ότι για να εγείρεις δικαιώματα κι απαιτήσεις να βάλεις στο χέρι το δημοτικό μέγαρο των κατοίκων ενός νησιού θα πρέπει να σ’ έχει βαρέσει στο κεφάλι η απληστία ή να ’σαι μανιακός με τη λατρεία των προγόνων σου! [βλ. G. Galt, A journey through the Aegean Islands, ό.π., σ. 215].
Όλα τούτα, που σας εξιστόρησα για να διασκεδάσετε, όπως διασκέδασα κι εγώ, παλιά και μοσκομυριστά πλέον, κλείνουν μια γοητευτική ιστορία, που πήρε ούτε λίγο ούτε πολύ ολόκληρα σχεδόν διακόσια χρόνια για να κλείσει, αν έχει κλείσει! Θεώρησα ότι οι περιγραφές αυτές έπρεπε εξάπαντος να αναδημοσιευτούν επιτέλους στη γλώσσα μας, για να δούμε με την ευκαιρία αυτή και πάλι, τα πολύ σημαντικά, που τείνομε να ξεχνάμε: τι ήμασταν, τι είμαστε, πού πάμε. Είναι απαραίτητο αυτό να γίνεται από καιρό σε καιρό, γιατί βοηθά στην αυτογνωσία, στην αυτοκριτική και στην αναστήλωση όσων πρέπει και μπορούν να αναστηλωθούν, αν πράγματι θέλομε να πάμε ουσιαστικά και όχι επιφανειακά εμπρός και να αναστρέψομε ( ; ) την προ των πυλών πλέον ελεύθερη πλην βαρύγδουπη πτώση. Ποιος θα το ’λεγε, πάντως, ότι θα ’πρεπε να παρέλθουν τόσα πολλά χρόνια από την επίσκεψη του πρώτου Γκαλτ στο νησί μας, ώστε εμείς, οι εξ αίματος ίσως μόνον πλέον απόγονοι των παλιών Μυκονιατών που εκείνος περιγράφει, να διαβάσομε στη γλώσσα μας τις εντυπώσεις του για τους άγνωστους προγόνους μας!
        Κλείνοντας, λοιπόν, τούτα τα επεξηγηματικά, που μαζί με τις σημειώσεις στο τέλος ελπίζω να φωτίσουν τον αναγνώστη και να τον βοηθήσουν να απολαύσει τα κείμενα του Ιωάννη και του Γεώργιου Γκαλτ, πρέπει επίσης να ευχαριστήσω από καρδιάς τον φίλο αρχιτέκτονα κ. Allan Konya, επειδή με το βιβλίο του With love from Mykonos, Letters to my mother, που μόλις κυκλοφόρησε [βλ. τη «Βιβλιογραφία» που ακολουθεί στο τέλος του παρόντος παραμιλητού] συνεχίζει επάξια τη μακριά σειρά των «σοβαρών» περιηγητών, που πέρασαν από τη Μύκονο αφήνοντας έτσι για τους μεταγενέστερους έναν αντικειμενικό κι αξιοσημείωτο μπούσουλα της καθημερινότητας της Μυκόνου τα τελευταία χρόνια, και επειδή είχε την καλοσύνη να μου προσπορίσει από την Αγγλία τις σύγχρονες απανεκδόσεις του προ-προ-πάππου, αλλά και του τρισεγγονού Γκαλτ, καθώς και το σπάνιο βιβλίο ενός άλλου, Αμερικανού αυτή τη φορά, περιηγητή, του δημοσιογράφου Christopher Rand, που επισκέφτηκε τη Μύκονο στην καμπή των αρχόμενων μεγάλων αλλαγών στο νησί [βλ. α. C. Rand, Grecian calendar, Oxford University Press, New York 1962, σσ. 95-124 (προδημοσ. περιοδ. The New Yorker, July 21, 1962, σσ. 40-63), και β. Π. Κουσαθανάς, «Μια πίκρα λίγο πιο μικρή απ’ του θανάτου (Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Christopher Rand στη Μύκονο το καλοκαίρι του 1960)», Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .]
Τέλος, ευχαριστώντας την φίλη Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη και τον φίλο Αντρέα Ν. Μονογυιό για την αποψινή ανάγνωση των κειμένων των δυο Γκαλτ, θέλω να αφιερώσω αυτό το παραμιλητό στη μνήμη της Έλλης Λάσκαρη-Πολυμεροπούλου (1914-2005), που λίγο πριν πεθάνει μου είχε εμπιστευθεί τα χαρτιά που συγκέντρωσε η αγάπη και η έγνοια της για το νησί, μέσα στα οποία βρήκα αντιγραμμένες από την πρώτη έκδοση του 1813 –πιθανόν από αντίτυπο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης– τις σχετικές από το νησί μας εντυπώσεις του Σκωτσέζου συγγραφέα. Έτσι ήταν που πρωτοέμαθα την ύπαρξη αυτού του ενδιαφέροντος περιηγητή των αρχών του 19ου αιώνα. Ιδού τες, λοιπόν, τώρα και για τη δική σας όχι μόνο αναψυχή, αλλά και αναστόχαση:
(2009-2010)



α΄
John Galt (1779-1839)
ΠΕΝΤΕ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ  ΜΥΚΟΝΟ ΤΟΥ 1810

Επιστολή XL [40] – Μύκονος, 9 Μαΐου
       Καλέ μου φίλε,
μετά από περιπέτειες που θύμιζαν αυτές του Κολόμβου στο πρώτο και το πιο διάσημο από όλα τα ταξίδια του έχω κάθε λόγο να ευχαριστώ την τύχη μου που έφτασα στο νησί της Μυκόνου. Το πρωί της 3ης Μαΐου αναχώρησα από τη Σάμο με ένα πλοίο που είχα μισθώσει και επειδή ο άνεμος δεν ήταν τόσο ευνοϊκός αντί να παραπλεύσομε την Ικαρία, όπως αρχικά σκόπευα, βάλαμε πλώρη για την ηπειρωτική χερσόνησο του Τσεσμέ. Το απόγευμα θεωρήσαμε ότι θα ήταν απαραίτητο να ψάξομε να βρούμε ένα λιμάνι για να περάσομε τη νύχτα σύμφωνα με το παλιό καλό έθιμο των ηρωικών εποχών. […].
       Περίπου μια ώρα πριν το χάραμα βγήκαμε πάλι στη θάλασσα αλλά είχε τέτοια άπνοια που μετά βίας μπορέσαμε να παραπλεύσομε λίγη απόσταση κατά μήκος της ακτής […].  Από τον τρόπο που οι άντρες  δούλευαν τα κουπιά υποψιάστηκα ότι ήταν ατζαμήδες κι αυτή η υποψία μου σύντομα επαληθεύτηκε, ένας μάλιστα απ’ αυτούς δεν είχε ποτέ πιάσει κουπί στα χέρια του. Θορυβημένος από αυτή τη διαπίστωση και φοβούμενος τα χειρότερα αν διαρκούσε η κατάσταση, αποφάσισα ότι στο εξής  δεν θα ’πρεπε να επιχειρήσομε είσοδο σε λιμάνι όσο ήταν νύχτα. Βρήκα αντίδραση στην απόφασή μου, αλλά στο τέλος, πέρασε το δικό μου αφού ξέσπασα θυμωμένος σε φωνές […]. Επιτέλους, η Τήνος και η Μύκονος φάνηκαν στον ορίζοντα, αλλά ο θυελλώδης άνεμος δυνάμωσε τόσο πια που δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει επιτέλους το ταξίδι. Ο βοριάς κατέβαινε με τόση μανία από τα βουνά της Τήνου, έτσι όπως τον περιγράφουν οι αρχαίες πηγές[4], ώστε έφτασα στο σημείο να χάσω κάθε ελπίδα ότι θα τη σκαπουλάραμε […]. Ένας από τους ναύτες είχε σχεδόν αχρηστευθεί από τη ναυτία, ένας άλλος από τον φόβο του και ο Τζιάκομο[5] βρήκε την ώρα να εξιστορήσει εκείνο το τρομερό ναυάγιο του πλοίου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα στα Κύθηρα [στα 1802], όπου έτυχε να είναι παρών. Σταματούσε μόνο πότε πότε τη διήγησή του για να ειδοποιήσει τον καπετάνιο για κάποιο τεράστιο κύμα που ’τρεχε καταπάνω μας! Όλα αυτά ήταν κακοί οιωνοί ότι μας απειλούσε κάτι πολύ πιο σοβαρό από ένα απλό μούσκεμα ώς το κόκκαλο. Καθώς τώρα βρισκόμασταν στο Ικάριο Πέλαγος και λίγο πιο έξω από την ακτή του νησιού όπου ο Δαίδαλος κατάπεσε· το ριζικό του Ίκαρου θα σου έδινε μια πετυχημένη παρομοίωση για την ελεγεία την οποία αναμφίβολα θα έγραφες για να θρηνήσεις τον πόνο σου για τον χαμό μας, εάν μας συνέβαινε  το μοιραίο.
       Γύρω στο ηλιοβασίλεμα βρισκόμασταν τόσο κοντά στο βόρειο ακρωτήρι της Μυκόνου που μπορούσα να διακρίνω τα κύματα που έσκαγαν με μανία καταπάνω του, αλλά στην προσπάθειά μας να αντιμετωπίσομε όσο καλύτερα γινόταν τη δύσκολη κατάσταση, λοξοδρομήσαμε από την πορεία μας κι αναγκαστήκαμε να ταξιδέψομε σταβέντο  κατά μήκος της ακτής με σκοπό να φτάσομε στον Πάνορμο, ένα λιμάνι στην ανατολική [ΒΑ σωστότερα] πλευρά του νησιού. Κατά την προσπάθεια  αυτή οι ναυτικές γνώσεις του καπετάνιου τον εγκατέλειψαν ολότελα. Στην είσοδο τα αφρισμένα κύματα ορμούσαν με μανία στα βράχια κι ο καπετάνιος δεν φαινόταν βέβαιος πως ήξερε το πέρασμα. Συνεχίσαμε, λοιπόν, να πλέομε σταβέντο με σκοπό να περάσομε ανάμεσα στο βραχώδες νησάκι του Τρα’ονησιού και τη Μύκονο, αλλά κι εδώ πάλι μπερδευτήκαμε και την πατήσαμε. Μας φάνηκε ότι δεν έμενε καμμιά εναλλακτική λύση από το να βάλομε πλώρη για τη Νάξο ή την Πάρο, που δεν είχαν όμως λιμάνια, μια απεγνωσμένη, δηλαδή, απόπειρα μέσα στα σκοτάδια. Για να μη λέω πολλά κι ανώφελα λόγια για την εξαιρετικά κρίσιμη κατάστασή μας, θα πω μόνο πως μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι σίγουρα πηγαίναμε ντουγρού για τον υδάτινο τάφο μας!
       Ο Τζιάκομο ήταν απελπισμένος, αλλά μες στην απελπισία του υπήρχε κάτι τόσο παράξενο που κατάφερε να ελαττώσει τη δική μου απόγνωση. Είχε βρει ένα βιβλίο με ωροσκόπια στο οποίο πίστευε ότι περιγραφόταν το δικό του πεπρωμένο και ο χαρακτήρας της γυναίκας του. Το βιβλίο ήταν στην τσέπη του και με καλούσε εκείνη τη στιγμή να το διαβάσω! Πρόβλεπε γι’ αυτόν μόνο θαλασσινούς κινδύνους και ναυάγια. Για μια στιγμή σκέφτηκε τη γυναίκα του και το παιδί του, αλλά η μεγαλύτερη έγνοια του ήταν για τον εαυτό του. Ορισμένες φορές τα ’βαζε με τον καπετάνιο μας που ενώ υπέφερε από ναυτία είχε το θράσος να γίνει ναυτικός κι αρχηγός ιστιοφόρου θέτοντας έτσι τις πολύτιμες ζωές μας σε κίνδυνο. Εν τω μεταξύ κάθε που έβλεπε ένα τεράστιο κύμα να ’ρχεται με ορμή καταπάνω μας φώναζε του καπετάνιου να μη φεύγει από το πόστο του, άρπαζε τη σαβούρα του καραβιού και την εκσφενδόνιζε γρήγορα προς την πλευρά που φυσούσε ο άνεμος, αναστενάζοντας βαθιά κάθε τόσο και βγάζοντας δυνατές κραυγές.
       Καθώς πλησιάζαμε το Τρα’ονήσι, βλέπαμε μόνο γκρεμνούς κι όλη η παραλία ήταν σαν ένα τεράστιο κακοφτειαγμένο τείχος. Ωστόσο, ευτυχώς, το νησί αυτό βρισκόταν κατά κάποιο τρόπο ενάντια στην πορεία του ανέμου και των κυμάτων, και όταν φτάσαμε στο απάνεμο μέρος του τα νερά σιγά σιγά έπαψαν να είναι τόσο ταραγμένα. Περνώντας το νότιο ακρωτήρι το βρήκαμε εντελώς ήρεμο. Αποφασίσαμε να αγκυροβολήσομε σ’ έναν κολπίσκο για να περάσομε τη νύχτα, αλλά ξαφνικά, ο καπετάνιος θυμήθηκε ότι ένα από τα αγκυροβόλια της Μυκόνου δεν ήταν πολύ μακριά[6] κι έτσι σκέφτηκε ότι θα ’ταν καλύτερα να το προσεγγίσομε. Φτάνοντας αντικρίσαμε ένα πλοίο να είναι κοντά στην ακτή και κόλλησε η ιδεα στο κεφάλι ενός από τους ναύτες μας ότι πρέπει να ήταν πειρατικό. Ξανάρχισε, λοιπόν, τους θρήνους που μόλις είχε σταματήσει μόλις κόπασε η φουρτούνα. Το πλοίο, ευτυχώς, ήταν σαν το δικό μας, οδηγημένο κι αυτό εδώ, σ’ αυτή την ερημι,ά εξαιτίας της τρικυμίας.
       Όταν ρίξαμε άγκυρα ήταν σχεδόν σκοτάδι, παρόλα αυτά επειδή ήμουν μούσκεμα και τουρτούρζα αποφάσισα να αποβιβαστώ και να ψάξω για κανένα σπίτι. Μετά από περιπλάνηση δύο ωρών μέσα στα σκοτάδια, για να βρω το δρόμο που πήγαινε προς τα πάνω, επιτέλους ανακουφίστηκα ακούγοντας το γάβγισμα ενός σκύλου κι αμέσως μετά είδα από μακριά το φως που ερχόταν από μιαν αγροικία. Πήγαμε να ζητήσομε πληροφορίες για τον δρόμο προς τη Χώρα και μάθαμε με πολλή χαρά ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σ’ ένα μοναστήρι. Ο Τζιάκομο αμέσως θυμήθηκε ότι το μοναστήρι ήταν ξακουστό για τις θαυματουργές του θεραπείες σε τρελούς, για τη φιλοξενία του και για ό,τι χρειαζούμενο για οποιονδήποτε στην κατάστασή μας.
       Το μοναστήρι ήταν ένα ευρύχωρο άσπρο οικοδόμημα, που φαινόταν πολύ επιβλητικό μες στη νύχτα. Βρήκαμε την παλιά του πύλη[7] τη σκεπασμένη με καρφωμένα σιδερένια ελάσματα αμπαρωμένη και χτυπήσαμε όσο πιο δυνατά μπορούσαμε. Σύντομα ένα φως φάνηκε από την πόρτα κι ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν. Αμέσως κάποιος με αδύναμη, τρεμάμενη φωνή ζήτησε να μάθει ποιος είναι κι απαντήσαμε περιγράφοντας την κατάστασή μας. Τα βήματα τότε ακούστηκαν να υποχωρούν και το φως σιγά σιγά χάθηκε. Αμέσως μετά ακούστηκαν οι φωνές κάμποσων ανθρώπων που συνομιλούσαν με σοβαρότητα πλησιάζοντας την πύλη κι αμεσως μετά μια παράξενη φωνή ρώτησε να μάθει τι θέλαμε. Ο Τζιάκομο περίγραψε εύγλωττα την κατάστασή μας αναφέροντας τα επιχειρήματά του. Η ομάδα απομακρύνθηκε χωρίς απάντηση και σε λίγο ένα παράθυρο που ήταν πάνω από την κύρια πύλη άνοιξε και η ίδια βραχνή αρρενωπή προσωπικότητα ζήτησε να μάθει ξανά από πού ήρθαμε και ποιοι είμαστε. Στο τέλος μας έδωσε την εντολή να παραταχθούμε κυκλικά στην άλλη πλευρά του κτηρίου για να κρίνει από την εμφάνισή μας αν λέμε την αλήθεια. Υπακούσαμε και πάραυτα άνοιξαν αρκετά παράθυρα, βγήκαν λάμπες έξω στον αγέρα που όμως αμέσως έσβησαν. Ενοχλημένος από αυτές τις καθυστερήσεις και παγωμένος έως θανάτου με τα μουσκεμένα ρούχα μου να περονιάζουν τα κόκκαλά μου, παρακάλεσα τον Τζιάκομο να ζητήσει να μπούμε μέσα εν ονόματι της φιλανθρωπικής φήμης του ιδρύματος απειλώντας με πειστικότητα ότι «ως εκπρόσωπος των μοναχών ενώπιον του Πατριάρχη» θα πρόβαινε σε διαμαρτυρία. Συγκαλέστηκε τότε ένα «πολεμικό συμβούλιο» εκεί μέσα και μόνο αφού έγινε κι άλλη μια διαπραγμάτευση, συμφωνήθηκε ότι ο φρουρός της πύλης θα μας άφηνε να μπούμε.
        Όταν επιστρέψαμε στην μπροστινή πλευρά του κτηρίου, η πύλη άνοιξε κι αντικρίσαμε μια μακριά σειρά γενειοφόρων ανδρών με φανάρια στα χέρια. Έχοντας περάσει περίπου τα μισά του μοναστηριού ανέβηκα μια σκάλα και κάθησα σε ένα καθιστικό δωμάτιο όπου ο ηγούμενος με τη βαρειά φωνή απευθύνθηκε με επίσημο τρόπο προς την ομήγυρη των αδελφών μοναχών, μαλώνοντάς τους αυστηρά γιατί ήρθαν στην πύλη άοπλοι, «τι θα γινόταν χωρίς όπλα αν όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα κόλπο;» Φαίνεται ότι την περασμένη χρονιά δέκα Τούρκοι μπήκαν στο μοναστήρι με σκοπό να το λεηλατήσουν. Οι μοναχοί πήραν τα όπλα, τέσσερεις καλόγεροι σφάχτηκαν από τους Τούρκους κι αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν. Οι καλόγεροι σκότωσαν με τέτοια αγριότητα έναν Τούρκο που οι πληγές του ήταν τόσες όσες και του δολοφονημένου Ιούλιου Καίσαρα. Τρεις άλλοι από τους Τούρκους τιμωρήθηκαν υποδειγματικά και οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια. Από τότε η αδελφότητα των μοναχών ανησυχεί περισσότερο από το κανονικό εξ ου και η επιφυλακτικότητά τους απέναντί μας.
       Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Παναγία και η κοινωνία του αποτελείται από εβδομήντα μέλη: κανονικούς μοναχούς, μαθητευόμενους στον μοναχικό βίο, λαϊκούς και ανήμπορους γέρους. Είναι πλούσια προικοδοτημένο ίδρυμα και οι ένοικοι σιτίζονται καλά. Ανάμεσα στους ηλικιωμένους γέροντες βρήκα έναν που μιλούσε αγγλικά. Ήταν υπηρέτης στο Λονδίνο στον μακαρίτη Sir William Duncan[8]. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι στα τέλη της ζωής του αυτός ο διακεκριμένος γιατρός μελέτησε νέα ελληνικά και πέτυχε να διαβάζει ικανοποιητικά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ήταν τόσο προσκολλημένος στο ελληνικό πνεύμα που προσπάθησε να ιδρύσει μια αποικία Ελλήνων στην Αμερική. Όρισε σαν τόπο αποίκισης την Ανατολική Φλόριντα όπου μετέφερε αρκετές εκατοντάδες ανθρώπων από την Ελλάδα υπογράφοντας συμβόλαια μαζί τους. Η αποικία απέτυχε εξαιτίας ελλείψεως προμηθειών. Ο γιατρός, παρόλα αυτά, επειδή το σχέδιο αυτό δεν εγκαταλείφθηκε παρά μετά το θάνατό του, είχε την ικανοποίηση πεθαίνοντας να πιστεύει ότι πράγματι τα κατάφερε να εγκαταστήσει τους Έλληνες στην Αμερική.
       Το πρωί περπάτησα ώς τη Χώρα της Μυκόνου, όπου βρήκα πολύ καλά καταλύματα. Η Μύκονος είναι πράγματι το πιο χριστιανικό μέρος που έχω δει αφ’ ότου έφυγα από τη Ζάκυνθο. Θα είμαι αρκετά άνετα εδώ, παρ’ όλο που νιώθω καταβεβλημένος από τους ρευματικούς πόνους και η φωνή μου έχει χαθεί εξαιτίας της περιπέτειάς μου, αφήνοντας στη θέση της μόνο ένα βραχνό υποκατάστατο φωνής που που όπως όλα τα υποκατάστατα δεν μπορεί να είναι στο ελάχιστο χρήσιμο.
Υμέτερος, κ.λπ.


