ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΑ Γ΄
(Για πρώτη φορά μετάφραση των αγγλόφωνων κειμένων στα ελληνικά)
(Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των παρακάτω κειμένων εν μέρει ή εν όλω
χωρίς την άδεια των μεταφραστών / Τα παρακάτω ήταν το θέμα της πολιτιστικής αποσπερίδας της 7ης Νοεμβρίου του 2010 στη Βιβλιοθήκη Παναγιώτη Κουσαθανά - Δημοτική Στέγη Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης)
Ο ΣΚΩΤΣΕΖΟΣ ΕΜΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ JOHN GALT ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΝΩΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΥΚΟΝΟΥ ΤΟ 1810
ΚΑΙ
Ο ΚΑΝΑΔΟΣ ΤΡΙΣΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ GEORGE GALT ΚΛΕΙΝΕΙ ΤΟ 1980
ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ, ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ
Μνήμη Έλλης Λάσκαρη-Πολυμεροπούλου
Ο Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος John Galt γεννήθηκε στις 2 Μαΐου του 1779 στο Irvine του Ayrshire της Σκωτίας και πέθανε στο Greenock του Renfrewshire στις 11 Απριλίου του 1839. Ήταν πολυγραφότατος κι έγινε γνωστός κυρίως για τις λεπτομερείς και ακριβείς περιγραφές και καταγραφές των ηθών της σκωτσέζικης επαρχιακής και αγροτικής ζωής στα μυθιστορήματά του The Ayrshire Legatees (1820), The Annals of the Parish (1821), Sir Andrew Wylie (1822), The Provost (1822), The Entail (1823) και Lawrie Todd (1830). Η θεματική των μυθιστορημάτων του είναι προάγγελος μιας πιο γενικευμένης παρόμοιας τάσης που δημιούργησε σχολή στη μυθιστορηματική λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα. Στα 1830 εξέδωσε το βιβλίο του Life of Lord Byron με τον οποίο είχε συνταξιδέψει στη Μεσόγειο.
Το Ayrshire Legatees είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα, που εξιστορεί τις περιπέτειες του αιδεσιμότατου Pringle και της οικογένειάς του στο Λονδίνο· στο The Annals of the Parish, ο αιδεσιμότατος Micah Balwhidder, ίσως ο πιο ολοκληρωμένος μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Γκαλτ, μας δίνει μια ρεαλιστική και εξαιρετικά χιουμοριστική εικόνα ενός Σκωτσέζου επαρχιώτη πάστορα παλαιών ηθών και αρχών. Ο γνωστός Βρετανός φιλόσοφος και οικονομολόγος John Stuart Mill (1806-1873), ο κύριος εισηγητής μαζί με τον Jeremy Bentham (1748-1832) της φιλοσοφικής θεωρίας του Ωφελιμισμού, εξομολογείται ότι τον όρο «Utilitarian» για την Utilitarian Society, που ίδρυσε στα 1822-1823, τον πήρε από αυτό το μυθιστόρημα του Γκαλτ.
Τέλος, στο μυθιστόρημα Lawrie Todd ο Γκαλτ ζωντανεύει με δύναμη και φαντασία τη σκληρή ζωή ενός Καναδού άποικου, ζωή που ο συγγραφέας είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι από το 1826, αφού εκεί διεύθυνε την Canada Land Company, έναν οργανισμό επιφορτισμένο με τα του αποικισμού και της σύναψης εμπορικών συμφωνιών με μεγάλο μέρος του δυτικού Άνω Καναδά, όπου το 1827 ο Γκαλτ, ανοίγοντας έναν σημαντικό δρόμο στο δάσος ανάμεσα στις δυο λίμνες Huron και Erie, ίδρυσε την πόλη Guelph, γνωστή σήμερα ως Ontario. Άλλες εμπορικές περιπέτειές του τον είχαν φέρει προηγουμένως στη Μεσόγειο και στην Ελλάδα το 1809-1811, καθώς και στη Γαλλία και Κάτω Χώρες το 1814. Η θέση του στην εμπορική εταιρεία Canada Company υποσκάφτηκε από μηχανορραφίες και πλεκτάνες των ανταγωνιστών και εχθρών του με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην Ευρώπη οικονομικά κατεστραμμένος. Έκτοτε αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του αποκλειστικά στη συγγραφή μέχρι το 1839 που πέθανε. Το 1833 έγραψε την αυτοβιογραφία του στην οποία εξομολογείται όσα δεν μπορούσε να πει στα ταξιδιωτικά του πονήματα. Από όλα τούτα τα έργα του, όσο γνωρίζω, τίποτα δεν έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας.
Ας έλθω όμως στο ταξίδι που ενδιαφέρει εμάς εδώ: Ο Γκαλτ είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο το 1804 κι εκεί του ανατέθηκε από μιαν εμπορική εταιρεία να ταξιδέψει στη Μεσόγειο για να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με τις χώρες της. Στο ταξίδι του συνάντησε, όπως προείπα, τον ποιητή Lord Byron (Λονδίνο 1788-Μεσολόγγι 1824) με τον οποίο συνταξίδεψε πρώτα ώς τη Μάλτα κι ύστερα στην Αθήνα. Μιας κι ήταν τότε της μόδας για κάθε προοδευτικό και καλλιεργημένο άτομο της εποχής, ήταν κι αυτός «φιλέλλην» για ένα διάστημα, όπως άλλοι συμπατριώτες του, χωρίς ποτέ βέβαια να φτάσει σαν τον Βύρωνα στο σημείο να δώσει την ίδια του τη ζωή για την απελευθέρωση του τόπου από τον τουρκικό ζυγό. Αντιθέτως, όσο κράτησαν τα φιλελληνικά του αισθήματα, επιδόθηκε με ζέση στον σκοπό για τον οποίο είχε έρθει στα μέρη μας, το άνοιγμα δηλαδή του δρόμου για τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών.