Επιστολή XLI. [41] – Μύκονος, 20 Μαΐου
              Καλέ μου φίλε,
η Μύκονος είναι για το μέγεθός του ένα νοικοκυρεμένο μέρος κι όπως παρατήρησα και στο τελευταίο γράμμα μου είναι η πιο χριστιανική πόλη τέτοιας έκτασης απ’ όσες έχω δει μέχρι τώρα στην Εγγύς Ανατολή. Υποθέτω ότι έχει πληθυσμό ανάμεσα σε 4.000 με 5.000 κατοίκους και πάνω από 800 κατοικημένα σπίτια. Ο αριθμός των εκκλησιών είναι τόσο απίστευτος, που δεν θα τολμήσω να κάνω μια εκτίμηση για αυτόν. Αλλά όταν θα σας πω ότι στο νησί πάνω από 300 έχουν καταμετρηθεί[9], και ότι ο συνολικός πληθυσμός δεν υπερβαίνει τις 6.000 ψυχές, μπορείτε να σχηματίσετε μια ιδέα του αριθμού τους στη Χώρα. Βέβαια, δεν είναι παρά λιτά κατασκευασμένες, αλλά είναι τόσο υπερβολικός ο αριθμός τους που, αν λάβει κανείς υπόψη τον πληθυσμό, πρέπει να έχει ξοδευτεί ένα σεβαστό ποσό για την ανέγερση τους. Από τον καιρό των καλών ημερών της Βενετίας, η Μύκονος ήταν ένα μέρος αξιόλογου εμπορίου, όντας σε κάποιο βαθμό ο πρόγονος των Σπετσών, Ύδρας και Ψαρών. Μέχρι τελευταία, ήταν η συνήθεια των ναυτών και των καπεταναίων, όταν γλύτωναν από ένα εξαιρετικό κίνδυνο, να χτίζουν μια εκκλησία ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους στον Άγιο ο οποίος τους βοήθησε όταν τον ικέτευσαν στη διάρκεια του κινδύνου. Καθιερώθηκε μάλιστα εδώ πέρα ακόμα άλλο ένα ριζοσπαστικό έθιμο: Το μοναστήρι που μου προσέφερε καταφύγιο θεωρείται σαν το δικό μας [Ναυτικό] Νοσοκομείο του Greenwich[10] και τα χρηματικά ποσά που παλιότερα προορίζονταν για την ίδρυση εκκλησιών δίνονται τώρα σ αυτό το ίδρυμα για την εκπλήρωση των αγαθοεργών σκοπών του.
       Το νησί παράγει περίπου πέντε χιλιάδες μπούσελς [bushel = μέτρο χωρητικότητας ίσο με 8 γαλόνια, άρα συνολικά 40.000 γαλόνια] κριθάρι, δυόμισι χιλιάδες μπούσελς μιγάδι [ = ανάμικτο σιτάρι με κριθάρι, συνολικά 20.000 γαλόνια] και χίλια μπούσελς καθαρό σιτάρι [συνολικά 8.000 γαλόνια]. Χίλια ζυγισμένα μπούσελς σύκα και μια μικρή ποσότητα ενός εξαιρετικού είδους μικρών άσπρων φασολιών [τα περίφημα μαυρομάτικα λουβιά*], που φαντάζομαι ότι θα ευδοκιμούσαν πολύ στις Δυτικές Ινδίες [εννοεί βεβαίως τη Β. Αμερική]. Αλλά το πιο αξιόλογο και διάσημο προϊόν της Μυκόνου είναι το κόκκινο κρασί της από το οποίο παράγονται ετησίως πεντακόσια βαρελάκια-βυτία [pipes = το καθένα περ.126 γαλόνια, συνολικά 63.000 γαλόνια]. Η ποιότητα μοιάζει σαν αυτή της ποικιλίας μπορντώ [ = claret], αλλά οι κάτοικοι έχουν τον δικό τους τρόπο να φτειάχνουν ένα διαφορετικό είδος κι επειδή η διαύγεια είναι αυτό που εκτιμούν περισσότερο, προτιμούν να σε κοροϊδέψουν παρά να σου δώσουν το αυθεντικό. Η ευωδιά του κρασιού επιτυγχάνεται τέλεια όταν γίνει διαλογή των σταφυλιών και πατηθούν ενώ ακόμα είναι φρέσκα από το αμπέλι, χωρίς να τα αφήσουν να ’λιαστούν. Αφήνοντας τα σταφύλια να στεγνώσουν στον ήλιο παράγονται οι άλλες ποικιλίες κρασιού που αντέχουν περισσότερο στο νέρωμα. Όταν τα σταφύλια είναι πολύ αποξηραμένα στον ήλιο, το κρασί γίνεται γλυκό που για τη δική μου γεύση είναι απεχθές.
       Με την παλιά συνθηκολόγηση με τους Τούρκους [1615] οι κάτοικοι της Μυκόνου απολαμβάνουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους δικούς τους δικαστές καθώς και διάφορα άλλα πρόσωπα που ρυθμίζουν την εσωτερική οικονομία του νησιού. Στην Καντζιλλαρία, [ένα είδος κυβερνείου-δικαστηρίου], έχουν συγχρόνως συμβολαιογραφικό αρχείο, όπου καταγράφονται και αρχειοθετούνται οι ακίνητες περιουσίες των κατοίκων του νησιού επί πολλές εκατοντάδες χρόνια τώρα [βλ.  Γ.Α. Πετρόπουλος, «Νοταριακαί πράξεις της Μυκόνου των ετών 1663-1779», στο παράρτ. της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Μνημεία του μεταβυζαντινού δικαίου», 3, Αθήνα 1960· αναδημοσιεύσεις αποσπασμάτων κατά καιρούς στην εφημ. Νέα Μύκονος, κυρ. κατά τις δεκαετίες του 1960 & 1970], αλλά δεν κρατούν δημόσιο νηολόγιο. Οι εμπορικές τους σχέσεις είναι παρόμοιες με αυτές της Ύδρας για τις οποίες προτίθεμαι να δώσω μια εκτενέστερη καταγραφή. Οι Μυκονιάτες βέβαια δεν μπορούν να συγκριθούν με τους Υδραίους στην επιχειρηματικότητα και στη δραστηριότητα ούτε έχουν την ίδια φήμη για τίμια συναλλαγή.
       Ο [Νικόλαος] Μαυρογένης [1738-1790], ένας από τους τελευταίους οσποδάρους–ηγεμόνες της Βλαχίας ήταν από τη Μύκονο και αρκετοί από τους συγγενείς του μένουν ακόμα εδώ. Η Μύκονος έδωσε επίσης πολλούς αξιωματούχους στη Ρωσία. Επίσης ο  [Αντώνιος] Ψαρρός [1735-1811] που πρώτος οδήγησε τον εθνικό στόλο της Ρωσίας από τη Βαλτική στη Μεσόγειο γεννήθηκε κι αυτός εδώ.
       Στους τρόπους τους η σημερινή γενιά των Μυκονιατών θεωρείται περισσότερο ευγενική και πιο ευρέων αντιλήψων από τους άλλους Έλληνες. Αυτό αποδίδεται στην επίδραση και στο παράδειγμα ενός Ρώσου ευγενή ο οποίος παρέμεινε εδώ σαν Γενικός Πρόξενος πριν από [περίπου] 25 χρόνια με σκοπό να προωθήσει την υπόθεση και τα συμφέροντα της χώρας του ανάμεσα στους Έλληνες νησιώτες. Η σύζυγός του, μια γυναίκα από βενετσιάνικη αριστοκρατική γενιά, καθιέρωσε στο νησί χορούς και θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες είχαν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι κάτοικοι του νησιού πλην εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
       Λέγεται ότι οι Μυκονιάτες είναι βαθιά επηρεασμένοι από δεισιδαιμονίες. Οι άντρες θεωρούνται ευέξαπτοι και απειθάρχητοι, αλλά τα πάθη τους δεν έχουν κατά βάθος μοχθηρία και ο φόνος αντιμετωπίζεται πάντοτε με αποτροπιασμό. Αναμφισβήτητα στο νησί αυτό το ισχυρό φύλο είναι οι γυναίκες. Η όψη τους, το χρώμα του προσώπου τους είναι αγγλικής ωραιότητας [sic] και πολλές από αυτές είναι πράγματι πολύ όμορφες. Η ανωτερότητά τους όμως οφείλεται κυρίως στην εξυπνάδα και στη συμπεριφορά τους. Δεν κατέχουν μόνο μια πειστική πολύ ενδιαφέρουσα ευφράδεια, αλλά συνηθίζουν να προβάλουν επιχειρήματα και συζητήσεις και σε εργασιακά θέματα. Σε νομικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ανδρών τους κάνουν τον δικηγόρο μπροστά στους δικαστές. Μου είπαν ότι υπάρχουν γυναίκες στη Χώρα που σε κρίσιμες περιστάσεις έδειξαν τα αξιοθαύμαστα προσόντα τους σε επιχειρήματα και σε αναλυτική πειστικότητα. Γενικώς αυτοσχεδιάζουν επί παντός θέματος και προβλήματος που ανακύπτει. Το κατά περίπτωση μάλιστα μοιρολόι τους στις κηδείες, παρουσιάζει συχνά τέτοια ευστοχία στη σύλληψη που κάνει τις όποιες μελετημένες προσπάθειες των ειδημόνων να ερυθριούν. Ο ίδιος ήμουν μάρτυρας σε ένα τέτοιο γεγονός κατά τη στιγμή της γένεσής του και είχα την ευκαιρία της λεπτομερειακής παρακολούθησης των εκφράσεων και των αντιδράσεών τους. Μια νέα γυναίκα που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη χώρα πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Οι γυναικείες συντροφιές της, αρκετές εκατοντάδες, ντυμένες όλες με τα καλά τους, παρακολούθησαν την κηδεία. Ενώ το φέρετρο με την νεκρή μεταφερόταν στην εκκλησία μια χορωδία μοιρολογούσε εγκωμιάζοντας την ομορφιά και τις αρετές της μακαρίτισσας. Κάποια ξεκίνησε την πρώτη στροφή, μια άλλη έπιασε τον τόνο κατά την παύση κι όταν η στροφή τελείωσε, όλες μαζί οι μοιρολογίστρες την επαναλάμβαναν. Η μητέρα της νεαρής γυναίκας ήταν στην πομπή και ο μεγάλος της πόνος προκαλούσε γενική συμπόνια. Μια από τις μοιρολογίστρες αναφώνησε: «Πέθανε αγκαλιάζοντας το παιδί της με τη χαρά ότι έγινε μάννα». Η μητέρα της συνέχισε τη στροφή φωνάζοντας: «Αχ, κόρη μου, κόρη μου,  που ’ναι τώρα εκείνη η χαρά που ήτανε δικιά σου;» Αυτή η απλή και συγκινητική αποστροφή προς την πεθαμένη κόρη δημιούργησε μια αίσθηση που μπορεί μόνο να τη φανταστεί κανείς κι όχι να την περιγράψει. Μετά την κηδεία όλες οι γυναίκες της Μυκόνου γύρισαν στα σπίτια τους και στο πένθος τους.
Σε αντίθεση με τις ποιήτριες [sic] γενικώς, οι γυναίκες της Μυκόνου είναι πολύ καλές νοικοκυρές και αξιοθαύμαστα φιλόπονες. Πλέκουν μεγάλες ποσότητες από κάλτσες που γίνονται κερδοφόρο εμπόρευμα στέλνοντάς τις με τους συγγενείς και τους άντρες τους για να πουληθούν στις αγορές της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και κατά την περίοδο ειρήνης ακόμα πιο μακριά, μέχρι τα ρώσικα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Η φορεσιά των αντρών μοιάζει με των Υδραίων, δεν κουρεύουν ωστόσο όπως εκείνοι το μαλλί τους μπροστά αλλά το αφήνουν να πέφτει σε τσουλούφια, και οι περισσότεροι φορούν καπέλο. Οι γυναίκες είναι και σ’ αυτόν τον τομέα εξίσου αξιοπρόσεκτες. Στο κεφάλι τους φορούν μια παπικού τύπου κατασκευή από κόκκινο βελούδο [την περίφημη μπόλια, μπλόντρα ή μαχραμά, το κεφαλομάντιλο δηλαδή], τα μανίκια του μπούστου είναι ευρύχωρα, άνετα κι απαλά, και στο πίσω μέρος η φορεσιά δίνει την εντύπωση ενός είδους χιτώνα. Δεν έχουν μανδύα και πτυχές και το μισοφόρι φτάνει μέχρι τα γόνατα. Οι κάλτσες τους είναι κόκκινες, πράσινες και μαύρες, ανάλογα με τη μόδα κάθε φορά, και παρά την ποιητική τους ροπή και κλίση, δεν έχω δει καμμιά φιλολογούσα ψευτοδιανοούμενη ανάμεσά τους. Όλη αυτή η περίεργη και αλλόκοτη αμφίεση στέκεται σε δύο ψηλοτάκουνα παπούτσια από χρωματιστό δέρμα ή σατέν κολλημένο χαλαρά στην μπροστινή πλευρά του παπουτσιού [περισσότερο παντόφλες παρά κανονικά παπούτσια, τις λεγόμενες κουντούρες], που κάνουν έναν φοβερό θόρυβο στους δρόμους καθώς η κυρία περπατά τρεκλίζοντας. Παρ’ ολίγο να ξεχάσω ν’ αναφέρω ότι οι γυναίκες τρέμουν κάποιες αόρατες νύμφες που στοιχειώνουν τα άγρια μέρη του νησιού και είναι οι κύριοι πρόξενοι όλων των ατυχημάτων [εννοεί τις Γιαλλούδες]. Εξαιτίας αυτών των πονηρών πνευμάτων οι γυναίκες καταφεύγουν στους παππάδες, που τους πληρώνουν για να διαβάζουν ευαγγέλια κι ευχές και να ρίχνουν αγιασμό τα σπίτια τους από καιρό σε καιρό.
     Προς το παρόν υπάρχει ένα δημόσιο σχολείο στη Μύκονο [η περίφημη Σχολή του Αγίου Λουκά στο σημερινό νεκροταφείο της Χώρας[11]]. Ο πρίγκιπας [Νικόλαος] Μαυρογένης άρχισε να χτίζει ένα κτήριο με σκοπό να ιδρύσει μια Ακαδημία αλλά του έκοψαν το κεφάλι προτού προλάβει να φέρει σε πέρας την επιθυμία του. Είναι όμως πολύ πιθανό ότι ένα σχολείο θα ιδρυθεί σύντομα.
Ο δεσπότης του Αρχιπελάγους βρίσκεται τώρα εδώ κι επέτυχα να τον πείσω να δώσει αμέσως εντολή να κρατιέται αρχείο για τις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους στα δεκαεννιά νησιά που απαρτίζουν την Επισκοπή του. Το επιχείρημα που κυρίως πρόβαλα για να τον πείσω ήταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατός ο έλεγχος στο θέμα των αμοιβών, γιατί έτσι θα γνώριζε [προς δικό του συμφέρον]  πόσα ακριβώς χρήματα συλλέγονταν στους εράνους ή τις περιφορές των δίσκων του κατώτερου κλήρου[12]. Το να ενεργήσω να μπει σε εφαρμογή μια τόσο χρήσιμη διευθέτηση από έναν τόσο άχρηστο θεσμό, όπως η Ελληνική Εκκλησία, σας διαβεβαιώ είναι για μένα μια όχι και τόσο μικρή αιτία για να συγχαρώ τον ίδιο μου τον εαυτό. Ελπίζω να ευαρεστηθείτε κι εσείς και να μη μου αρνηθείτε τον δικό σας έπαινο.
Υμέτερος, κ.λπ.


Επιστολή XLII. [42] – Μύκονος, 29 Μαΐου
              [Καλέ μου φίλε,]
εκτός από το [ανδρικό] Μοναστήρι [της Τουρλιανής], στο οποίο βρήκα καταφύγιο τη νύχτα που έφτασα εδώ, υπάρχει στο νησί και μια γυναικεία Μονή, [του Παλιόκαστρου], που βρίσκεται κοντά στο ανδρικό Μοναστήρι. Όπως το τελευταίο, έτσι κι η γυναικεία Μονή είναι θρησκευτικό ίδρυμα, αλλά και καταφύγιο για τους απόρους. Η αδελφότητα των μοναχών αριθμεί σαράντα άτομα. Μένουν χωριστά, δεν φορούν πέπλο κι είναι ομοιόμορφα ντυμένες στα μαύρα. Δεν έχουν άλλους περιορισμούς πέραν αυτών της καλής διαγωγής, της αγαμίας και της υποταγής στις προσταγές της ηγουμένης. Εξαρτώνται κυρίως από την ιδιωτική φιλανθρωπία και την πώληση καλτσών και γαντιών που πλέκουν. Οι μοναχές ζουν και πορεύονται σύμφωνα με τις αρχές του μοναστικού βίου κι αποτελούν πράγματι μια πολύ αξιοσέβαστη κοινότητα. Η Ηγουμένη πέθανε πρόσφατα και ο Δεσπότης [του Αρχιπελάγους που βρίσκεται εδώ] επί τη ευκαιρία της χειροτονήσεως ενός ιερέα στο Μοναστήρι όρισε την ίδια ημέρα, την περασμένη Δευτέρα, για την εκλογή της νέας Ηγουμένης.
       Μερικοί από τους εδώ φίλους μας, που ενδιαφέρονταν για την εκλογή της Ηγουμένης, έκαναν μια συγκέντρωση στο [ανδρικό] Μοναστήρι [της Τουρλιανής] και με κάλεσαν να τους συντροφεύσω. Τη βραδιά της άφιξής μας (Σάββατο), ο ηγούμενος ετοίμασε ένα καλό βραδινό γεύμα και οι μοναχοί μάς εξυπηρέτησαν με μεγάλη ταπεινότητα, αλλά οι γυναίκες κουρασμένες καθώς ήταν δεν κάθησαν αρκετά ώστε να μου δώσουν μια ευκαιρία για να παρατηρήσω κάτι αξιοπρόσεκτο ή που να αξίζει τον κόπο να αναφέρω γι’ αυτές. Την επομένη οι ξένοι στο μοναστήρι αυξήθηκαν από έντεκα σε πάνω από είκοσι, έτσι που στο μεσημεριανό γεύμα κάναμε όλοι μαζί μια χαρούμενη παρέα. Ανάμεσά τους ήταν ένα μοναδικό πλάσμα, ο αδερφός της γυναίκας ενός  Ρώσου στρατηγού [η Μύκονος είχε ανέκαθεν δεσμούς με τη Ρωσία]. Η οικογένεια του, ευεργέτρια του ιδρύματος, απολαμβάνει μεγάλων ελευθεριών και προνομίων. Θα πρέπει όμως δίχως άλλο να προσπαθήσω να σας δώσω μιαν ιδέα αυτού του πλάσματος. Είναι περίπου πενήντα χρονών, υπερβολικά γερασμένος, φορά κίτρινα παπούτσια, κάλτσες που φθάνουν μόλις μέχρι τα μισά του ποδιού του, μεταξωτά ανοιχτά μπλε κοντοβράκια, ένα μαύρο βελούδινο γιλέκο κεντημένο με χρυσό, μια κοντή μεταξωτή ροζ γυναικεία μπέρτα, έναν μακρύ μαύρο νυκτερινό σκούφο και ιππεύει έναν γάιδαρο! Όπως είναι η ενδυμασία του αλλόκοτη, έτσι και οι τρόποι του είναι εκκεντρικοί. Στο τραπέζι έκανε διάφορες παλαβομάρες, ρουφούσε από τα μπουκάλια λες και τα ποτήρια δεν είχαν ποτέ εφευρεθεί κι όταν έβλεπε κάτι νόστιμο στο πιάτο του διπλανού του το άρπαζε. Στην αρχή για λίγο τον θεώρησα σαν πραγματικά τρελό, αλλά μερικές ζωηρές αναλαμπές εξυπνάδας και ευστροφίας με έπεισαν ότι υπήρχε περισσότερο χιούμορ παρά τρέλα στη συμπεριφορά του. Όταν τελείωσε το δείπνο, ένας σοβαροφανής ανόητος, σαν κι αυτούς που στην πατρίδα μου πολυπράγμονα ασχολούνται με τις εκλογές υπουργών και κατώτερων αξιωματούχων του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, άρχισε να γκαρίζει συνοδευόμενος από τους μοναχούς, το ελληνικό «Non nobis»[13]. Όταν πια φτάσαμε όλοι μας στα πρόθυρα της υστερίας, ο μικρός μαυροσκούφης τούς είπε σοβαρά ότι δεν το τραγούδησαν σωστά κι ο αυλός του [μάλλον το τοπικό σουβριάλι, σουραύλι], το ίδιο παράξενο όσο κι αυτός, πήρε φωτιά ξαναρχίζοντας τον τόνο με εσκεμμένα γελοίο τρόπο, με τα μάτια κλειστά, ξεφυσώντας κάθε τόσο με αποτέλεσμα οι νέοι και οι γέροι να τραντάζονται σύγκορμοι κοντεύοντας να σκάσουν από τα γέλια. Στο τέλος, έκανε και μια πρόποση προς την Παναγία κι όλοι ήπιαν χειροκροτώντας ενθουσιασμένοι. Οι μοναχοί αλληλοκοιτάχτηκαν, αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να πει τίποτα.
       Ο μικρόσωμος κύριος [που προανάφερα] έχει μια αδελφή στη Μονή, [τη μοναχή Θεοφίλη], που είναι εξίσου ασυνήθιστη με τον αδελφό της. Μετά το δείπνο οι κυρίες της συντροφιάς μας πήγαν να την επισκεφτούν και να κανονίσουν τις διαδικασίες για την εκλογή της επόμενης ημέρας και τις συνόδευσα. Πρέπει τώρα να σας εκμυστηρευτώ κάτι. Η Ηγουμένη εκλέγεται πάντα από τις φτωχότερες μοναχές ώστε να μην παίρνει πολύ θάρρος και μπλέκει συνέχεια στα πόδια των ανωτέρων της περιορίζοντας τις ελευθερίες τους με τις παρεμβάσεις της. Η μοναχή Θεοφίλη, λοιπόν, είναι φυσιογνωμικά το ακριβώς αντίθετο από τον αδελφό της. Ψηλή κι αντρογυναίκα, αληθινή Εκάτη στο παρουσιαστικό, και με εξαιρετικό χιούμορ [σαν τον αδελφό της].
Όταν φτάσαμε στη Μονή μάς ενημέρωσε ότι υπήρχαν έντονα συμπτώματα σχίσματος στη σύναξη των μοναχών. Η μοναχή που διάλεξε η αδελφή Θεοφίλη θεωρήθηκε από μια ομάδα ότι ήταν χαζούλα κι αποφάσισαν να καλέσουν για το κενό αξίωμα μια άλλη που ήταν πιο έξυπνη και καλύτερα προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών. Αλλά η αδελφή Θεοφίλη ήταν σταθερά αποφασισμένη και εξέφρασε την αποφασιστικότητα της να φέρει σε πέρας την αποστολή της με το έτσι θέλω. Αυτή η επίδειξη αυτοπεποίθησης έγινε αποδεκτή με μεγάλη ικανοποίηση από τις λαϊκές δυνάμεις. Για μένα ήταν όλα αυτά απολαυστικά κι άρχισα να περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον το αποτέλεσμα. Γυρνώντας πίσω στο ανδρικό Μοναστήρι [της Τουρλιανης] είδαμε ότι είχε έρθει ο Δεσπότης, ότι όλα είχαν καλώς και με ευπρέπεια προετοιμαστεί κι έτσι η χειροτονία του ιερέα ορίστηκε για νωρίς το επόμενο πρωινό.
       Σηκώθηκα πριν χαράξει, και χωρίς να μπω σε άχρηστες και κουραστικές για τον αναγνώστη λεπτομέρειες, έτρεξα για την τελετή της χειροτονίας. Με την ανατολή του ήλιου οι παππάδες είχαν ετοιμαστεί, ο δεσπότης ήλθε στην πύλη της εκκλησίας μ’ ένα μακρύ μαύρο κρέπι να αιωρείται από το καπέλο του, δυο εύσωμοι μοναχοί έβαλαν ένα έξοχα κεντημένο κόκκινο σατέν χιτώνα στους ώμους του κι ένας άλλος κρατούσε την ουρά κατά τον ίδιο τρόπο που κάποιοι κρατούν την ουρά των αξιωματούχων και των δικαστών: για ν’ αφήσουν να φύγουν πίσω οι «κακές οσμές»! Ποτέ δεν μπόρεσα να βρω άλλο λόγο για να κρατά κανείς ψηλά την ουρά της ενδυμασίας ενός σημαίνοντος προσώπου.
       Μ’ αυτή την πομπή ο δεσπότης οδηγήθηκε στον δεσποτικό θρόνο του κι οι δυο διάκοι κρατώντας από ένα σύμπλεγμα ασημένιων κηροπήγιων, πλεγμένων μεταξύ τους μ’ έναν παράξενο τρόπο, στήθηκαν στην άκρη των σκαλοπατιών και είπαν κάτι μεγαλοφώνως, οπότε ένας άλλος παππάς ντυμένος με κόκκινο χιτώνα γεμάτο με θρησκευτικά σύμβολα και «ιερογλυφικά», βαστώντας ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου βγήκε από το ιερό και ο δεσπότης ασπάστηκε το Ευαγγέλιο. Τότε τοποθετήθηκε μια καρέκλα στο μέσον της εκκλησίας προς την οποία κατευθύνθηκε ο δεσπότης. Ο κόκκινος χιτώνας αφαιρέθηκε από τους ώμους του και του φόρεσαν ακόμα πιο μεγαλόπρεπα άμφια. Την ίδια στιγμή όσοι παρακολουθούσαν έψελναν όλοι μαζί κι ακολούθησε αμέσως μετά δυνατά το «Non Nobis». Όταν τελείωσε αυτό το μέρος της τελετής, ο Δεσπότης, ένα κοντόχοντρο άτομο ύψους όχι παραπάνω από ένα μέτρο και σαράντα εκατοστά, σχεδόν άκαμπτο σαν αρματωμένος ιππότης λόγω των χρυσοποίκιλτων ρούχων του, σηκώθηκε και παίρνοντας τα δυο συμπλέγματα των κηροπήγιων από τους διάκους τα κούνησε προς τα μπρος και προς τα πίσω, προφέροντας λόγια που έκαναν όλους τους παρακολουθούντες να σταυροκοπιούνται. Τα κεριά τότε επιστράφηκαν στους διάκους κι ο μελλοντικός παππάς, που σε λίγο θα είχε στα χέρια του τη δύναμη να εξαπατά τους αφελείς ναυτικούς και τις οικογένειές τους, γονάτισε μπροστά στον δεσπότη ο οποίος κάνοντας το σημείο του σταυρού στο κεφάλι του ξανακάθησε στον θρόνο, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι έψελναν χαρμόσυνα. Όταν τελείωσε η ψαλμωδία, ο νέος εν Θεώ πατήρ μπήκε στο ιερό και τελέστηκε η λειτουργία, μετά την οποία δύο ιερωμένοι πήραν τον νέο χειροτονημένο ιερέα από το χέρι και τον οδήγησαν αρκετές φορές μέσα σε έκσταση, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν μέχρι τα αυτιά, μέσα στο ιερό μπαίνοντας από τη μια πόρτα και βγαίνοντας από την άλλη.  Αυτός κάθε φορά ασπαζόταν δυο εικόνες, που ήταν, υποθέτω, του Χριστού και της Παναγίας, πότε πότε δε φιλούσε και την Αγία Τράπεζα. Μόλις η τελετή της χειροτονίας ολοκληρώθηκε, μετά από ένα βιαστικό πρόγευμα οδηγηθήκαμε στο Μοναστήρι των καλογραιών [στο Παλιόκαστρο]
       Κατά την άφιξή μας βρήκαμε την αδερφή Θεοφίλη να πηγαινοέρχεται βιαστική, ετοιμάζοντας με τη βοήθεια των ανιψιών της, δυο πανέμορφων κοριτσιών, λεμονάδες και γλυκά για να τα προσφέρει στον δεσπότη και τους επισκέπτες. Συχνά άφηνε τα πηγαιν’-έλα της για να μας πει τι βαρύ έργο ανάλαβε με τις σχισματικές που ήθελαν να λύσουν τις διαφορές τους με ακρότητες. Καθώς μίλαγε, ειδοποιήθηκε ότι κατέφθανε ο δέσποτας κι αμέσως τσακίστηκε να πάει να τον συναντήσει. Όλες οι μοναχές, που είχαν κληθεί για να παρευρεθούν, παρατάχθηκαν σε ίσες σειρές στις δυο πλευρές της εισόδου με την αδελφή Θεοφίλη να στέκεται μεγαλόπρεπα στα σκαλοπάτια. Επιτέλους, ο δεσπότης θεάθηκε να πλησιάζει τον λόφο. Προπορευόταν ένας παππάς μεταφέροντας τη δεσποτική πατερίτσα, την ποιμαντορική δηλαδή ράβδο, ενώ ακολουθούσε κόσμος ντυμένος με τα καλά του.  Ανάμεσα σ’ εκείνη την ακολουθία παρατήρησα αρκετά χωριανά παλληκαράκια με ραβδί στο ένα χέρι και στο άλλο μεγάλα μπουκέτα με λουλούδια. Μόλις είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ την προτίμηση των χωριανών ανθρώπων, γενικώς παντού, για μαγκούρες και πολύχρωμα μεγάλα μπουκέτα και προσπαθούσα να δώσω μιαν αληθοφανή εξήγηση, όταν μια από τις καλογριές το ’σκασε ξαφνικά τρέχοντας από τη σειρά της κι έπεσε γονυπετής στο έδαφος μπροστά στο άλογο του δεσπότη. Σε χρόνο λιγότερο από ένα «Αμήν» η αδερφή Θεοφίλη όρμησε προς τα εμπρός, άρπαξε τη μοναχή από το μπράτσο και δίνοντας της τρία άγρια χτυπήματα στη ράχη την έσπρωξε με βία πίσω απομακρύνοντάς την από εκεί. Η πράξη της καλόγριας ήταν πρόκληση μεγαλύτερη από τις αντοχές της αδελφής Θεοφίλης, που έβλεπε μέσα σε λίγη ώρα να καταστρέφεται ό,τι είχε σχεδιάσει κι ετοιμάσει με τόση προσοχή. Ωστόσο, ο έλεγχος της κατάστασης είχε ανεπανόρθωτα χαθεί. Η τάξη είχε διασαλευθεί κι ο δεσπότης γίνηκε δεκτός εν μέσω μιας γενικής οχλαγωγίας κατά την οποία ξεχώριζαν οι δυνατές κραυγές του γέλιου. Η καημενούλα η καλογριά δεν φαινόταν και πολύ στα καλά της και χαζούλα καθώς ήταν παρασύρθηκε σ’ αυτή την άκαιρη και υπερβολική επίδειξη ζήλου θαμπωμένη από τη εντυπωσιακή λαμπρότητα της εμφάνισης του δεσπότη. Αυτός, τέλος, κατέβηκε από το άλογο και περπάτησε ώς την εκκλησία.
Οι καλογριές πλησίασαν κι αυτές διαδοχικά και γονατιστές με το μέτωπό τους στο έδαφος φίλησαν τα πόδια του. Τότε οι δύο αντιμαχόμενες ομάδες παρουσίασαν τις αντίστοιχες υποψήφιές τους. Επακολούθησε λογομαχία που την έκλεισε η αδερφή Θεοφίλη πραξικοπηματικά αρπάζοντας το μπράτσο της αντιπάλου υποψήφιας και τραβώντας την μακριά από τον δεσπότη με βία, ολοφάνερα αντίθετα σε κάθε έννοια ελεύθερης εκλογής. Ο δεσπότης, μπασμένος κι αυτός στο κόλπο, δέχτηκε αμέσως την υποψήφια που διάλεξε η δική μας ομάδα, [δηλαδή η ομάδα της Θεοφίλης], κι ευθύς μπήκε στην εκκλησιά για να την χειροτονήσει, αλλά όταν κλήθηκε η υποψήφιά μας να παρουσιαστεί, δεν εμφανίστηκε. Φοβούμενη μελλοντικά παρατράγουδα κι απειθαρχίες κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας της υπαναχώρησε από το προσφερόμενο αξίωμα. Ο «αρχηγός» μας όμως, δηλαδή η μοναχή Θεοφίλη, δεν ήταν άτομο παίξε-γέλασε. Αναπηδώντας από το στασίδι της άρπαξε την προστατευόμενη της από το χέρι και την υποχρέωσε να δεχτεί την ευλογία [του δεσπότη]. Οι καλογριές τότε μία μία γονάτισαν μπροστά στη νέα Ηγουμένη και της πρόσφεραν υπακοή και πίστη. Η αρχηγός της αντίθετης ομάδας, που ήταν κατά κάποιο τρόπο ακόμα ανυπότακτη, αντί να γονατίσει κι αυτή άρχισε να διαμαρτύρεται για το αντικανονικό των διαδικασιών, αλλά η αδελφή Θεοφίλη, με τη χαρακτηριστική ετοιμότητα και αποφασιστικότητά της, της έκοψε τον αέρα γρήγορα, με μια σπρωξιά στον σβέρκο της πράγμα που την οδήγησε με… ευλάβεια μπροστά στα πόδια της νέας Ηγουμένης!
Σε λιγότερο από μισή ώρα μετά από τη χειροτονία η τάξη είχε αποκατασταθεί πλήρως μέσα στην αδελφότητα. Απολαύσαμε τη λεμονάδα και  τα γλυκά με ηρεμία, οι καλογριές ξανάρχισαν το πλέξιμό τους και τώρα ακούω πως όλα είναι ξανά μέλι-γάλα!
Υμέτερος, κ.λπ.