Η πρώτη καταγραφή των ταξιδιών του Γκαλτ φτάνει μέχρι τη Μάλτα. Η δεύτερη περιλαμβάνει την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και το Αρχιπέλαγος, το Αιγαίο Πέλαγος δηλαδή, κι έγινε το 1810. Αργότερα, στα 1813, εξέδωσε το δεύτερο ταξιδιωτικό βιβλίο του, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ. Γραμμένο, όπως συχνά συνήθιζαν οι περιηγητές (και όχι μόνο) εκείνου του καιρού, με τη μορφή επιστολών προς το πρόσωπο στο οποίο το αφιερώνει, «Την Αυτού Εξοχότητα τον Πρίγκιπα Πέτρο Κοζλόφσκι» («To His Excellency the Prince Peter Koslovsky»), «Μέλος της Γαλλικής Λεγεώνος της Τιμής, Διδάκτορα της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Σύμβουλο του Κράτους, Αυτοκρατορικό Αρχιθαλαμηπόλο κ.λπ. κ.λπ.», αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα καταγραφή με τη ματιά ενός Σκωτσέζου έμπορου και συγγραφέα. Όταν ο Γκαλτ μάς έκανε την επίσκεψή του, ήταν δεν ήταν τριαντάρης, νέος δηλαδή κι αυτός σαν τον Ιρλανδό Λόρδο του Charlemont, που μας είχε κάνει τη δική του βίζιτα εξήντα χρόνια πριν, το 1749 [βλ. Π. Κουσαθανάς, α. Ένας Λόρδος στη Μύκονο και στις Δήλες το 1749 / An Irish Lord in Myconos, Delos and Rhenea in the year 1749, Μύκονος 1989α, 1991β, και β. Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .]. Από τις πέντε τελευταίες επιστολές [σσ. 309-347 του βιβλίου του] με αριθμούς 40. έως 44., που γράφτηκαν από την προεπαναστατική Μύκονο στο διάστημα του ενός περίπου μηνός που έμεινε στο νησί (από την 9η Μαΐου έως τουλάχιστον την 5η Ιουνίου του 1810), οι πρώτες τρεις αναφέρονται αποκλειστικά στη Μύκονο. Σ’ αυτές βρίσκομε ενδιαφέρουσες πληροφορίες, σημαντικές εντυπώσεις, αλλά και γραφικές παρεξηγήσεις από τη Χώρα: πληροφορίες για τις Γιαλλούδες αλλά και για την οικονομία που ήταν το φόρτε του, σχόλια για τον δυναμισμό και την κοινωνική θέση της Μυκονιάτισσας, μοιρολόγια στην κηδεία μιας νέας γυναίκας, που θα τα θαυμάσει πολύ αργότερα, στα 1884, και ο T. J. Bent, χαμένα, δυστυχώς, οριστικά και αμετάκλητα πια λόγω του αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα και του πένθιμου, και ως εκ τούτου θλιβερού και δυσάρεστου, περιεχομένου τους, που η ανθρώπινη φύση προτιμά να ξεχνά παρά να θυμάται[1].
Πρωτίστως, σημαντικές είναι οι πληροφορίες που μας παραδίδει για την Ανωμερά με περιγραφές των μοναστηριών της «Τουρλιανής» (μοναστήρι για καλόγερους) και του «Παλιόκαστρου» (μοναστήρι γαι καλόγριες), με την ξεκαρδιστική εξιστόρηση της «εκλογής» μιας ηγουμένης από το ποίμνιο των καλογραιών, που είχε χωριστεί σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις – δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα στις μέρες μας [για το έτερον εκ των τριών μοναστηριών της Ανωμεράς, του Αϊ-Γιώρη στον Αμπελόκηπο, βλ. Σ.Μ. Συμεωνίδης, «Οι Κορνάροι-Χανιώτες της Μυκόνου και ο “Αϊ-Γιώρης” στον Αμπελόκηπο (1599-1850)», ανάτ. από την Επετηρίδα Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. 20, 2006-2010, Αθήνα 2010, σσ. 57-106, για δε το Μοναστήρι του Αϊ-(Μ)παντελέμονα στο Μαράθι βλ. «Η εν Μυκόνω μονή του Αγ. Παντελεήμονος», ανάτ. από την Επετηρίδα του Μεσαιωνικού Αρχείου, τ. Δ΄ (1951-1952), Αθήνα 1953, σσ. 58-122˙ β΄ δημοσίευση και ανάτ. στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. Δ΄, Γ. Δ. Κυπραίος, Αθήναι 1964]. Κι ακόμη με την πονεμένη εκείνη ιστορία του άμοιρου Μυκονιάτη ποιητή, που οι ωδές του δεν υπήρχε τρόπος να δουν το φως της δημοσιότητας και θα τις έπαιρνε μαζί του στον τάφο. Ο ανώνυμος αυτός ποιητής, δεν αξιώθηκε καν μια απλή μνεία του ονόματός του από τον συμπονούντα κατά τα άλλα Ιωάννη Γκαλτ, που ως συγγραφέας κι αυτός καταλάβαινε τον καημό του. Έτσι σήμερα είναι πια αδύνατο να εξακριβώσομε περί τίνος επρόκειτο. Κι αφού ο ανώνυμος Μυκονιάτης ποιητής πέθανε «στην τραγική απάτη του δοσμένος / πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί», δεν απομένει τίποτε άλλο για εμάς παρά να τον συναριθμήσομε με το κακορίζικο πλήθος που τον πόνο του προσπαθεί ν’ απαλύνει η περίφημη «Μπαλάντα» του Καρυωτάκη «στους άδοξους ποιητές των αιώνων»…