Επιστολή XLIII. [43] – Μύκονος, 1 Ιουνίου
                     [Καλέ μου φίλε,]
το ελληνικό λογοτεχνικό πνεύμα σίγουρα δεν έχει τόσο πολύ παρακμάσει όσο θέλουν να μας κάνουν να πιστέψομε. Είδα εδώ μια μετάφραση της Ιστορίας της Ελλάδας του Goldsmith[14], μια Συστηματική Φιλοσοφία μεταφρασμένη από τα γαλλικά κι αρκετές ποιητικές εκδόσεις από τις οποίες πολύ θαυμάζεται ένα κρητικό βουκολικό ποίημα[15], που συχνά το συναντάς στα χέρια του απλού λαού, όπως τον δικό μας Καλό Ποιμένα [The Gentle Shepherd[16]] στη Σκωτία. Ο αριθμός των πρωτότυπων ρωμαίικων πνευματικών εργασιών, ιδιαίτερα στην ποίηση, που έχουν εκδοθεί στη Βιέννη και στην Ιταλία, είναι καθώς μου έχουν πει  πολύ σημαντικός […]. Υπάρχει σ’ αυτό το νησί ένας φτωχός γεροντάκος, ένας δάσκαλος που έχει συνθέσει έναν ικανό αριθμό στίχων και θα ’ταν ευτυχισμένος αν τους έβλεπε τυπωμένους. Πολλοί από αυτούς τους στίχους λέγεται ότι είναι θελκτικότατα συνθεμένοι, αλλά, όπως φαίνεται, θα χαθούν για πάντα. Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτε πιο αξιολύπητο από έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν με αναμφισβήτητο ταλέντο και με επίγνωση της ποιητικής του δύναμης, αλλά συγχρόνως και με τη βεβαιότητα πως θα κατεβεί στο μνήμα άγνωστος, χωρίς να έχει τη συμπάθεια κανενός γι’ αυτή την αδικία. Εάν επρόκειτο να μείνω εδώ, θα προσπαθούσα να του δώσω την ευκαιρία να πετύχει αυτό που θέλει, τη φήμη, που τόσο απέλπιδα επιθυμεί, βρίσκοντας συνδρομητές για να τυπωθούν μερικές από τις ωδές του.
       Οι δυο αρχαίοι λαοί που περισσότερο επηρέασαν την ανθρωπότητα στην Ευρώπη είναι οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Οι πρώτοι με τη λογοτεχνία τους και οι τελευταίοι με τη θρησκεία τους, αλλά οι απόψεις των πρώτων ήταν πάντα σε διάσταση μ’ εκείνες των τελευταίων […].


Επιστολή XLIV. [44] – Μύκονος, 5 Ιουνίου
              [Καλέ μου φίλε,]
επωφελούμαι της ευκαιρίας που ένα σκάφος αναχωρεί για τη Μάλτα να σας στείλω το ημερολόγιό μου. Συμπερασματικά, νομίζω ότι μπορώ να σας δώσω μια αναφορά με τις γενικές εντυπώσεις που χαράχτηκαν στο μυαλό μου για την κατάσταση των τόπων και των ανθρώπων που επισκέφτηκα και συνάντησα […].
       Τα νησιά είναι βεβαίως από κάθε άποψη σε καλύτερη μοίρα από τα υπόλοιπα [υπό τουρκική κατοχή] μέρη εντός ευρωπαϊκού εδάφους, και μόνο σ’ αυτά φαίνονται να είναι οι Έλληνες σε πλεονεκτική θέση. Απολαμβάνουν όλες τις παλιές ελευθερίες τους, και το γεγονός ότι δεν ευημερούν όπως παλιά οφείλεται περισσότερο στην αδιαφορία των άλλων χωρών παρά στη συμπεριφορά των Τούρκων.
       Αν και οι Τούρκοι είναι οι κατακτητές της Ελλάδας, ωστόσο, καθώς αυτοί δεν αναλογούν παρά μόνο σ’ ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, δεν έδειξα μεγάλο ενδιαφέρον για να τους γνωρίσω και να τους καταλάβω. Η Ευρώπη δεν είναι η κατάλληλη χώρα γι’ αυτούς [sic]. Οι απόψεις, τα συναισθήματά τους, η συμπεριφορά κι ο χαρακτήρας τους λίγα κοινά έχουν με τους υπόλοιπους κατοίκους. Ο Τούρκος στην Ασία είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον σ’ ευρωπαϊκό έδαφος. Στην Ευρώπη, φαίνεται σαν ξένος ή μάλλον σαν στρατιώτης εν ώρα καθήκοντος, που πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλάξει τα κόλπα και τα τερτίπια της τακτικής του, καθηλωμένος στον εγωισμό της εξουσίας που κατέχει. Στην Ασία είναι πιο ήμερος και πο ανθρώπινος. Νιώθει πως βρίσκεται στην πατρίδα του, είναι πιο φιλόπονος και πιο υπομονετικός, κι αν και η έπαρση και η επιφυλακτικότητα του χαρακτήρα του διατηρούνται ακέραιες και εξίσου έντονες, διαθέτει αρετές αξιοσέβαστες. Όχι μόνο θεωρεί το δικό του σπίτι σαν το κάστρο του, αλλά πιστεύει ότι κι εκείνο του γείτονα είναι απαραβίαστος και ιερός χώρος μέσα στον οποίο δεν του επιτρέπεται επ’ ουδενί να μπει απρόσκλητος και να ενοχλήσει. Η περιφρόνηση που νιώθει για τους Χριστιανούς οφείλεται λιγότερο στη θρησκοληψία και τη μισαλλοδοξία που έχει ενσταλαχτεί μέσα του από τη μωαμεθανική πίστη και περισσότερο στον λατρευτικό παραλογισμό στον οποίο έχουν υποπέσει οι ίδιοι οι Χριστιανοί στις κατακτημένες χώρες τους […].
(1810)
Απόδοση στα ελληνικά: Β. Πετρίδου-Νάζου & Π. Κουσαθανάς






Ιδού τώρα και το επιστέγασμα με τη γοητευτική κατακλείδα όλων των παραπάνω από τον τρισεγγονό τού Ιωάννη, τον Γεώργιο Γκαλτ, που χαίρει άκρας υγείας στην  όμορφη χώρα του Καναδά:


β΄
George Galt

     ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΡΩΣΟΥ ΠΡΟΞΕΝΟΥ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ (1980)         