Επειδή οι περιηγητές εκείνων των καιρών δεν μας έχουν συνηθίσει σε πληθώρα περιγραφών και εντυπώσεων από την ενδοχώρα της Μυκόνου, μέρος της οποίας είναι και η Ανωμερά με τα δυο μοναστήρια της, οι αναφορές του Γκαλτ για το «Καλό Χωριό» είναι από κάθε άποψη μοναδικές και πολύτιμες παρά τις παρερμηνείες και παρεξηγήσεις του σχετικά με τα ήθη και έθιμα του τόπου ή το λατρευτικό τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας, παρερμηνείες ή υπερβολές που εύκολα εντοπίζονται από όποιον στοιχειωδώς γνωρίζει τον τόπο και την ιστορία του. Άλλωστε, πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί για έναν ταξιδιώτη από μια χώρα τόσο διαφορετικής κουλτούρας, όταν μάλιστα δεν μένει παρά μόνο έναν μήνα στο νησί; Σήμερα πάντως, την εποχή του άψε-σβήσε, φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν περαιτέρω απλοποιηθεί, αφού στέλνονται, συνήθως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες όταν η χυδαιότητα, η κακογουστιά και η άγρα του κέρδους παντί τρόπω και πάση θυσία είναι στο φόρτε τους, άσχετοι κι αγράμματοι άνθρωποι με την πρωινή πτήση, οι οποίοι ώς την ώρα της βραδινής που θα αναχωρήσουν πρέπει να έχουν μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά την «ιστορία του τόπου και τα προβλήματά του», και να ’χουν κιόλας γράψει για την έκδοση της επόμενης ή έστω μεθεπόμενης μέρας το δημοσίευμά τους το οποίο οφείλει να είναι όσο γίνεται πιο τερατώδες, σκανδαλοθηρικό, γαργαλιστικό και προπαντός μοχθηρό και άδικο, να αποβλέπει δε όχι στη θεραπεία των κακώς κειμένων, αλλά στη θήρευση μιας σαδιστικής ηδονής διά του εντοπισμού των δεινών του τόπου. Έτσι θεωρείται φυσικό πλέον από τα τέτοια αβασάνιστα δημοσιεύματα να αποδίδονται κατά κανόνα συλλήβδην όλες οι ευθύνες μονόμπαντα σ’ αυτόν που φταίει το λιγότερο: δηλαδή τον ίδιο τον τόπο, το θύμα της ομορφιάς και της επιτυχίας του, που αισχρά, εμετικά θα ’λεγα, τις εκμεταλλεύτηκαν ντόπιοι και ξένοι ερήμην οποιουδήποτε σωστικού και επιβαλλόμενου άνωθεν παρεμβατισμού. Όλα, δηλαδή, στον αυτόματο πιλότο κι άσε τον τόπο να σκουντουφλά και να παραπαίει όλο και περισσότερο, άσε τον να βγάλει τα στραβά του. Καλύτερα να σταματήσω εδώ, αλλιώς θα καταλήξω πάλι να δημηγορώ, κι η πίκρα μου δεν είναι για δημηγορίες, είναι για θρήνους τώρα πια…
Το βιβλίο με τις εντυπώσεις του Γκαλτ από τα ταξίδια του στη Μεσόγειο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1813 στο Λονδίνο με τίτλο Letters from the Levant containing views of the state of society, manners, opinions and commerce in Greece and several of the principal islands of the Archipelago, Inscribed to the Prince Koslovsky, T. Cadell and W. Davies, Strand, London 1813 [«Myconi» (sic): Letters XL-XLIV., σσ. 309-347, και φωτοαναστατική επανέκδ. του σπάνιου πια αυτού βιβλίου στη σειρά Legacy Reprint Series, Kessinger Publishing, Printed in the U.S.A., χ.χ. (2008), δεμένο και άδετο]. Οι επιστολές του βιβλίου με αριθμούς XL.-XLIV. (40.-44.) γράφτηκαν στη Μύκονο και οι τρεις πρώτες (40.-42., σσ. 309-336) αναφέρονται αποκλειστικά στο επεισοδιακό ταξίδι προς τη Μύκονο περιγράφοντας τη διαμονή και τις περιπέτειες του περιηγητή στο νησί, που το αποκαλεί με το όνομα Myconi, έτσι όπως το ονόμαζε κι ο αγγλικός τύπος, αλλά και άλλα κιτάπια των καιρών, δηλαδή μ’ ένα από τα ονόματα-παραφθορές του ορθού Μύκονος κατά το διάβα των αιώνων: Μίκουλη και Μίκουλα τη λέει ο Edrizi στα 1153, Μόκανα ο Piri Reis τον 16ο αιώνα…