Ακόμα και αν δεν είχα δουλειά στη Μύκονο, θα ερχόμουνα εδώ, αν κι όχι με μεγάλο ενθουσιασμό. Έχει τη φήμη ότι αρχιτεκτονικά είναι η πιο καλά διατηρημένη από τις Κυκλάδες, αλλά επίσης και η πιο χαλασμένη από τον τουρισμό. Ημερήσια κρουαζιερόπλοια σταματούν στο νησί και μετά στη Ρόδο και στη Σαντορίνη. Έτσι πολλοί περαστικοί επισκέπτες, πάνω από δύο δεκαετίες τώρα, άφησαν το σημάδι τους: σε κάθε δρόμο μαγαζιά με αναμνηστικά, ακριβά καταστήματα ρούχων και μπουτίκ με κοσμήματα. Σαν τη Ρόδο, η Μύκονος τα πήγε πολύ καλά με το τουριστικό εμπόριο, κι όπως η Ρόδος θυσίασε κι αυτή ένα ποσοστό της αυθεντικότητας της.
Ακόμα και έτσι, η δαιδαλώδης μεσαιωνική τοπογραφία αυτής της πόλης ευχαριστεί μάτι και μυαλό. Λευκότερη από την Πάρο, με πιο περίπλοκες στροφές και δρομάκια, η Χώρα της Μυκόνου φαντάζει σαν σπηλιά, καμωμένη από ανθρώπινα χέρια και πασπαλισμένη με ζάχαρη, που την κατοικούν ξωτικά και ιππόγρυπες. Οι δρόμοι στρίβουν προς όλες τις κατευθύνσεις, ο σχεδιασμός τους σκόπευε να μπερδέψει τους πειρατές που λεηλατούσαν, κι ο σημερινός επισκέπτης χάνει τον δρόμο του. Κάθε δρόμος έχει ένα παρεκκλήσι και κάποιοι έχουν δύο ή τρία. «Ο αριθμός των εκκλησιών», έγραψε ο John Galt, «είναι τόσο απίστευτος, που δεν θα τολμήσω να κάνω μια εκτίμηση για αυτόν… Μέχρι τελευταία, ήταν η συνήθεια των ναυτών και των καπεταναίων, όταν γλύτωναν από ένα εξαιρετικό κίνδυνο, να χτίζουν μια εκκλησία ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους στον Άγιο ο οποίος τους βοήθησε όταν τον ικέτευσαν κατά τη διάρκεια του κινδύνου».
Ο πρόγονος μου, ήρθε στη Μύκονο για τον ίδιο λόγο που επισκέφθηκε την Ύδρα δύο μήνες νωρίτερα, για να εξερευνήσει το λιμάνι σαν μία πιθανή βάση για την εμπορική επιχείρηση που οραματιζόταν. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πλευρά σ’ αυτές τις περιηγήσεις. Από τη μία μεριά είχε σκοπό να συναντήσει τον εκπρόσωπο του Λόρδου Έλγιν, έναν κάποιο Signore Luseri που είχε στην κατοχή του αυτά που τώρα ονομάζουμε Ελγίνεια Μάρμαρα. Ολόκληρη η συλλογή των αγαλμάτων, συσκευασμένων και έτοιμων να μεταφερθούν στην Αγγλία, κρατήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά αντί πληρωμής για την ετοιμασία και συσκευασία τους. Ο Λουζέρι δεν είχε μπορέσει να τακτοποιήσει τα χρεωστούμενα και απευθύνθηκε στον Γκαλτ για να τον συμβουλευτεί. Ο πρόγονος μου συμφώνησε να αναλάβει να παραδώσει τα μάρμαρα στη Μάλτα, με τη συμφωνία ότι εάν αναλάμβανε ο ίδιος τα έξοδα της μεταφοράς τους, η λεία θα ήταν δική του. Η ανάγκη για μη κοινοποίηση της είδησης και για μυστικότητα έθαψε αυτή την πληροφορία από το ταξιδιωτικό του βιβλίο, αλλά εμφανίζεται αργότερα (1833) στην αυτοβιογραφία του. «Μπροστά μου είχα την ευκαιρία», έγραψε, «να γίνουν δικά μου τα πιο εξαιρετικά λείψανα της τέχνης στον κόσμο κι αν τα πουλούσα στο Λονδίνο θα κέρδιζα μια ολόκληρη περιουσία. Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος». Έγραψε στους Μαλτέζους πράκτορές του δίνοντας εντολές να πληρώσουν τους λογαριασμούς και είχε ήδη στείλει το φορτίο στην Ύδρα από όπου ένα πολεμικό πλοίο θα το συνόδευε για προστασία στο πιο επικίνδυνο ταξίδι, προς τη Μάλτα. «Αλλά με την άφιξη του πλοίου εκεί, ο πράκτορας του Λόρδου πλήρωσε τους λογαριασμούς και η πατριωτική μου απληστία ματαιώθηκε. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι είχα την υποψία ότι αυτό θα συνέβαινε». Είναι λίγο απογοητευτικό το ότι ο Λόρδος έκλεψε τη φήμη και τη λεία του Γκαλτ τόσο γρήγορα στην ιστορία μας, αλλά δεν λυπάμαι καθόλου που τα μάρμαρα έχουν το όνομα του Έλγιν κι όχι το δικό μου. Δεν θα ’ταν καθόλου βολικό να ’χει κανείς εκείνα τα μάρμαρα να κρέμονται σαν βαρίδια γύρω απ’ το λαιμό του καθώς ταξιδεύει σ’ αυτή τη χώρα. Οι Έλληνες δεν συγχώρεσαν ποτέ τους Βρετανούς που άρπαξαν βιαστικά τον πιο πολύτιμο εθνικό θησαυρό τους. Λέγεται ότι η πρώτη επίσημη αίτηση που δέχεται ο εκάστοτε νέος Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα είναι η επιστροφή των μαρμάρων, και υποθέτω ότι οποιοσδήποτε σχετίζεται με την απαγωγή τους θεωρείται εδώ πειρατής. Ο ίδιος ο Γκαλτ γράφοντας για τον «πειρασμό» που ήταν τόσο μεγάλος είναι σαν να παραδέχεται ότι η αφαίρεση των μαρμάρων ήταν [από τότε] ηθικά διάτρητη.
Η περιπέτεια με τα μάρμαρα δεν έβγαλε σε τίποτα, υπήρχε ακόμη η πιθανότητα να παρακαμφθεί ο αποκλεισμός του Ναπολέοντα με μιαν εμπορική εταιρεία του Αιγαίου. Ο πρόγονος μου ήταν εντυπωσιασμένος με τη Μύκονο, τη θέση της και τους κατοίκους της, και διάλεξε να ιδρύσει την νέα του επιχείρηση εδώ.  «Στους τρόπους τους οι σημερινοί Μυκονιάτες θεωρούνται περισσότερο ευγενικοί και πιο ευρέων αντιλήψων από τους άλλους Έλληνες. Αυτό αποδίδεται στην επίδραση και στο παράδειγμα ενός Ρώσου ευγενή ο οποίος παρέμεινε εδώ ως Γενικός Πρόξενος πριν από [περίπου] 25 χρόνια με σκοπό να προωθήσει την υπόθεση και τα συμφέροντα της χώρας του ανάμεσα στους Έλληνες νησιώτες. Η σύζυγός του, μια γυναίκα από βενετσιάνικη αριστοκρατική γενιά, καθιέρωσε στο νησί χορούς και θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες είχαν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι κάτοικοι του νησιού πλην εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα». Για τον Ρώσο πρόξενο τίποτα άλλο δεν αναφέρεται στο βιβλίο του Γράμματα από την Ανατολή.
Ο Γκαλτ απόκτησε ένα κτήριο στη Μύκονο, το οποίο επρόκειτο να χρησιμοποιήσει σαν αποθήκη για την εμπορική εταιρεία του. Το κτήριο ήταν πρωτύτερα αρχηγείο για τη Ρωσική αποστολή. Το περιγράφει σύντομα: «Σε ένα σημείο της ξηράς κοντά στην πόλη στέκεται ένα ευρύχωρο μέγαρο, που ανεγέρθηκε από τον Κόμη Ορλώφ, και στη συνέχεια έγινε η κατοικία του Ρώσου γενικού πρόξενου… Έχω ακόμη στα χέρια μου το παραχωρητήριο συμβόλαιο του αρχοντικού αυτού προς εμένα από την κοινότητα.»
Εάν είχε διασωθεί, θα ήθελα να δω το κτήριο του Galt. Αυτό είναι μια επιθυμία ασήμαντη ίσως, αν και όλοι μας τέτοιες επιθυμίες τις παίρνομε κατά καιρούς στα σοβαρά. Εξετάζομε επιτύμβιες στήλες, φωτογραφικές πλάκες, οικογενειακά κειμήλια, και παλιά κτήρια, ψάχνοντας για κάποιο σημάδι του εαυτού μας, απόδειξη ότι η ζωή υπερφαλαγγίζει τα χρονικά όρια της ζωής κι αποτελεί απόδειξη ότι δεν γεννηθήκαμε χθες και δεν θα πεθάνομε αύριο. Κατά μία ευρεία έννοια η περιέργεια για την αρχαία και τη μεσαιωνική Ελλάδα είναι το ίδιο πράγμα.
Δεν είναι πολλές οι πληροφορίες από την περιγραφή της γεωφυσικής τοπογραφίας πάνω στις οποίες θα μπορούσα να στηριχτώ. Ο Γκαλτ γράφει στην Αυτοβιογραφία του: «Σε μιαν άκρη ξηράς κοντά στην πόλη υπάρχει ένα μεγάλο μέγαρο». Ωστόσο, σχεδόν σίγουρα, δεν θα υπήρχε περισσότερο από ένα σπίτι κτισμένο από τον κόμη Ορλώφ, ούτε περισσότερες από μια προξενικές κατοικίες για τον Ρώσο πρόξενο. Η Μεγάλη Αικατερίνη αφαίρεσε με τη βία τα προξενικά δικαιώματα από τους Τούρκους το 1774, αλλά ποτέ δεν εκμεταλλεύθηκε εξ ολοκλήρου αυτό το προνόμιο. Οι Ρώσοι πρόξενοι διορίζονταν στα νησιά κατά ακανόνιστα χρονικά διαστήματα και χωρίς σπουδαίους πόρους. Το καλύτερο που είχα, λοιπόν, να κάνω, αντί να ψάχνω για τις γεωφυσικές ομοιότητες που τόσο σύντομα περιγράφει ο Γκαλτ, ήταν να πάρω πληροφορίες για ένα σπίτι που κτίστηκε από Ρώσους.
Για την περίπτωση που το μέγαρο του Κόμη Ορλώφ θα ήταν ένα περίοπτο ορόσημο, διάθεσα μία μέρα κυκλοφορώντας μέσα στην πόλη, ανιχνεύοντας σημεία της ξηράς και ευρύχωρα σπίτια που να ταιριάζουν σε πρόξενο. Τίποτα προφανές δεν αποκαλύφθηκε από μόνο του. Αντί αυτού μια εικόνα με τα μοναδικά μοιρολόγια της Μυκόνου εμφανιζόταν συνεχώς μπροστά μου ανακαλώντας τις περιγραφές που άφησε ο πρόγονός μου και άλλοι. Ο Theodore Bent στο βιβλίο του Κυκλάδες, που εκδόθηκε το 1884 (το οποίο ίσως αποτελεί την καλύτερη παλιά ταξιδιωτική μαρτυρία γι’ αυτά τα νησιά[17]), έγραφε: «Παντού στις Κυκλάδες μάς είπαν ότι όταν έλθομε στη Μύκονο θα πρέπει να επιδιώξομε ν’ ακούσομε τα καλύτερα μοιρολόγια για τον νεκρό που υπάρχουν στην Ελλάδα κι ότι η άγονη Μύκονος είχε αυτήν –να μην αξιώνεται κανείς να τη ζηλέψει!– την ειδικότητα. Πουθενά αλλού, εκτός από εκεί,  δεν θα μπορούσαν οι θρηνούσες γυναίκες να μοιρολογούν πάνω από τον νεκρό με τόσο συνταρακτικά μοιρολόγια που σπαράζουν την καρδιά. Έτσι φτάσαμε στη Μύκονο με την ακλόνητη αποφασιστικότητα να περιμένομε μέχρι κάποιος να πεθάνει». Κάποιος όντως πέθανε, και ο Bent είδε και άκουσε τους εκπληκτικούς Μυκονιάτικους θρήνους. Τώρα, έναν αιώνα αργότερα, συνάντησα τυχαία μία ανοικτή είσοδο στην οποία καθότανε ένας παππάς έχοντας στο πλευρό του δύο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν μία ετοιμασία νεκρού, του οποίου το σώμα φαινόταν σε ένα δωμάτιο πίσω. Περνώντας και ξαναπερνώντας περίμενα να ακούσω τα υπέροχα μοιρολόγια, αλλά ακουγόταν μόνο ένας σιγανόφωνος λυγμός και πότε πότε κάποια πνιγμένα βογγητά. Πολύ αργά πλέον! Είχαν πια περάσει από εκείνη την εποχή χρόνια πολλά και γενιές ολόκληρες. Καμμιά σημασία δεν έχουν όλα αυτά τώρα. Ο καιρός περνά, οι συνήθειες κι οι τρόποι ζωής αλλάζουν, όλα τα πράγματα πεθαίνουν.
Δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγιος διδάσκαλος, κάποιος βιβλιοθηκάριος ή φιλαναγνώστης στο νησί, που θα ’ξερε ποιο ήταν το ρωσικό σπίτι. Στη βιβλιοθήκη μου έδειξαν ένα παλιό βιβλίο με φωτογραφίες του νησιού, ένα εκλεκτό έργο τέχνης, αλλά ούτε απ’ αυτό βρήκα απάντηση στην ερώτηση μου[18]. Στην τουριστική αστυνομία λοιπόν, όπου πήγα να εξηγήσω τα σχετικά με την έρευνα μου και να ζητήσω βοήθεια, με συμβούλευσαν ν’ αποτανθώ στον δήμαρχο.
Στον δεύτερο όροφο ενός ευρύχωρου παλαιού κτηρίου της παραλίας είναι εγκατεστημένα τα δημοτικά γραφεία της Μυκόνου. Ο δήμαρχος, o dthiemarkos, με δέχεται εγκάρδια στο μεγάλο παλιό δωμάτιο, καλά εξοπλισμένο με έπιπλα και καλοδιατηρημένο. Με βάζει σε μια άνετη καρέκλα απέναντι από το δημαρχιακό γραφείο και είναι έτοιμος να δεχτεί τις ερωτήσεις μου. Παρ’ όλο που ο περίγυρος είναι επίσημος, η συνέντευξή μας δεν είναι. Ο δήμαρχος είναι ντυμένος λίγο-πολύ σαν τους βαρκάρηδες του λιμανιού και η αυτοπεποίθησή του τον κάνει να ’ναι ήρεμος και χαλαρός. Μόνο ένα πράγμα με ενοχλεί σ’ αυτή τη συνάντηση. Πίσω από το δήμαρχο, στο πλευρό του στέκεται ένας αγροίκος χοντράθρωπος με σταυρωμένα χέρια. Οποτεδήποτε τα ελληνικά μου σκοντάφτουν, παρεμβαίνει επιθετικά, αναλαμβάνοντας το ρόλο του διερμηνέα για τον δήμαρχο κι ούτε που παίρνει χαμπάρι πως το πρόβλημα μου δεν είναι πρόβλημα κατανόησης αλλά έκφρασης χρησιμοποιώντας ο ίδιος ένα απερίγραπτο είδος της αγγλικής γλώσσας. Δεν έχω καταλάβει αν υπηρετεί ως βοηθός γραμματέα ή ως σωματοφύλακας ή σαν ένα είδος δαιμονικού επιτηρητή για λογαριασμό των συμφερόντων κάποιας αόρατης ομάδα. Παρά τις διακοπές του, εντούτοις, ο δήμαρχος και εγώ συνεχίζομε την κουβέντα μας καταλαβαίνοντας ο ένας τον άλλον.
–Αυτός ο πρό-προπάππος μου, του εξηγώ μετά από μια μακριά και συνεχώς διακοπτόμενη εισαγωγή, απόκτησε ένα κτήριο εδώ στη Μύκονο. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι, που χτίστηκε αρχικά για τους Ρώσους πρόξενους.
–Ναι, παρεμβαίνει, ο άξεστος στα ελληνικά. Οι Ρώσοι κατέλαβαν πολλά από αυτά τα νησιά από τους Τούρκους και τα κράτησαν για πολλά χρόνια.
 Ο κολαούζος του δημάρχου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας ειδικός στην τοπική ιστορία, μόνο που τα δεδομένα του ήταν διαστρεβλωμένα. Είναι αλήθεια ότι οι Ρώσοι είχαν τον στρατιωτικό έλεγχο σε κάποια από αυτά τα νησιά του Αιγαίου ανάμεσα στο 1770 και το 1774, αλλά ποτέ πραγματικά δεν τα αποίκισαν.
Ο δήμαρχος χαμογελά.
–Ο προ-προπάππους σας αγόρασε πράγματι αυτό το κτήριο;, ρωτάει προφανώς με δυσπιστία.
Αυτός και η «σκιά» του διασκέπτονται για μια στιγμή και μετά φωνάζουν μια γραμματέα από το, προθάλαμο. Εμφανίζεται μ’ ένα έγγραφο που και οι τρεις τους το εξετάζουν με προσοχή, φτάνοντας επιτέλους στο αμοιβαίο συμπέρασμα:
Αυτό είναι το κτήριο, αναγγέλλει ο δήμαρχος.
Αυτό εδώ;
 Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω.
Αυτό ακριβώς το κτήριο, επαναλαμβάνει με έμφαση, δείχνοντας με το χέρι το δωμάτιο.
–Το κτήριο στο οποίο καθόμαστε τώρα. Ήταν το σπίτι των Ρώσων προξένων. Δεν υπάρχει άλλο. Είναι βέβαιο ότι πρέπει να ’ναι αυτό το κτήριο.
«Οι κάτοικοι της Μυκόνου», έγραψε ο Τζον Γκαλτ, «στην Καντζιλλαρία [ = ένα είδος κυβερνείου-δικαστηρίου], έχουν συγχρόνως συμβολαιογραφικό αρχείο, όπου καταγράφονται και αρχειοθετούνται οι ακίνητες περιουσίες των κατοίκων του νησιού επί πολλές εκατοντάδες χρόνια τώρα».
Σκέφτομαι να ρίξω μια ματιά σ’ αυτόν το κατάλογο ιδιοκτησιών, να δω εάν επιβεβαιώνει το συλλογισμό του δημάρχου [ότι αυτό το κτήριο της δημαρχίας είναι που αγόρασε ο προ-προπάππους μου]. Τον ρωτάω πού είναι. Ανασηκώνει τους ώμους του, σαν να μου λέει πως δεν τον πιστεύω, αλλά τηλεφωνεί στον υπεύθυνο υπάλληλο, δίνοντας μια εξήγηση που δεν την πολυκαταλαβαίνω, και μετά μου λέει ότι αυτή τη στιγμή είναι πολύ απασχολημένοι στο συμβολαιογραφείο, αλλά αν μπορούσα να περιμένω μιά-δυο μέρες… Ήδη μια αμηχανία αρχίζει να υφέρπει στη συζήτησή μας. Αρχίζω μόλις να καταλαβαίνω ότι νομίζουν πως εγώ διανοούμαι να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου επί της περιουσίας του προ-προπάππου μου κραδαίνοντας μια φυλαγμένη κιτρινισμένη συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας ύστερα από τόσα χρόνια και ζαμάνια!
Then birazei,’ λέω. Δεν έχει σημασία. Και προσθέτω:
–Είμαι ευχαριστημένος που βρήκα το σπίτι.
Ο δήμαρχος χαμογελά ανακουφισμένος και χωρίζομε φιλικά.
Ξανά στον Γιαλό, περιεργάζομαι με προσοχή το κτήριο. Από κάτω, στο ισόγειο, είναι ένα καφενείο-μια ταβέρνα όπου είχα γευματίσει μερικές φορές, και πλάι στη ταβέρνα, ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο. Αν εξαιρέσεις λίγα από τα καινούργια ξενοδοχεία, αυτό το παλιό μέγαρο φαίνεται να είναι το πιο ευρύχωρο κτήριο της πόλης. Μέσες-άκρες ταιριάζει με την ασαφή περιγραφή του Γκαλτ. Δεν υπάρχει λόγος που θα ’πρεπε να ταιριάζει ακριβώς, μιας κι όταν το περιέγραψε είχαν περάσει είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια από τότε που το είχε δει, η χρονική δηλαδή απόσταση ανάμεσα στο ταξίδι του στην Ελλάδα και τη Μύκονο το 1810 και στο χρόνο της σύνταξης της αυτοβιογραφίας του το 1833. Βλέπω τώρα στην είσοδό του μια φθαρμένη από τα χρόνια πλάκα, που αναφέρει ότι το σπίτι είχε ανεγερθεί από τους Ρώσους πρόξενους και «επισκευαστεί από τον δραστήριο δήμαρχο[19]» της Μυκόνου το 1922. Σίγουρα αυτό είναι το κομμάτι της ακίνητης περιουσίας πάνω στο οποίο ποντάρισε τα καταδικασμένα εμπορικά του όνειρα ο προ-προπαππούς μου Τζον Γκαλτ. Είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, η θεωρία ότι θα μπορούσα να εγείρω κάποια νόμιμη αξίωση πάνω σ’ αυτήν την περιουσία. Ο δήμαρχος προς στιγμή φοβήθηκε, καθώς πέρασε ίσως απ’ το μυαλό του η ίδια φευγαλέα σκέψη. Αλλά η απάντηση πραγματικά δεν έχει σημασία. Μόνο ένας μουρλός από την απληστία ή την προγονική λατρεία άνθρωπος θα επιχειρούσε ν’ αρπάξει από μια φούχτα Έλληνες νησιώτες το δημαρχείο τους. Φανταστείτε μόνο τη λύσσα και την παραφορά ενός τέτοιου κηρυγμένου πολέμου! Φανταστείτε την εμπάθεια και τ’ αντίποινά του! Πολλά φανταστικά σενάρια θα μπορούσαν να συνοδέψουν αυτήν την υποθετική διεκδίκηση, και κλωθογυρίζω στο μυαλό μου την όλη ιστορία γαρνίροντάς την με κάθε είδους λεπτομέρειες. Αν μη τι άλλο αυτή η προκλητική ανίχνευση του παρελθόντος είναι στο κάτω κάτω και άσκηση της φαντασίας. Κι έχω όλη μου την άνεση επιστρατεύοντας τη φαντασία μου να την παρατείνω όσο τραβά η καρδούλα μου καθώς είμαι αναπαυτικά καθισμένος στο καφενείο του ισογείου αυτού του καθόλου φανταστικού, αλλά καθ’ όλα πραγματικού μεγάρου, όπου μια φορά κι έναν καιρό ο Τζον Γκαλτ σχεδίαζε να διαχειριστεί και να εκμεταλλευτεί εμπορικά τον αποκλεισμό του Ναπολέοντα.