Από τα πιο αξιομνημόνευτα σημεία της περιγραφής του Τζον Γκαλτ είναι ότι θεωρεί τη Μύκονο το πιο κατάλληλο στην περιοχή μέρος για να χρησιμοποιηθεί ως βάση και εμπορικό πέρασμα για τις εταιρείες που ο ίδιος εκπροσωπούσε, τους δε Μυκονιάτες ως τους «πιο πολιτισμένους κι απελευθερωμένους από τους υπόλοιπους Έλληνες» και ως εκ τούτου καταλληλότερους για να συνεργαστεί μαζί τους. Τον «πολιτισμό» των Μυκονιατών –πολυσύνθετο φαινόμενο με πολλές συνισταμένες στο διάβα αιώνων περιπετειώδους ναυτικής και πειρατικής παράδοσης– τον αποδίδει μονόπλευρα κι αβασάνιστα μόνο στην επίδραση του Ρώσου Συνταγματάρχη και Γενικού Πρόξενου του Αρχιπελάγους, Κόμη Ιβάν Βόινοβιτς, και ιδιαιτέρως της καλλιεργημένης και από σπουδαίο, φαίνεται, βενετσιάνικο σόι συζύγου του Μαρίας Κοκκίνου, που διοργάνωνε όχι μόνο χοροεσπερίδες, αλλά και θεατρικές παραστάσεις στο νησί, πράγμα που αποτελεί την πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη θεάτρου στη Μύκονο! Τις παραστάσεις μάλιστα αυτές, όπερ και σημαντικότερο, παρακολουθούσαν όχι μόνοι οι πρωτοκλασάτοι Μυκονιάτες της εποχής, αλλά σχεδόν απαξάπαντες οι κάτοικοι του νησιού, τουλάχιστον όσοι βρίσκονταν, όπως –για να μην ξεχνιόμαστε και παραπαίρνομε αγέρα– λέει χαρακτηριστικά ο Γκαλτ: «above the very lowest rank», προφανώς δηλαδή πλην των εντελώς αγράμματων ή αυτών που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα! Πού τώρα γίνονταν όλες αυτές οι κοινωνικές-πολιτιστικές εκδηλώσεις της εποχής; Μα πού αλλού, φαντάζομαι, από τις «απέραντες» για τα δεδομένα της εποχής αίθουσες του ορόφου του προξενικού μεγάρου κατά τον χειμώνα και στην αψιδωτή στοά με τα δηλιανά μάρμαρα του ισόγειού της κατά το καλοκαίρι;
Και τώρα που ξέρω και ξέρετε όλα τα παραπάνω, όποτε τυχαίνει ν’ ανεβαίνομε τα φαγωμένα πια απ’ το πηγαιν’-έλα τόσων αιώνων μαρμάρινα σκαλοπάτια της Δημαρχίας μας για κάνα πρόβλημα ή κάποιο χρειαζούμενο έγγραφο, ας προσπαθούμε να φανταστούμε εκείνες τις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» που λάβαιναν χώρα ακριβώς δυό αιώνες πριν. Αλλά κι ο Δήμαρχος με το Δημοτικό Συμβούλιό του ας προσπαθούν να είναι στις αποφάσεις τους και στη λύση των προβλημάτων του τόπου που δίνουν αντάξιοι της ιστορίας του δημοτικού μας μεγάρου, αλλιώς μετά από χρόνια θα βγουν όλα στη φόρα, καληώρα σαν τώρα, αλλά με ονόματα πλέον και καταλεπτώς για όσα αποφασίζουν, διατάζουν, εφαρμόζουν ή το συχνότερο δεν εφαρμόζουν! Αν, ώς τότε, δεν έχει πέσει η κεραμιδοσκεπή την Δημαρχίας να καταπλακώσει τους ίδιους και τα έργα τους, για να ησυχάσομε μια και καλή!…
Έτσι, λοιπόν, ο Ιωάννης Γκαλτ αποφάσισε να αγοράσει κατά τα γραφόμενα στην Αυτοβιογραφία του (1833) έξι χρόνια πριν από τον θάνατό του στα 1839, αποθήκες στο νησί για τη φύλαξη και εν συνεχεία την προώθηση προς την Ανατολή των εμπορευμάτων της εταιρείας που εκπροσωπούσε. Ο τρισεγγονός του Γεώργιος Γκαλτ χρησιμοποιεί στο δικό του βιβλίο, που εκδόθηκε το 1982, γενικώς και κάπως ασαφώς το ρήμα «acquired»–«απόκτησε», χωρίς να διευκρινίζει αν ο προ-προπαππούς του αγόρασε ή μίσθωσε. Κατά τα λεγόμενα από τον ίδιο τον γερο-Γκαλτ στη βιογραφία του και κατά τη ρητή διαβεβαίωσή του ότι είχε ακόμη το 1833 στα χέρια του το συμβόλαιο αγοράς από την κοινότητα, πρέπει να αγόρασε στα 1810 το τμήμα εκείνο του ισογείου της σημερινής Δημαρχίας μας, που μέχρι προ τινος ήταν ακόμη μισθωμένο σε μαγαζιά και ταξιδιωτικά πρακτορεία. Και το αγόρασε είτε από τη σύζυγο του Κόντε Ιωάννη Βόινοβιτς είτε –το πιθανότερο– από το Κοινόν των Μυκονίων στη δικαιοδοσία του οποίου είχε, ως φαίνεται, από τότε περιέλθει το μέγαρο. Επί λέξει περιγράφει το γεγονός ως εξής: «On a point of land close to the town stands a large mansion, erected by Count Orloff[2], and afterwards the residence of the Russian consul-general… The document granting it to me by the community is still in my possession».
Το αγορασμένο από τον Γκαλτ αυτό κομμάτι ήταν ένα κι ένα για τον σκοπό που το χρειαζόταν ο Σκωτσέζος έμπορας. Βρισκόταν επί της θαλάσσης, τω όντι δυο βήματα από το Κάστρο, την παλιά πόλη του νησιού και την αρχή της καινούργιας, ακριβώς απέναντι στην ξέρα όπου βρισκόταν η παλιά μορφή του Αϊ-Νικολακιού της Καδένας, το οποίο, όπως δηλοί και το όνομά του, ήταν το πρώτο αγκυροβόλιο του νησιού μας. Ως φαίνεται, το εκκλησιδάκι ήδη από τη Ρωσοκρατία, ίσως και παλαιότερα, είχε συνδεθεί με τον Γιαλό με το περιώνυμο γεφυράκι – έχομε πληροφορίες που συνηγορούν στο ότι ο Κόμης Βόινοβιτς είχε πάθος με τα γεφύρια [βλ. παρακάτω]. Μιλώ για το λιλιππούτειο γεφυράκι που βλέπομε στις πρώτες φωτογραφίες του Γιαλού και που, δυστυχώς, ισοπεδώθηκε όταν είχε καταλάβει και τον δήμαρχο (1899-1903) Μιχαήλ Λ. Καμπάνη η απρογραμμάτιστη και αψυχολόγητη «αναπτυξιακή» μανία στις αρχές του 19ου αιώνα, μανία που εκτός των άλλων πήρε σβάρνα και την Αγία Μονή –η τέτοια «ανάπτυξη» έχει πάντα τρομερές απώλειες– αλλιώς, θα είχε και η Μύκονος εκτός από όλα τα άλλα κοινά με την κραταιά Βενετία και τη δική της Γέφυρα των Στεναγμών [βλ. α. Θ.Μ. Γρυπάρης, Ο Δήμαρχος Μυκόνου Θ.Π. Γρυπάρης προς τον κ. Μ.Λ. Καμπάνην, τέως Δήμαρχον Μυκόνου, Ανέστης Κωνσταντινίδης, Αθήναι 1905, και β. Μ.Λ. Καμπάνης, Λογοδοσία του τέως Δημάρχου Μυκώνου [sic] Μιχαήλ Καμπάνη προς τους συμπολίτας του, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Αρώνη, Εν Αθήναις 1904]!
Δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες, που καταλεπτώς βέβαια θα έγραφε το πωλητήριο ή μσθωτήριο συμβόλαιό του και δεν νομίζω τώρα πια να υπάρχει ελπίς κάπου αυτό να εντοπιστεί, πάντως μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο ενδιαφέρον θα ήταν αν το είχαμε, ίσως εξίσου ενδιαφέρον σαν κι εκείνη τη χαμένη «κούκλα» με τη μυκονιάτικη φορεσιά που αναφέρει ότι είχε στην κατοχή του ο Λόρδος του Τσάρλμοντ και που αν υπήρχε θα μας είχε ίσως λύσει όλες τις απορίες και τα ερωτηματικά για τη μυκονιάτικη γυναικεία φορεσιά της εποχής. Είναι πολλά και αναπάντητα τα ερωτήματα, που ανακύπτουν από τις μπερδεμένες περιγραφές και απεικονίσεις της από τόσους και τόσους ταξιδιώτες από τους οποίους κανείς, ούτε ο Joseph Pitton de Tournefort δεν τα καταφέρνει να είναι τόσο λεπτομερειακός όσο και πλήρως κατανοητός στις περιγραφές του και στα σχέδια του ζωγράφου του Aubriet. Ούτε βέβαια και το μάλλον προχειροφτειαγμένο ομοίωμα με τη γυναικεία παραδοσιακή ενδυμασία από τέλη του 19ου αιώνα, που σώζεται στο Μουσείο Μπενάκη, μπορεί να βοηθήσει ιδιαίτερα, αφού τότε που κατασκευάστηκε η «κούκλα» η φορεσιά ήδη αποτελούσε παλιά ιστορία και φοριόταν μόνον ως σπάνιο αξιοθέατο πια [βλ. Μ. Αργυριάδη, Η κούκλα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Εκδόσεις Λούση Μπρατζιώτη, β΄έκδ., Αθήνα 1991, εικ. υπ’ αριθ. 42 & σ. 31]. Πρόσφατα ανακάλυψα στον κατάλογο μιας δημοπρασίας το χαρακτικό ενός (Γερμανού;) ανωνύμου με μιαν πιο ξεκάθαρη απεικόνιση εκείνης της περίφημης ενδυμασίας που έχει πονοκεφαλιάσει ενδυματολόγους, μοδίστρες και λαογράφους, αλλά δεν επιχείρησα να το αποκτήσω, αφού τις περισσότερες φορές που προσπάθησα για άλλα παρόμοια για την ιστορία του τόπου μαρτυρίκια και κειμήλια, το εγχείρημά μου, ατυχώς, δεν είχε αποτέλεσμα [βλ. Κατάλογο Δημοπρασιών της 17.12.2008 του Οίκου Π. Βέργος, σελ. 60, εικόνα 367· ο κατάλογος με την εικόνα είναι διαθέσιμος για τους ερευνητές στο Αρχείο Μυκόνου της Βιβλιοθήκης Παν. Κουσαθανά – Δημοτικής Στέγης Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης στη Μύκονο].