Δυο μέρες τώρα ο αγέρας και η βροχή κάνουν τη θάλασσα να βγάζει φίδια και κατόπιν ο καιρός κοπάζει λιγάκι. Επιτέλους το καΐκι θα μας πάει σήμερα ώς τη Δήλο. Αρκετοί επιβάτες περιμένουν και το λιμεναρχείο έδωσε την έγκρισή του.
Η μεγάλη φουσκοθαλασσιά που άφησε πίσω της η καταιγίδα μάς κλυδωνίζει πέρα ’δώθε, ψεκάζοντας με κύματα αλατόνερου όλο το μήκος του καταστρώματος μαζί και τους επιβάτες. Αυτός ο άγριος κλυδωνισμός μάς αναγκάζει ν’ αρπαχτούμε γερά από τα σίδερα της κουπαστής, κάποιοι άλλοι κατάχλωμοι ξερνοβολούν. Αυτό το μπουγάζι είναι περιώνυμο για τα άγρια νερά του, ωστόσο αμέτρητοι ταξιδιώτες το περνούν καθημερινά. Στην άλλη μεριά βρίσκεται η Δήλος, το ιερό νησί των αρχαίων Ελλήνων, κάποτε το θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο του αιγαιακού πολιτισμού και τώρα αρχαιολογικός χώρος […].
Εκτός από το φάντασμα του Πυθαγόρα, του μάγου-φιλόσοφου του 6ου π.Χ. αιώνα, που λέγεται πως είχε έλθει συμβατικά ευσεβής προσκυνητής[20] στη Δήλο, πολύ θα το ήθελα να κουβέντιαζα και μ’ εκείνο το άλλο φάντασμα, τον Τζον Γκαλτ· τα λόγια του δεύτερου που επέζησαν [εν αντιθέσει μ’ εκείνα του Πυθαγόρα] είναι τόσο πολλά ώστε δεν έχω καταφέρει να τα διαβάσω όλα. Και τα δύο φαντάσματα ταξίδεψαν σιωπηλά μαζί μου για τόσο πολύ καιρό που θα ’θελα να βγουν από τις σκιές για μια στιγμή και να μου πουν πώς τα πάω. Πάντα κρίνουμε το παρελθόν. Πότε πότε στεκόμαστε για λίγο κι αναρωτιόμαστε πώς αυτό μπορεί να κρίνει εμάς.
Ο πρόγονός μου δεν μου προκαλεί και πολύ σεβασμό, αλλά οπωσδήποτε θαυμάζω τα κατορθώματά του, κι ίσως τις λογοτεχνικές του δάφνες. Ο Πυθαγόρας, με την ευρύτητα του νοός του, ταξίδεψε από το κέντρο της γης μέχρι τα πιο μακρινά αστέρια και ξανά πίσω στην καρποφόρα Σάμο, χαράσσοντας μαγικά τρίγωνα στον ουρανό. Τα ταξίδια του Τζον Γκαλτ ήταν πιο εγκόσμια, περισσότερο χειροπιαστά, σαν τα δικά μου, αν κι αυτός βρέθηκε αντιμέτωπος με σκηνές στις οποίες εγώ ποτέ δεν θα παραστώ μάρτυρας. Ταξίδεψε μέσα σε κακουχίες που ποτέ δεν πρόκειται να υποστώ, μέσα σε τεράστιες δυσχέρειες, όπως τον πόλεμο του Ναπολέοντα, τους δολοφόνους πειρατές της Μεσογείου, τις αβεβαιότητες και τα καπρίτσια του καιρού όταν ταξιδεύει κανείς με ιστιοφόρα. Μια φορά, ενώ κοιμόταν κάτω από ένα δέντρο, ανατολίτες ληστές έκλεψαν απ’ αυτόν και την ομάδα του τον πολύτιμο εξοπλισμό τους, μαζί κι ένα άλογο. Εκείνες οι εποχές ήταν στην Ανατολή χωρίς νόμους, χωρίς ασφάλεια – πενήντα χρόνια αργότερα μια ομάδα Βρετανών ταξιδευτών συνελήφθη από ληστές για λύτρα και τελικά σφαγιάστηκε. Ο Γκαλτ δεν ήταν πάντα παρατηρητής όπως θα τον ήθελε ο σημερινός αναγνώστης, είχε όμως το θάρρος να ταξιδέψει και τη φιλόπονη προθυμία να καταγράψει όσα είδε και έπαθε. Ακόμη και στη σημερινή εποχή που η απόσταση από νησί σε νησί δεν είναι παρά ένα πήδημα με χόβερκραφτ, με τις άμεσες τηλεπικοινωνίες να παρέχουν ασφάλεια, το αργό διά θαλάσσης ταξίδι του Γκαλτ και οι μακροσκελείς, οι χωρίς καμμιά βιασύνη επιστολές του στην πατρίδα, αξίζουν να μνημονεύονται και να διαβάζονται.
Εδώ στο υπέρτατο σημείο της Δήλου, ενώ μπορώ να φανταστώ λίγα λόγια αποχαιρετισμού από τον Πυθαγόρα, δεν μπορώ να δω τον πρόγονό μου πουθενά. Ο Γκαλτ, όπως παραδέχεται στο βιβλίο του, δεν άντεχε την ερημιά και την απομόνωση, και δεν τον ενθουσίαζαν τα αρχαία ερείπια. Αν και είχε στραμμένα τ’ αφτιά του στην Ιστορία, ήταν εντούτοις πάνω από όλα ένας άνθρωπος του καιρού του, ένας πιστός οπαδός της επιστήμης, της ανάπτυξης του εμπορίου, της υλικής προόδου. Το παρελθόν γι’ αυτόν ήταν κάτι που έπρεπε να ξεπεραστεί. Ο Πυθαγόρας, από την άλλη, θα αισθανόταν ισχυρή έλξη για αυτό το εγκαταλελειμμένο νησί, και για όλους τους άλλους άδειους χώρους που ο ελληνικός χρόνος μάς έδωσε. Είναι εδώ τώρα για να σπάσει τη σιωπή, ντυμένος με τον άσπρο, κυματιστό χιτώνα των αρχαίων Ελλήνων ιερέων, με σάρκα και με οστά, αλλά ταυτόχρονα χωρίς πρόσωπο.
         –Είναι όπως τα προέβλεψα, συλλογίζεται, γυρίζοντας το βλέμμα προς τα κάτω, στις εκτάσεις του μεγαλείου των σπασμένων μαρμάρων. Τα βροντερά βήματα του χρόνου όλα σταμάτησαν νεκρά πάνω στα ίδια τα μονοπάτια τους.
Εύκολα μπορούμε να δούμε ολόκληρη τη Δήλο από εκεί όπου στεκόμαστε.
–Ο κόσμος είναι ένα μουσικό κουτί, συνεχίζει. Ο καθένας από εμάς γυρνάει το κλειδί του δικού του καιρού και δαμάζει τη σιωπή. Πάντα η μουσική παίζει. Μπορείτε και τώρα να την ακούσετε, ακόμη και στη Δήλο μετά από εφτά ολόκληρους κύκλους ολιγωρίας κι αφροντισιάς.
Έχω ξεχάσει τι σημαίνει ο αριθμός εφτά, αλλά δεν πειράζει. Η πραγματικότητα μέσω των αριθμών δεν είναι το δικό μου παιχνίδι. Αλλά ακούω τον αέρα να σφυρίζει γύρω από αυτό το λόφο  και τον αιώνιο ρυθμό της θάλασσας της Δήλου πιο κάτω.
         –Η γη παντρεύεται τον ίδιο τον εαυτό της, κανοναρχεί η φωνή του καθώς ξεθωριάζει σιγά σιγά. Η γη αυτοταριχεύεται. Η γη ξαναγεννιέται.
         Πάει, έφυγε αφήνοντας μια αίσθηση Πυθαγόρειου απείρου κλειδωμένου μέσα σ’ όλες τούτες τις αρχαίες πέτρες. Μια μεγάλη πόλη γίνεται ερείπια, αλλά τα ερείπια διαρκούν για πάντα. Ή μήπως η θάλασσα θα ψηλώσει κάποιον χειμώνα και θα καταπιεί τη Δήλο, αλέθοντας τους διάδρομους του ραγισμένου μεγαλείου, κάνοντάς τους ψιλούς ψιλούς κόκκους λευκής άμμου; Η γη ταριχεύει τον εαυτό της, ωστόσο το ιερό νησί μαρτυρεί τους αιώνες μιας άσβηστης ζωής. Ακόμα κι εδώ στη Δήλο η γη σκοπεύει να ξαναγεννηθεί.
(1980)

Απόδοση στα ελληνικά: Β. Πετρίδου-Νάζου & Π. Κουσαθανάς)