Πάντως, ο κύριος Ιωάννης Γκαλτ φαίνεται ότι ήταν αρκούντως περπατημένος: Στο ταξιδιωτικό του βιβλίο, πονηρά σκεπτόμενος, δεν αναφέρει λεπτομέρειες για τα εμπορικά του σχέδια και κρατά μυστική την αγορά, μάλλον μόνο του ισογείου, στο κτήριο της σημερινής Δημαρχίας στον Γιαλό, αγορά που την αποκαλύπτει πολλά χρόνια μετά στην Αυτοβιογραφία του (1833). Επίσης, μυστικοπάθεια τον διακατέχει και για τον περίεργο τουλάχιστον ρόλο του στην περιβόητη υπόθεση της βρόμικης κλοπής των γλυπτών του Παρθενώνα από εκείνον που ξεπέρασε όλους τους συμπατριώτες του σε θράσος, τον Thomas Bruce, Κόμη του Elgin και του Kincardine, τον περίφημο Λόρδο Ελγίνο (1766-1841). Λόγοι εχεμύθειας, υποστηρίζει το 1982 ο τρισεγγονός του, ο νεότερος Γεώργιος Γκαλτ, δεν επιτρέψανε στον προ-προπάππου του να κάνει περί αυτού οποιαδήποτε σχετική αναφορά στο ταξιδιωτικό του πόνημα, πλην μιας ακροθιγούς για το ναυάγιο στα Κύθηρα (1802) ενός εκ των πλοίων που μεταφέρανε τα κλεμμένα μάρμαρα και του οποίου η ανέλκυση έγινε μετά από τρία χρόνια στα 1805. Όλη αυτή η μυστικότητα διότι τότε, στα 1813 που κυκλοφόρησε το ταξιδιωτικό βιβλίο του, αυτά ήταν ακόμη πολύ νωπά για να τα αγγίζει κανείς· μόλις ελάχιστα χρόνια είχαν παρέλθει από τον σάλο που είχε προκαλέσει η ιερόσυλη αγοραπωλησία ανάμεσα στον παραδόπιστο διπλωμάτη, που λόγω της διπλωματικής θέσης του στην Κωνσταντινούπολη είχε πετύχει να αποσπάσει το περιπόθητο φιρμάνι από τον Τούρκο κατακτητή, και στη βρετανική κυβέρνηση που έγινε επισήμως και «νομίμως» ο κλεπταδόχος των αρχαίων.
Κατά την προσωπική μαρτυρία του γερο-Γκαλτ στην αυτοβιογραφία του (1833), στην οποία και πάλι παραπέμπει ο τρισεγγονός του [βλ. G. Galt, Trailing Pythagoras, Quadrant , Canada 1982 και επανέκδ. A journey through the Aegean Islands, Methuen , London 1988, σ. 210], ο Ελγίνος πρόλαβε στο τσακ να πληρώσει τα έξοδα μεταφοράς και συσκευασίας των πολύπαθων μαρμάρων του Παρθενώνα – κι όχι μόνο του Παρθενώνα, αφού η Ελευσίνα, η Αίγινα, η Νεμέα, οι Μυκήνες… πολλά θα είχαν να καταμαρτυρήσουν επ’ αυτού. Έτσι ο προ-προπαππούς Ιωάννης Γκαλτ δεν μπόρεσε, όπως διακαώς επιθυμούσε, να τα πληρώσει πρώτος ο ίδιος αντί του Ελγίνου ώστε να τα ιδιοποιηθεί για να τα μοσχοπουλήσει αργότερα! Είναι από τότε τέτοια η βρομιά της υπόθεσης, που ακόμη ζέχνει. Γι’ αυτό είναι μάταιος κόπος όσο και να προσπαθεί κανείς τώρα πια με καλή προαίρεση και με το βάθος του χρόνου που πέρασε να δικαιολογήσει κάπως την αρπαγή τους υποθέτοντας ότι έτσι τα μάρμαρα «διασώθηκαν» και προστατεύτηκαν από άλλες ενδεχόμενες καταστροφές, που θα προκαλούσε η αδιαφορία και η άγνοια ή η καταφορά των περιστάσεων. Τώρα πλέον καμμιά δικαιολογία δεν μπορεί να εφευρεθεί για τη μη επιστροφή τους, ει μη μόνο το δύστροπο βρετανικό πείσμα κι ένας ψωροεγωισμός προσχημάτων σε καιρούς που, ευτυχώς, η μπογιά ανάλογων επιχειρημάτων δεν πείθει κανέναν σώφρονα άνθρωπο, ιδιαιτέρως μετά από τις πανάκριβες και αχρείες μισθώσεις της αίθουσας των μαρμάρων του Παρθενώνα για ματαιόδοξα δείπνα. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης έχει προ πολλού χρησιμοποιήσει το πιο αποστομωτικό επιχείρημα, τι άλλο να πει κανεις; «Γι’ αυτά πολεμήσαμε». Κι επιτέλους, ιδού η ευκαιρία να αποδείξει έστω για μια φορά το Ηνωμένο Βασίλειο ότι, έστω και σπανιότατα, γίνεται κάποτε το θαύμα να πρυτανεύσει η Δικαιοσύνη απέναντι σ’ έναν μικρό τόπο στην άλλη άκρη της Ευρώπης, τόπο που πολλές φορές υπήρξε το θύμα των πολιτικών επιλογών μιας ξεπεσμένης πλέον αυτοκρατορίας. Η κατίσχυση του Πολιτισμού δεν μπορεί να είναι βρετανική ή ελληνική υπόθεση και αξία, είναι οικουμενική.
Ο τρόπος που διατυπώνει ο παλιός Γκαλτ τα σχετικά με τα μάρμαρα αποδείχνει, οπως επιμένει ο τρισεγγονός του Γεώργιος που σήμερα ζει και εργάζεται στον Καναδά και που τα γραφόμενά του δείχνουν πως δεν πεθαίνει δα για τον πρόγονό του, ότι από εκείνα τα χρόνια η υπόθεση αυτή βρομούσε. Εν πάση περιπτώσει, είναι προς έπαινο του νεότερου Γκαλτ, που εξομολογείται με ειλικρίνεια πως νιώθει ανακουφισμένος και δοξολογεί την τύχη που τα ’φερε έτσι, ώστε τα μάρμαρα να αποκαλούνται Ελγίνεια κι όχι Γκάλτεια, απαλλάσσοντας έτσι τους δικούς του ώμους από το άχθος και το άγος της περιώνυμης κλοπής και την ψυχή του από της Αθηνάς την κατάρα...
Ξαναγυρίζω στη Δημαρχία μας: Αυτή, αρχικά (18ος αι.), υπήρξε κατοικία του περίφημου από τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1768-1792, που έκλεισαν με τις Συνθήκες του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) και του Ιασίου (1792), Μυκονιάτη καπετάνιου και αρχιπλοηγού, Ιππότη Αντώνιου Ψάρ(ρ)ου ή πιθανότερα Ψα(ρ)ρού (1735-1811), καραβοκύρη και εμπόρου σιτηρών στο Ταϊγάνι της Ρωσίας. Η συμβολή του Ψαρρού, αλλά και των υπόλοιπων στρατολογημένων Μυκονιατών ναυτικών στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 με τα Ορλωφικά των δυο αδελφών Αλέξιου και Θεόδωρου (1737-1807 και 1741-1796, αντιστοίχως) ήταν καθοριστική ιδιαίτερα στη Μάνη, στον Μυστρά και στη Ναυμαχία του Τσεσμέ το 1770, όπως λένε οι πηγές [βλ. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1669-1821), Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία, Αθήνα 1975 (για τον Α. Ψαρρό, σσ. 64, 66-68, 72, 80-81, 89 και 241)]. Ο Ψαρρός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Ρώσους που τον θεωρούσαν λόγω των γνώσεων και της εμπειρίας του ως μοναδικό και αναντικατάστατο, αν κι αργότερα κατηγορήθηκε για απληστία και οικονομικές ατασθαλίες ίσως και από τη ζηλοφθονία που γεννούν τα αξιώματα και οι διακρίσεις, όπως μαρτυρούν τα κιτάπια της εποχής[3].
Αργότερα (1782) το περί ου ο λόγος σπίτι δόθηκε στον Κόμη Ιωάννη Βόινοβιτς από τον Ψαρρό, ως κατοικία του και ως γραφείο του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Προξενείου «εις ένδειξιν της φιλίας η οποία τον συνέδεε μετά του Κυρίου Κόμητος Βόινοβιτς… όχι τόσον δι’ ιδίαν χρήσιν και κατοικίαν, αλλά να την χρησιμοποιήσει κατά την αρέσκειάν του…», όπως επί λέξει γράφει η πράξη μεταβίβασης που σώθηκε. Ο τελευταίος το μεγάλωσε, το επισκεύασε και το «καλλώπισε κατά τρόπο αρμόζοντα εις το προξενείον» και «εθεώρησε πρέπον να κτίσει έν νέον κτήριον επί της αυτής οικίας [εννοεί τον όροφο] διά να την επεκτείνει ώστε να γίνει και διά την χρήσιν Γραφείου του Προξενείου». Στο Αρχείο Μυκόνου της «Βιβλιοθήκης Π. Κουσαθανά – Δημοτικής Στέγης Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης», καθώς και στη «Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυκόνου» υπάρχει μεταφρασμένο αυτό το συμβόλαιο, το δε πρωτότυπο στη ρωσική γλώσσα φυλάσσεται στο αρχείο του φίλου κ. Περικλή Α. Ψάρρου (γεν. 1921). Ευχαριστώ κι από εδώ τον φίλο Περικλή, γυιο του Αντωνέλλου Ψάρρου (1871-1965) και της Μαριέττας Γρυπάρη (1891-1984, θυγατέρας του Θεοδώρου Γρυπάρη και της Καλλιόπης Βλασσοπούλου, εγγονής Πέτρου Μαυρογένη), για τη γενναιοδωρία του να μου στείλει ένα αντίγραφο για το ιστορικό αρχείο της Βιβλιοθήκης Π. Κουσαθανά.
Μέσα στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Βόινοβιτς, που φαίνεται πως είχε αγαπήσει το νησί, ήταν και η κατασκευή μιας θαλάσσιας γέφυρας που θα ένωνε το μέγαρό του με τον κήπο που είχε εν τω μεταξύ αγοράσει απέναντι, τον περίφημο «Κήπο του Κόντε», που δεν είναι άλλος από τον σημερινό κήπο του ξενοδοχείου «Λητώ». Κι αυτό για να μη χρειάζεται να κάνει με τα πολύτιμα πόδια του τον γύρο στο «μισοφέγγαρο» του Γιαλού ώσπου να φτάσει σ’ εκείνον τον πευκοφυτεμένο κι ευωδιαστό παράδεισο: «Είμαστε σήμερα στα τέλη του 18ου αιώνα που πιάνει ο πόλεμος ο ρωσοτουρκικός, κι είναι αυτή η αιτία να έρθει στο νησί ένας Ρώσος εξόριστος. Ποιο να ’τανε το βλάψιμό του ώστε να φτάσει μέχρι εδώ, τόσα μιλιούνια βέρστια, δεν το ξέρει κανείς, μόνο ότι ήταν Κόντες, με τον παρά να βροντά στην τσέπη», εξιστορεί ο αγγελοχτισμένος λόγος της Μέλπως [βλ. Μ. Αξιώτη, Το σπίτι μου, Θεμέλιο, Αθήνα 1965, σ. 148].