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Βλ. T. J. Bent, The Cyclades, or Life among the Insular Greeks (London 1885), New and enlarged edition including an introduction to Cycladic archaeology and folklore, bibliography, appendices and index by Al. N. Oikonomides, Argonaut, Chicago 1965· η επιλογή της βιβλιογραφίας για τις Κυκλάδες βρίσκεται στις σσ. 533-560· επίσης μεταφρασμένο στα ελλην. το απόσπασμα για τα μοιρολόγια της Μυκόνου στα φφ. 306-309, 1973 της εφημ. Νέα Μύκονος· τέλος, βλ. Παν. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Β΄, ό.π., 7. I., σσ. 155-160. Χαριτωμένος εδώ, αλλά καθόλου κολακευτικός, ο υπαινιγμός του Γκαλτ, που στηρίζεται στην κοινά αποδεκτή της εποχής άποψη περί ποιητριών γενικώς.
[2] Το αρχοντικό, ακριβώς έξω από τα τείχη του μεσαιωνικού Κάστρου, είχε χτίσει ο Αντώνιος Ψαρ(ρ)ός και το είχε επισκευάσει, επεκτείνει και καλλωπίσει ο Κόμης Ιωάννης Βόινοβιτς [βλ. παραπάνω].
[3] Βλ. Μ.Χ. Βενιέρης, Ο Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός, Πλωτάρχης του Β. Ρωσσικού Ναυτικού και αθλητής επί της Εθνικής ημών Παλιγγενεσίας, 1770, Εκ της Τυπογραφίας Ρ. Πρίντεζη, Εν Ερμουπόλει Σύρου 1882.
[4] Χαρακτηριστικότερες ίσως από τις αρχαίες πηγές για τη βιαιότητα του βοριά στον Τσικνιά  (Γυρέες Άκρες) είναι η περίφημη σωζόμενη ιαμβική αποστροφή του Αρχίλοχου (7ος π.Χ. αι.) προς τον φίλο του Γλαύκο: «Γλαύχ’, όρα· βαθύς γαρ ήδη κύμασιν ταράσσεται πόντος…» (απόσπ. 103), καθώς και η περιγραφή του Λυκόφρονα στην Αλεξάνδρα ή Κασσάνδρα του: «Τον δ’ οια δύπτην κηρύλον διά στενού αυλώνος…» (στ. 387-402· βλ. έκδ. Harvard / Heinemann, Translated by A.W. Mair, London 1977).
[5] Τζιάκομο είναι ασφαλώς το ιταλοποιημένο ισοδύναμο του Γιακουμή, του Έλληνα διερμηνέα που είχε προσλάβει ο Γκαλτ στο ταξίδι στο Αρχιπέλαγος το 1810 και τον οποίο περιγράφει σαν τον Σάντσο Πάντσα, τον ιπποκόμο του Δον Κιχώτη: «με τρομερές φαβορίτες, μάτια πάπιας γεμάτα αφέλεια, ωστόσο με τρομερή όψη και με ανάλογη προϋπηρεσία κοντά και σε άλλους Άγγλους περιηγητές»· βλ. J. Galt, Letters from the Levant, ό.π., σσ. 2-3 κ.α.
[6] Η σπετσιώτικη πολάκα (τρίστηλο εμπορικό ιστιοφόρο εξοπλισμένο με κανόνια), που είχε μισθώσει ο Γκαλτ για να κάνει το ταξίδι του στο Αρχιπέλαγος, πρέπει να αγκυροβόλησε σε κάποιαν από τις κοντινότερες προς την Ανωμερά νοτιανατολικές αμμώδεις ακτές της Μυκόνου (Ελιά, Καλό Λιβάδι, Αγία Άννα στα Διβούνια, Καλαφάτης, Λϋ’ά, του ’Σαγκάρη ή του Φραγκιά, με πιθανότερες μάλλον τις τέσσερεις-πέντε πρώτες). Το πλεούμενο «ήταν εξοπλισμένο, είχε πλήρωμα 36 άνδρες, την εικόνα μιας Παναγιάς μέσα στην καμπίνα κι ένα καντήλι που έκαιγε αδιάκοπα μπροστά της: άρα όλοι μας στο σκάφος ήμασταν πλήρως προστατευμένοι από κάθε κίνδυνο», λέει ειρωνικά ο Γκαλτ (βλ. J. Galt, Letters from the Levant, ό.π., σσ. 2-3).
[7] Ενθυμούμαι την παλιά πύλη του Μοναστηριού της Τουρλιανής που περιγράφεται εδώ από τον Ιωάννη Γκαλτ, κι αυτό όχι γιατί είμαι… συνομίληκός του, αλλά γιατί δεν έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε που η αυθεντική πύλη αντί, δυστυχώς, να επιδιορθωθεί προσεκτικά από ειδικούς τεχνίτες με την επίβλεψη ειδημόνων στα σημεία όπου πράγματι είχε υποστεί φθορές εξαιτίας της παλαιότητας και των περιπετειών της, αντικαταστάθηκε από μια ρέπλικα, μια ελαφρότερη κατασκευή-απομίμηση της παλιάς. Τότε, λόγω της κατακραυγής των Ανωμεριτών, που κινούμενοι από σεβασμό στο Μοναστήρι της Τουρλιανής, κέντρο και καρδιά του χωριού τους, διαμαρτυρήθηκαν, όπως το συνήθιζαν και εναντίον κάθε παράνομης ενέργειας για απεμπόληση ή πώληση της τεράστιας περιουσίας του μοναστηριού από το ιερατείο της Μονής ή από την κεφαλή του, που είναι  ο εκάστοτε εδρεύων στην Ερμούπολη της Σύρου δεσπότης. Κατόπιν του σάλου που προκλήθηκε τότε, βρέθηκε, ως συνήθως, μια σολομώντεια λύση κι η παμπάλαιη, αυθεντική πύλη, ένα κατασκευαστικό αξιοπερίεργο φτειαγμένο κυρίως από σίδερα και φίδες ( = ξύλο κέδρου, που είναι εξίσου ανθεκτικό με το σίδερο), με τη γύφτικη κατίνα της ( = κλειδαριά) και με το τεράστιο κλειδί της φυλάχτηκε τότε στο μουσείο του μοναστηριού ως έκθεμα και κειμήλιο της ιστορίας του. Αγνοώ εάν εξακολουθεί να φυλάγεται έως σήμερα. Θα είναι κρίμα εάν η άγνοια και η ασέβεια προς την ιστορία του χώρου, τα συνηθισμένα δηλαδή επακόλουθα της απληστίας και της αγραμματοσυνης, την έχει εναποθέσει σε καμμιά χωματερή. Πολύ θα χαιρόμουν αν μάθαινα ότι σώζεται και εκτίθεται έως σήμερα.
[8] Υποθέτω ότι πρόκειται για τον παππού μιας άλλης γνωστής στη Σκωτία ιστορικής φυσιογνωμίας, του επίσης διακεκριμένου γιατρού William Henry Duncan, ο οποίος τελευταίος γεννήθηκε στο Liverpool από Σκωτσέζους γονείς το 1805 και πέθανε το 1863. Το Duncan τυπικό σκωτσέζικο όνομα (πβ. τον βασιλιά της Σκωτίας στον Macbeth).
[9] Ο αριθμός 365 για τις εκκλησιές και τα ξωκκλήσια της Μυκόνου ήταν επί χρόνια ο ιερός αριθμός, που χρησιμοποιούνταν ως απάντηση, όταν κανείς ερωτούσε για τον ακριβή αριθμό τους στο νησί. Στην ασεβέστερη εποχή μας φαίνεται ότι έχομε ανάγκη από περισσότερες εκκλησίες για τη διάσωση της ψυχής μας, οπότε αυτές εχουν προ πολλού υπερβεί τις 1.000! Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει στον Σκωτσέζο περιηγητή, το ποσόν των χρημάτων που θα έχει δαπανηθεί για την ανέγερσή τους. Άλλωστε, τι είδος Σκωτσέζος θα ήταν, αν δεν συνέβαινε αυτό;
[10] Το εντυπωσιακό Ναυτικό Νοσοκομείο του Γκρίν(ου)ιτς στη Ν. όχθη του Τάμεση στο Λονδίνο, μπροστά από το περίφημο Αστεροσκοπείο, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Christopher Wren, χτίστηκε από το 1696 ώς το 1712 και λειτούργησε ως νοσοκομείο μέχρι το 1869. Από το 1873 ώς το 1998 στέγασε το Royal Naval College. Σήμερα, το κτήριο έχει «αναστηθεί» και σφύζει από ζωή όντας επισκέψιμο  και αποτελώντας κέντρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις και χώρο αναψυχής. Λόγω της ιστορικής και της αρχιτεκτονική του αξίας έχει κηρυχτεί μαζί με τα υπόλοιπα γειτνιάζοντα κτήρια της περιοχής ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
[11] Πολλές πηγές για την εκπαίδευση στην Τουρκοκρατούμενη  Μύκονο θα βρει ο φιλέρευνος ανανώστης στον «Βιβιογραφικό Οδηγό για τη Μύκονο», βλ. Παν. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Ε΄, ό.π..
[12] «Το μαντικόν γαρ παν φιλάργυρον γένος», έχει πει ευθύβολα χιλιάδες χρόνια πριν ο Σοφοκλής (Αντιγόνη, στ. 1055) και επαληθεύεται πανηγυρικότατα σήμερα· θα ’ταν, λοιπόν, σπάνιο και περίεργο ν’ αποτελεί εξαίρεση ο δέσποτας του 1810.
[13] Ο δοξαστικός τριμερής κανόνας «Non nobis» αποτελεί τη μεταγραφή στα Λατινικά της αρχής του Δαβικού Ψαλμού 115 κατά την εβραϊκή αρίθμηση (ή 113. στ. 9, κατά τη δική μας): «Μη ημίν, Kύριε, μη ημίν, αλλ’ ή τω ονόματί σου δος δόξαν…» («Non nobis, non nobis, Domine, sed nomini tuo da gloriam…», «Όχι εμάς, Κύριε, όχι εμάς, αλλά το όνομά σου δόξασε…»), που ψαλλόταν ως νικητήριος και ευχαριστήριος προς τον Θεό ύμνος. Κατά την παράδοση εψάλη μαζί με το «Te Deum» για πρώτη φορά αμέσως μετά τη νικηφόρο για τους Άγγλους  έκβαση της περίφημης κατά των Γάλλων μάχης στο Azincourt (1415) στη διάρκεια του πολυαίμακτου Εκατονταετούς Πολέμου, όπου κατά την τελευταία φάση του μεγαλούργησε κι η περίφημη Jeanne dArc (1412-1431) (βλ. και W. Shakespeare, Henry V., πρ. 4, σκ. VIII., στ. 120). Στην περίπτωση που περιγράφει εδώ ο Ι. Γκαλτ  φαίνεται πιθανό  πως ψάλθηκε ό,τι ακόμη συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις γλεντιού και γενικής ευεξίας, όταν, εντός των επιτρεπτών πάντοτε ορίων της ευπρέπειας και του σεβασμού, ανακατεύεται το ιερό με το ανίερο –όπως είχα κι εγώ συχνά την ευκαιρία να  εξακριβώσω με τα ίδια μου τ’ αφτιά–, εννοώ ο επιβλητικός εσπερινός  ύμνος «Φως ιλαρόν αγίας δόξης …»! Όσο για το δεύτερο «Non nobis» που αναφέρεται από τον Ι. Γκαλτ παρακάτω κατά τη χειροτονία του παππά, μάλλον πρόκειται για κάποιον άλλο από τους ευχαριστήριους ύμνους που ψάλλονται κατά το τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας σε παρόμοιες ακολουθίες. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ύμνος «Non nobis», με τη μορφή του «κανόνα», έχει μια μακριά και ενδιαφέρουσα πορεία στην εκκλησιαστική μουσική.
[14] Oliver Goldsmith (1728;-1774), Αγγλοϊρλανδός γιατρός και συγγραφέας, γνωστός κυρίως για το μυθιστόρημά του  The Vicar of Wakefield και για τον ανάποδο και αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του, που τον οδήγησε πρόωρα στον τάφο. Εκτός των άλλων έγραψε θεατρικά έργα, οι δε ιστορίες του για την Αγγλία, την αρχαία Ρώμη και την αρχαία Ελλάδα (δίτομη) σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και αριθμούν μέχρι σήμερα πολλές εκδόσεις, αρκετές από τις οποίες συντομευμμένες για σχολική χρήση. Μια από τις εκδόσεις της Ιστορίας της [Αρχαίας] Ελλάδος που έγινε την εποχή του J. Galt ήταν η εξής: The History of Greece, A new edition with corrections, improvements and the addition of many important notes by the Rev. G. N. Wright, A. M., Illustrated by a map of Ancient Greece, Dublin: John Cumming, 16, Lower Ormond-Quay, 1821.
[15] Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για το συνθεμένο στην κρητική διάλεκτο βουκολικό ποίημα Η Βοσκοπούλα, έργο ανωνύμου συγγραφέα που προτού εκδοθεί δι’ εξόδων του Κρητικού Νικολάου Δρυμητινού το1627 στη Βενετία, είχε ήδη γίνει δημοφιλέστατο, είχε αγαπηθεί και τραγουδηθεί κυκλοφορώντας σε χειρόγραφα. Από τη γλώσσα και άλλες πληροφορίες συμπεραίνομε ότι πρέπει να είχε συντεθεί αρκετά χρόνια πριν από την πρώτη του έκδοση. Απόδειξη της δημοφιλίας του έργου ανά το πανελλήνιο είναι και η σύνθεση του δικού μας βουκολικού ειδυλλίου Η Βοσκοπούλα του Αιγαίου Πελάγους (1838) από τον Θεόδώρο Ι. Γρυπάρη (1804-περ. 1860· βλ. Π. Κουσαθανάς, «Οι πνευματικές μορφές της Μυκόνου» στα Παραμιλητά Δ΄, ό. π., .).
[16] Το βουκολικό δράμα The Good Shepherd [O Καλός [Ευγενικός ή Καλόκαρδος] ΒοσκόςO Καλός Ποιμήν)] του Σκωτσέζου ποιητή Allan Ramsay (1686-1758) πρωτοεκδόθηκε το 1725. Ξεχώρισε για τις πετυχημένες περιγραφές και τον απολαυστικό τρόπο καταγραφής των ηθών της υπαίθρου προαναγγέλλοντας προδρομικά το σχετικό λογοτεχνικό ρεύμα που θα εμφανιστεί αργότερα με τη γέννηση του νεοκλασικισμού. Το ποιητικό δράμα του Ramsay είχε μεγάλη απήχηση στα λαϊκά κυρίως στρώματα σημειώνοντας πολυάριθμες εκδόσεις.
[17] Βλ. T.J. Bent , The Cyclades, or Life among the Insular Greeks, London 1885 (και New and enlarged edition including an introduction to Cycladic archaeology and folklore, bibliography, appendices and index by Al. N. Oikonomides, Argonaut, Chicago 1965· η επιλογή της βιβλιογραφίας για τις Κυκλάδες στις σσ. 533-560· επίσης μεταφρασμένο στα ελλην. το απόσπασμα για τα μοιρολόγια της Μυκόνου στα φφ. 306-309, 1973 της εφημ. Νέα Μύκονος·βλ. και Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Β΄, ό.π., 7.).
[18] Πρόκειται για το λεύκωμα του 1901, το φτειαγμένο από τον αρχαιολόγο Δημήτριο Σταυρόπουλλο (1872-1919· γι’ αυτόν βλ. α. Π. Χατζηδάκης, «Δημήτριος Σπυρίδωνος Σταυρόπουλλος, la vita breve», Ημερολόγιο 2000, Δήμος Μυκόνου 2000 (όπου και κείμενο του Μ. Ασημομύτη-Στάη για το φωτογραφικό λεύκωμα του 1901 από τον Δ. Σ. Σταυρόπουλλο), και β. Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Α΄, ό.π., σσ. 164, 175 & Β΄, ό.π., σ. 15). Ένα από τα πρωτότυπά του ο αναγνώστης μπορεί να δει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυκόνου. Η πολύτιμη αυτή σειρά των φωτογραφιών έχει αναδημοσιευθεί στο Π. Κουσαθανάς, Ενθύμιον Μυκόνου (1885-1985), Σχόλια σε φωτογραφίες, τ. Α΄ & Β΄, Ι.Τ.Ε., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998, τ. Α΄, σσ. 55-65. Στις πολύτιμες φωτογραφίες του, που είχε την πρόνοια να τραβήξει ο σοφός αρχαιολόγος, ο μοναδικός ίσως τότε που διέθετε λόγω του επαγγέλματός του φωτογραφική μηχανή, έχει μόλις γίνει η πρώτη πλακόστρωση του αμμώδους Γιαλού και της πλατείας της Τούμπας (σημερινή Πλατεία Μαντώς) κι έχει. Θα επακολουθήσουν κι άλλες πλακοστρώσεις πάντοτε σε σμίκρυνση και ζημιά της άμμου που είχε απομείνει, με μεγαλύτερη εκείνη προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν το αδηφάγο τέρας του τουρισμού απαιτούσε όλο και μεγαλύτερες θυσίες. Τι να πούμε για τις σημερινές «θυσίες»; Δυστυχώς, μαζί με όλα εκείνα τα πρώτα «συγυρίσματα» και «νοικοκυρέματα» που έγιναν επί δημαρχίας του Ζαννή Πιταράκη (1895-1899), αλλά κυρίως του Μιχαήλ Λορέντζου Καμπάνη (1899-1903), ισοπεδώθηκε και το κομψό γεφυράκι στο Αϊ-Νικολάκι της Καδένας, προφανώς για να μεγαλώσει ο χώρος μπροστά από τη Δημαρχία και να γίνει ευκολότερη η πρόσβαση από τον Γιαλό στον Παλιό Μόλο. Γύρω στο 1910 θα «ανακαινισθεί εκ βάθρων» και το εκκλησιδάκι από τον συνονόματο γείτονα του Αγίου, τον περίφημο καφενε’ζή του Γιαλού με τα «εξαίρετα» αμυγδαλωτά Νικόλαο Φούσκη (ή «Φώσκη» κατά τον καθαρεύοντα φιλόλογο Μιχαήλ Χ. Βενιέρη· βλ. Π. Κουσαθανάς, «Περιήγησις ανά την Μύκονον κατά το 1903 υπό του καθηγητού Μ.Χ. Βενιέρη», Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .).
[19] Αναφέρεται στον δήμαρχο Κουζή Δ. Γεωργούλη (1887-1964) κατά την περίοδο της πρώτης εκλογής του. Επακολούθησαν επανειλημμένες εκλογές του με αποτέλεσμα να δημαρχεύσει επί σχεδόν σαράντα χρόνια αποτελώντας δακτυλοδεικτούμενο φαινόμενο όχι μόνο στην ιστορία του νησιού αλλά και όλης της επικράτειας [βλ. Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Α΄, 14., σσ. 149-150 κ.α.]!
[20] Φημολογείται ότι ο Πυθαγόρας ο Σάμιος (572-500 π.Χ.), μέγας μαθηματικός και προσωκρατικός φιλόσοφος, είχε έλθει στη Δήλο ουσιαστικά για να περιθάλψει τον ετοιμοθάνατο δάσκαλό του Φερεκύδη τον Σύρο (βλ. G.S. Kirk & J.E. Raven, The Presocratic Philosophers, Cambridge, At the University Press 1957 (1964), σσ. 52-54.



ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ

Εν κατακλείδι αναδημοσιεύω ένα περιστασιακό περί του Παλιόκαστρου άρθρο μου πρωτοδημοσιευμένο στη εφημ. Η Μυκονιάτικη (φ. 100 (1997), σ. 5). Ο σημερινός  (2010) απολογισμός για το Παλιόκαστρο, το μοναστήρι των καλογραιών το οποίο περιέγραψε στα 1810 ο Ιωάννης Γκαλτ, είναι, δυστυχώς, αποκαρδιωτικός: έχομε ζήσει  εκεί στιγμές χαρακτηριστικότερες ακόμη και από τις περιγραφόμενες από τον Ιωάννη Γκαλτ στα 1810! Φαίνεται ότι κανέναν δεν φέρνουν στο φιλότιμο τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα άρθρα για τον οφειλόμενο προς αυτό σεβασμό και τη διάσωσή του. Η αδιαφορία, η ανευθυνότητα και η ασχετοσύνη έχουν υπερφορτώσει το αρχιτεκτονικό αυτό κυκλαδίτικο κομψοτέχνημα με κακόγουστες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις και καλλιτεχνικές ασχήμιες, μ’ επιστέγασμα την τελευταία «ζωγραφική» παρέμβαση με εκτοπλασματικά ανθέμια και άκανθες σε κάθε σημείο όπου υπήρχε το εκτυφλωτικό αιγαιοπελαγίτικο λευκό του ασβέστη εκτός και εντός του ναού, σε τοίχους, σε μπεζούλες*, σύντομα σε πόρτες και σε παράθυρα, μέσα σε μιαν έξαρση ανισόρροπου horror vacui μολύνοντας το αμόλυντο άσπρο ή ακόμη χειρότερα καταστρέφοντας αχειροποίητα πλέον μέσα στους αιώνες αρχιτεκτονήματα. Ας ιστορήσομε, λοιπόν, και το λευκό της Παραπορτιανής αφού πρώτα συμπληρώσομε ό,τι έχει κατ’ οικονομίαν γλύψει ο άνεμος, το κύμα και το γαλάζιο τ’ ουρανού, για να κάνομε επιτέλους σωστό το ψυχικό! Πρέπει να μπει φραγμός στις τέτοιες ανεξέλεγκτες καταστάσεις, δεν παίρνει άλλη αναβολή, διότι δεν είναι δυνατόν κάθε αυτοθεωρούμενος σαν καλλιτέχνης να βγάζει τα απωθημένα του καταστρέφοντας ανεπανόρθωτα τα απομεινάρια της παράδοσης, που τα σμίλεψαν αιώνες χρόνου και ζωές γενεών, απλώς επειδή πιστεύει ότι όλα αυτά είναι κληρονομημένη περιουσία και τσιφλίκι του. Ούτε αποτελεί για την άμεσα ενδιαφερόμενη και υπεύθυνη εκκλησία άλλοθι η διαθήκη και η καθ’ όλα σεβαστή βούληση του κληροδότη Γεωργίου Μπά’ου, για να στρατεύει κάθε τρεις και λίγο τυχόντα ή προβληματικά άτομα στο Παλιόκαστρο. Σε καμμιάς φιλανθρωπίας το όνομα δεν είναι δυνατόν να θυσιάζεται κάτι που δημιούργησαν οι αιώνες και δεν γίνεται να επαναληφθεί όσο και να χτυπάμε τον κώλο μας κάτω. Ας μη λησμονούμε, εξ άλλου, ότι υπάρχουν ουσιαστικότεροι και πιο χρήσιμοι τρόποι να δείξομε τη συμπόνια και τη φιλαλληλία μας, εάν πράγματι υπάρχει, προς τα χειμαζόμενα μέλη της κοινωνίας μας, κοσμικής ή εκκλησιαστικής. Και ο νοών νοείτω.
            Το παρακάτω, περιστασιακό άρθρο μου, όπως και τόσα άλλα κατά καιρούς, είχε όλη την καλή πρόθεση να ενθαρρύνει κάθε μετρημένη και σωστή πρωτοβουλία για τη διάσωση του μισοερειπωμένου τότε Παλιόκαστρου, αφού οι άμεσα υπεύθυνοι κώφευαν, αδιαφορούσαν και έπρεπε να δράσει η ιδιωτική πρωτοβουλία με τα καλά και τα κακά της. Δυστυχώς, η εξέλιξη των πραγμάτων διέψευσε την αισιοδοξία μου. Μένει όμως, όπως κάθε γραφτό, το κείμενο προς ανάγνωση, σύγκριση και αποφυγή παρόμοιων αδικαιολόγητων λαθών και κακόγουστων επεμβάσεων για όποιον διαθέτει έστω και λίγο νιονιό. Ελπίζω. Ακόμη.



γ΄
Παναγιώτης Κουσαθανάς

ΤΟ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟ ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΙΝΕΤΑΙ

Λίγο ακόμα να είχε μείνει έρημο από ανθρώπινη παρουσία, από φροντίδα και χάδι το  γυναικείο μοναστήρι του Παλιόκαστρου, θα είχε καταρρεύσει. Μα φαίνεται πως άλλες ήταν οι βουλές του Υψίστου, γιατί, αλίμονο, αν περίμενε κανείς προκοπή από των ανθρώπων τις βουλές!.. Πρόσφατα χειροτονήθηκε ως μοναχή Μεθοδία η κατά κόσμον Μαρσούλα Σκαροπούλου, και συγχρόνως έγινε Ηγουμένη της ιστορικής μονής την οποία φρόντιζε με πρόγραμμα και μέθοδο από διετίας.
            Η σχέση της γερόντισσας Μεθοδίας με τα μοναστήρια και τα εκκλησιαστικά χρονολογείται από πολύ παλιά. Μέλος της οικογενείας της ήταν ο περίφημος για τις ιατρικές γνώσεις και τις θεραπευτικές του ικανότητες παπα-Δημήτρης Στάης στον Αϊ-Γιώρη, στον Αμπελόκηπο της Ανωμεράς στα τέλη του περασμένου και στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Κάποτε τα βότανά του είχαν σώσει και την ίδια από βέβαιο θάνατο. Είναι απόλαυση να ακούς την Ηγουμένη να σου μιλά για τη δεινότητα εκείνου του εξαιρετικού ανθρώπου να παρέχει την ίαση σ' όσους είχε ξεγράψει η επιστήμη της ιατρικής.
            Το Παλιόκαστρο λάμπει πλέον από πάστρα και νοικοκυριό. Κι όχι μόνο. Αξιοσημείωτη είναι η έγνοια της καινούριας Ηγουμένης να περισώσει ό,τι όμορφο και παλιό απόμεινε από αυτόν τον τόπο, όπου μελισσολόι κάποτε βούιζε η συνοδεία των γεροντισσών: το Ξενάκι, η Φεβρωνία, η Παρασκευή, η Μαριάμ... Τώρα η Μεθοδία έχει την καινούργια της συνοδεία από τέσσερις νεαρές μοναχές που όλες μαζί το αγαπούν και το φροντίζουν. Σε λίγο, όπως με διαβεβαίωσαν, θα δούμε κατά το παλιόν έθος τα πλεκτά τους να εκτίθενται εκεί προς πώληση για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Τι καλά που θα 'ταν να στηθούν και δυο-τρεις αργαλειοί, να φτιάχνουν οι καλόγριες τα παλιά μυκονιάτικα 'φαντά, ώστε να ξαναζωντανέψει μαζί με το Παλιόκαστρο κι αυτή η πεθαμένη, αλλά τόσο όμορφη τέχνη, που έτρεφε κάποτε μυκονιάτικες οικογένειες και διαλαλούσε στα πέρατα του κόσμου πόσο χρυσοχέρες ήταν οι γυναίκες του τόπου! Το όμορφο μυκονιάτικο 'φαντό*, που το πήρε σβάρνα η λαίλαπα του εύκολου κέρδους, λείπει πια από το νησί μας, αλλά ποιος δεν θα ήθελε να το ξαναβρεί και να το αγοράσει; Ποιος δεν θα 'θελε να ξανακούσει το κελαηδητό της σαϊτας του ντελάρου; Η Ηγουμένη πολλά θα είχε να διδάξει τις καινούργιες μοναχές σ' αυτόν τον τομέα, στον οποίο για πολλά χρόνια, από την αρχή-αρχή του τουρισμού στο νησί μας, είχε διαπρέψει η ίδια και είχε συμβάλει στη διατήρηση της κάποτε υψηλής ποιότητάς του. Ιδού, λοιπόν, πέρα από τα πνευματικά και η χειρωνακτική κονίστρα, η ευλογημένη από τον ίδιο τον μαραγκό Ιησού, στην οποία καλούνται να δοκιμαστούν οι νέες μοναχές δείχνοντας την αγάπη τους για την περιφρονημένη και λησμονημένη τέχνη της υφαντικής.
            Οι ανάγκες του Παλιόκαστρου είναι μεγάλες: η εκκλησιά, οι εικόνες της, ο Παντοκράτορας χρειάζονται άμεση επισκευή και συντήρηση από ειδικευμένα συνεργεία, η επισκευή στα κελλιά δεν έχει ολοκληρωθεί. Όσα έχουν αποπερατωθεί, μαζί με το ηγουμενείο που έχει επιπλωθεί από την Ηγουμένη, αποπνέουν τάξη και νοικοκυροσύνη. Το τέμπλο και οι εικόνες της εκκλησιάς καθαρίστηκαν, αποκαταστάθηκαν και απαστράπτουν από ομορφιά, αποκαλύπτοντας εξόχου κάλλους έργα τέχνης. Πρώτο και καλύτερο, η ακριβή δεσποτική εικόνα της «Αμολύντου», που ζωγράφισε ο Ιωάννης Σκορδίλης στα 1738 και την αφιέρωσε στο μοναστήρι ο πολύς Χατζημιχελής Μανιάτης [βλ. Ν.Δ. Αγγελετάκης, α. [ανων.], «Ο [Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης κ.τ.λ.», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 411, 1982, σσ. 1-2· β. [μ.τ.αρχ. «Ν.Δ.Α.»], «Και πάλι ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 419, 1983, σσ. 1-2· Β.Δ. Κυριαζόπουλος, γ.«[Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 410, 1981, σ. 1, και δ. «Ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης στη Μύκονο και στη Βενετία», ανάτ. από τα Θησαυρίσματα, τ. ΙΘ΄, Ελληνικόν Ινστιτούτον Βενετίας, Βενετία 1982]. Σημειωτέον ότι όσες εικόνες είχαν κάνει φτερά από το δωδεκάορτο σε χαλεπούς καιρούς έχουν τώρα αντικατασταθεί με άλλες.
            «–Εμένα η μητέρα μου», διηγείται η Ηγουμένη Μεθοδία, «μου 'λεγε πως στο αλφάβητο το πιο μεγάλο και σημαντικό γράμμα, που όλα τα καταφέρνει, είναι το Ζ: το “ζήτα”. Κι επειδή πιστεύω στη συμβουλή της, γι' αυτό ζητώ τη βοήθεια του κόσμου για τις ανάγκες του μοναστηριού, για να το αναστήσομε. Ο κ. Γεωργίου πολύ μας βοήθησε και μας βοηθά, ας τον έχει η χάρη Της καλά. Είναι όμως κι άλλοι χριστιανοί που προσφέρουν το κατά δύναμη και μ' έχει πολύ συγκινήσει το ενδιαφέρον τους…»
            Συμβουλή του γράφοντος: πηγαίνετε να παρακολουθήσετε τη λειτουργία ή τον εσπερινό στην εκκλησιά του Παλιόκαστρου, για να ξαναθυμηθείτε πώς ήταν κάποτε όλοι οι ναοί μας, πώς θα 'πρεπε να είναι οι ακολουθίες στις εκκλησιές όλης της χώρας μας. Υπάρχει σεμνότητα, υπάρχει αμεσότητα, κατάνυξη, υπάρχει με άλλα λόγια ο Θεός, και μέσα στον ναό και στο εξαίσιο προαύλιο-αίθριό του, τον εσωτερικό δηλαδή περίβολό του, που απιοπνέει έιρήνη και γαλήνη πλέον. Κι αφού το 'φερε η κουβέντα, ας σεβαστούμε τα χαριτωμένα, αλλά τόσο ταλαιπωρημένα, προαύλια και τα λειασμένα από το χρόνο αρχοντικά δάπεδα των εκκλησιών, τα οποία μάθαμε να ξεχαρβαλώνομε για να τα μεταμορφώνομε σε κουζίνες!
            Ενα ξύλινο σήμαντρο κρέμεται από την γέρικη πασχαλιά του μοναστηριού και ο ασβέστης, που δωρίζει η μάντρα του Γεωργίου κάνει τις πλάκες και τους τοίχους να βγάζουν ανταύγειες. Ο καφές και το γλυκό δεν απολείπει μετά τη λειτουργία στον φιλόξενο αυτό χώρο, τον καθαγιασμένο από την παρουσία των αμέτρητων κεκοιμημένων καλογραιών Ανάμεσά τους και μια αγαπημένη μου θεια, η μοναχή Παρασκευή, κατά κόσμον Μαρλώ Μαρκουλάκη (+1967). Αιωνία να είναι η μνήμη της, αυτή με πρωτόμαθε γραφή και ανάγνωση. Ομως δεν μπορεί παρά με λύπη να πάει το μυαλό μας στην αμέσως πριν από τη σημερινή νεκρανάσταση περίοδο του μοναστηριού, η οποία βεβαίως δεν ήταν η καλύτερη. Κόντεψε να ξεκουρβουλωθεί* και να ερειπωθεί τα τελευταία χρόνια με τις ελάχιστες καλόγριες να αλληλοσπαράζονται αντί να συμβιώνουν αρμονικά προς χάριν του μοναστηριού της Παλαιοκαστριανής ως εν Χριστώ θυγατέρες και νύμφες…
            Βάζοντας, λοιπόν, τώρα στο παγκάρι τον οβολό σας για το κερί –ό,τι σας φωτίσει η χάρη της Παλιοκαστριανής– να ξέρετε πως η βοήθειά σας θα πιάσει τόπο: η Ηγουμένη Μεθοδία έχει έως τώρα δείξει πως σέβεται τα παλιά και τα όμορφα και δεν της αρέσουν οι νεοπλουτίστικες, οι κραυγαλέες κακογουστιές με τις οποίες γεμίσαμε τις περισσότερες εκκλησιές της χώρας και των χωριών μας. Εύχομαι κι ελπίζω να μην το ξεχνά αυτό ποτέ, σε κάθε έργο συντήρησης κι αποκατάστασης του πανέμορφου χώρου, τον οποίο τάχτηκε να υπηρετήσει, χώρου που καλεί κάθε Κυριακή και γιορτή τους κεκμηκότες και πεφορτισμένους για να τους ξεκουράσει. Όσο για σας που με διαβάζετε, στηρίξτε το Παλιόκαστρο ενθυμούμενοι με τη σειρά σας το γράμμα «ζήτα» της αλφαβήτου, αυτό που μετέρχεται η νέα Ηγουμένη για το καλό του όμορφου μοναστηριού.
(1997/2009)


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το παραπάνω γ΄ κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημ. Η Μυκονιάτικη, φ. 100 (1997), σελ. 5.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ
λουβιά, τα, μαυρομάτικα φασολάκια.
(μ)πεζούλα, η, πεζούλι για κάθισμα.
ξεκουρβουλώνομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι.
’φαντό, το, υφαντό.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·                     ΑΓΓΕΛΕΤΑΚΗΣ, Ν. Δ. [ανων.], «Ο Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός πωλεί την οικία του στην κόμισσα Μαρία Βόινοβιτς», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 517, 1991, σσ. 1-2.
·                     — [ανων.], «Ο [Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης κ.τ.λ.», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 411, 1982, σσ. 1-2…
·                     — [μ.τ.αρχ. «Ν.Δ.Α.»], «Και πάλι ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 419, 1983, σσ. 1-2.
·                     ΑΛΑΦΑΣΟΥ, Χ., «Αντώνιος Ψαρρός (1735-1811), ένας άγνωστος αγωνιστής», εφημ. Ο Μυκονιάτης, φ. 353, 2008, σ. 8.
·                     ΒΑΝΙΩΤΗΣ, Θ. [μ.τ.ψευδ. «Ο Ερευνητής»], «Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός», εφημ. Μυκονιάτικα Νέα, φφ. 1-4, 6, 9-11, 13-17, 20, 22, 24, 26, 28-34, 38-40, 1960-1963.
·                     ΒΕΝΙΕΡΗΣ, Μ. Χ., Ο Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός, Πλωτάρχης του Β. Ρωσσικού Ναυτικού και αθλητής επί της Εθνικής ημών Παλιγγενεσίας, 1770, Εκ της Τυπογραφίας Ρ. Πρίντεζη, Εν Ερμουπόλει Σύρου 1882, σσ. 38.
·                     ΓΡΥΠΑΡΗΣ, Θ.Μ., Ο Δήμαρχος Μυκόνου Θ.Π. Γρυπάρης προς τον κ. Μ.Λ. Καμπάνην, τέως Δήμαρχον Μυκόνου, Ανέστης Κωνσταντινίδης, Αθήναι 1905.
·                      ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1669-1821), Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία, Αθήνα 1975 (για τον Α. Ψαρρό, σσ. 64, 66-68, 72, 80-81, 89 και 241.
·                     ΚΑΜΠΑΝΗΣ, Μ. Λ., Λογοδοσία του τέως Δημάρχου Μυκώνου [sic] Μιχαήλ Καμπάνη προς τους συμπολίτας του, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Αρώνη, Εν Αθήναις 1904.
·                     ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, Μ., «Ο ξενών Μυκόνου το 1952 – 3 δισ. για το κτίσιμό του κι ένα για επίπλωση – Τα κλειστά κτήρια», εφημ. Βραδυνή της 08.09.1952, και αναδημοσ. εφημ. Η Μυκονιάτικη, φ. 106, 1998, σ. 7.
·                     ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Β.Δ., «[Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 410, 1981, σ. 1.
·                     —, «Ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης στη Μύκονο και στη Βενετία», ανάτ. από τα Θησαυρίσματα, τ. ΙΘ΄, Ελληνικόν Ινστιτούτον Βενετίας, Βενετία 1982.
·                     ΜΑΝΕΣΗΣ, Σ., «Η εν Μυκόνω μονή του Αγ. Παντελεήμονος», ανάτ. από την Επετηρίδα του Μεσαιωνικού Αρχείου, τ. Δ΄ (1951-1952), Αθήνα 1953, σσ. 58-122˙ β΄ δημοσίευση και ανάτ. στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. Δ΄, Γ. Δ. Κυπραίος, Αθήναι 1964.
·                     ΜΠΟΝΗΣ, Γ., «Η δράσις των Μυκονίων κατά τον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον του 1770-1774 – Πώς ο Αντώνιος Ψαρός έτυχε να προσληφθεί ως αρχιπλοηγός του ρωσικού στόλου – Και άλλοι Μυκόνιοι αξιωματικοί του στόλου τούτου – Μυκόνιοι οι πυρπολήσαντες τον τουρκικόν στόλον εν Τσεσμέ – Αυθεντικαί τινες αφηγήσεις αυτοπτών», εφημ. Μυκονιάτικα Χρονικά, φ. 33, 1935, σσ. 1-3.
·                     ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Γ.Α., «Νοταριακαί πράξεις της Μυκόνου των ετών 1663-1779», στο παράρτ. της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Μνημεία του μεταβυζαντινού δικαίου», 3, Αθήνα 1960 (αναδημοσιεύσεις αποσπασμάτων κατά καιρούς στην εφημ. Νέα Μύκονος, κυρ. κατά τις δεκαετίες του 1960 & 1970).
·                     ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, Σ.Μ., «Ένα γράμμα του Αντωνίου Ψαρ[ρ]ού», εφημ. Νέα Μύκονος, φφ. 397, 1981, σ. 1.
·                     —, «Οι Κορνάροι-Χανιώτες της Μυκόνου και ο “Αϊ-Γιώρης” στον Αμπελόκηπο (1599-1850)», ανάτ. από την Επετηρίδα Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. 20, 2006-2010, Αθήνα 2010, σσ. 57-106.
·                     ΤΖΑΜΤΖΗΣ, Α. Ι., «Από τη δράση των Μυκονιατών Ναυτικών κατά τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους του 18ου αι. – Ο καπετάν’-Αντώνιος Ψαρρός και το ιστορικό του σπίτι στη Μύκονο», περιοδ. Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου, Μύκονος, τχ. 4, 1991, σσ. 17-18.
·                     ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Φ., «Από την ρωσικήν κατοχήν των νήσων – Ο κόμης Ιωάννης Βόινοβικ και η δράσις του εις την Μύκονον», εφημ. Νέα Μύκονος, φφ. 629-630, 2001, σσ. 2-4.


·                     BENT, T.J., The Cyclades, or Life among the Insular Greeks, London 1885 (και New and enlarged edition including an introduction to Cycladic archaeology and folklore, bibliography, appendices and index by Al. N. Oikonomides, Argonaut, Chicago 1965· η επιλογή της βιβλιογραφίας για τις Κυκλάδες στις σσ. 533-560· επίσης μεταφρασμένο στα ελλην. το απόσπασμα για τα μοιρολόγια της Μυκόνου στα φφ. 306-309, 1973 της εφημ. Νέα Μύκονος·βλ. και Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Β΄, ό.π., 7.).
·                     GALT, G., Trailing Pythagoras, Quadrant, Canada 1982 (επανέκδ. A journey through the Aegean Islands, Methuen, London 1988· βλ. το τελευταίο κεφάλ. «The House of the Russian Consul», p. 209-220).
·                     GALT, J., Letters from the Levant containing views of the state of society, manners, opinions and commerce in Greece and several of the principal islands of the Archipelago («Myconi» (sic): Letters XL-XLII), Inscribed to the Prince Koslovsky, T. Cadell and W. Davies, Strand, London 1813· πρόσφατη φωτοαναστατική επανέκδ. στη σειρά Legacy Reprint Series, Kessinger Publishing, London 2008 (hardcover & paperback editions).
·                     KONYA, A., With love from Mykonos, Letters to my mother, Archimedia Press, United Kingdom 2009 (η πλέον σοβαρή, αξιόπιστη και καλογραμμένη απεικόνιση της σύγχρονης Μυκόνου με μαρτυρίες επί παντός θέματος για τη Μύκονο των τελευταίων 30-40 ετών· το έξοχο αυτό, πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο των 224 σελίδων, που δεν χαρίζεται και ορθώς επισημαίνει τα κακώς κείμενα, έχει ό,τι λείπει από αρκετά σχετικά βιβλία, την compassion που αναφέρω στις πιο πάνω σημειώσεις, δηλαδή τον μπούσουλα εκείνον που προφυλάσσει από ασυγχώρητα ολισθήματα παραπληροφόρησης και κραυγαλέες, μονόμπαντες ανακρίβειες κρίσης· λεπτομερείς και αξιόπιστες πληροφορίες, πλούσια απεικόνιση της καθημερινότητας και των προσώπων της σημερινής Μυκόνου από έναν εργατικό ερευνητή και ξεχωριστό «περιηγητή» των ημερών μας που αγαπά το νησί, το επισκέπτεται επί χρόνια σε διαφορετικές εποχές του έτους και έχει γνωρίσει σε βάθος το πνεύμα και τα ήθη του – εχέγγυα όλα τούτα για την σοβαρότητα των καταγραφών του, που θα αποτελέσουν αντικειμενική μαρτυρία για τους μεταγενέστερους· αναζητήστε το στον θεματικό αριθμό 997.5 στη «Βιβλιοθήκη Π. Κουσαθανά – Δημοτική Στέγη Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης»).
·                     LIDDELL, R., Aegean Greece, Jonathan Cape, London 1954 (εντυπώσεις και κρίσεις από ταξίδια του 1939 και κυρίως του 1952).
·                     RAND, C., Grecian calendar, Oxford University Press, New York 1962 (πρώτη δημοσίευση υπό τη μορφή σειράς άρθρων στο περιοδ. New Yorker το 1962· βλ. και Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .].

. end-tag