Η κηπευτική χρήση εκείνου του περίοπτου κομματιού γης, συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οπότε και ανεγέρθηκε μέσα εκεί από τον Ε.Ο.Τ. το 1952 το πρώτο «σύγχρονο» ξενοδοχείο, το Λητώ, σε μια προσπάθεια προσανατολισμού της καθημαγμένης μετακατοχικής, μετεμφυλιακής και πεινασμένης Ελλάδας προς την τροφαντή αγελάδα του τουρισμού που είχε αρχίσει να κάνει σεινάμενη-κουνάμενη την εμφάνισή της και την περίμεναν αδειανές (και άπατες, όπως έδειξε ο χρόνος) οι καρδάρες για να γεμίσουν. Την ανέγερση αυτού του νεόδμητου ξενοδοχείου ψέγουν με δριμύτητα και ελεεινολογούν, για διαφορετικούς λόγους ο καθείς τους, ο μακαρίτης δάσκαλός μου στην αγγλική λογοτεχνία του Αθήνησιν Πανεπιστημίου Robert Liddell (1908-1992) [βλ. R. Liddell, Aegean Greece , Jonathan Cape , London 1954, σ. 107], αλλά και ο εραστής της ευζωίας, της ευγαμίας και της καλοκαιρινής (μόνο!) Μυκόνου δικός μας Μήτιας Καραγάτσης (1908-1960) [βλ. Μ. Καραγάτσης, «Χιονάτα στολίδια στη γαλάζια απεραντοσύνη», εφημ. Βραδυνή, Αύγ. 1952 (αναδημοσ. α. στο βιβλίο του Μ. Καραγάτση, Από Ανατολή σε Δύση, Καστανιώτης, Αθήνα 1991, και β. Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Γ΄, ό.π., «Δυο συνομίληκα κείμενα...», .)· βλ. επίσης Μ. Καραγάτσης, «Ο ξενών Μυκόνου το 1952 – 3 δισ. για το κτίσιμό του κι ένα για επίπλωση – Τα κλειστά κτήρια», εφημ. Βραδυνή της 08.09.1952 (αναδημοσ. εφημ. Η Μυκονιάτικη, φ. 106, 1998, σ. 7)].
Τα αιγαιακά ταξίδια που περιγράφει ο Λίντελ έγιναν το 1939 και κυρίως το 1952. Αν και ανερυθρίαστα το βιβλίο αυτό διατυμπανίστηκε στην εποχή του ως το πιο ολοκληρωμένο για το θέμα «in any language» [sic], βρίσκω τα εκεί γραφόμενα ψυχρά και αντιπαθητικά, με ανακρίβειες, παρεξηγήσεις και προπαντός γεμάτα με πόζα, «υπεροψία και μέθη», από τις ατυχείς περιπτώσεις που ένα βιβλίο –στο οποίο λείπει αυτό που οι αγγλόφωνοι ονομάζουν «compassion» με τη γενικότερη ουμανιστική έννοια– κάνει ακριβώς ό,τι δεν είναι το ζητούμενο: αντί να καταδείχνει το ήθος του τόπου, αντιθέτως αποκαλύπτει τις ασυμπαθείς πλευρές του χαρακτήρα του συγγράψαντος του οποίου ο επηρμένος λόγος εγγίζει ενίοτε τα όρια της κακογουστιάς. Πού να ζούσαν ο Λίντελ και ο Καραγάτσης σήμερα να βλέπανε τα ξενοδοχειακά μπερκέτια μας, τα ξενοδοχειακά μεγαθήρια του τόπου που δεν τα έχτισαν οι πολυεθνικές, όπως θα ανάμενε κανείς, αλλά οι ίδιοι οι Μυκονιάτες!
Στον περίφημο αυτό κήπο σύρριζα στο Ναμμουδάκι του Περρή στον Γιαλό σώζονται ώς τα σήμερα τα τεκμήρια των αρχιτεκτονικών επεμβάσεων του Κόντε και Αυτοκρατορικού Εραστή, ως φημολογείται για ελόγου του, που, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, γιατί ακολούθησε ο νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, που τον ανάγκασε να καταφύγει στην Τεργέστη. Εκεί και αποβίωσε στα 1791, στην πόλη όπου σε λίγο θα γεννιόταν η δική μας τρισαγαπημένη Μαντώ. Τα ανθρώπινα διδάσκουν ότι όλα τελειώνουν και τελειώνουν μάλιστα άδοξα κάποτε, ακόμη και για τους κόμητες έστω κι αν είχαν χρηματίσει εραστές της αδηφάγας εκείνης «Ιμπερατρίτσης» που δεν χόρταινε η λαγνεία της με τίποτα.
Μετά τόν θάνατο του Κόντε, η χήρα του Μαρία Κοκκίνου, κόμισσα Βόινοβιτς, αυτή που διοργάνωνε εκείνες τις χοροεσπερίδες και τα θεατρικά δρώμενα στο νησί, ήγειρε δικαιώματα κυριότητας πάνω στο εν λόγω ακίνητο, που είχε προ πολλού «δοθεί» στον σύζυγό της, ο οποίος με έξοδά του το είχε «επεκτείνει» και «καλλωπίσει». Συμφώνησε, λοιπόν, με τον Αντώνιο Ψαρρό να του δώσει 5.000 φλορίνια της Βιέννης εξοφλητέα σε δυο χρόνια, βάζοντας υποθήκη όλη της την περιουσία, κινητή κι ακίνητη, ώστε αυτός μεν να παραιτηθεί από τις απαιτήσεις επί της πρώην κατοικίας του, η ίδια δε να γίνει η αποκλειστική κάτοχος του περίοπτου κτηρίου στον Γιαλό. Το συμβόλαιο συντάχτηκε και υπογράφτηκε το 1792 από τον Σπυρίδωνα Βαρούκα, «συμβολαιογράφο της Αυλής και Πρόξενο της Ρωσίας εν Τεργέστη» με μάρτυρες τους Σπυρίδωνα Αγγελικόπουλο και Ιακώβ Λευί. Τώρα, ποια ήταν η ακριβής οδός και διαδικασία της τελικής μεταβίβασης στον Δήμο μας αυτού του εντυπωσιακού και συνήθιστου, αν συγκριθεί με τα υπόλοιπα αρχιτεκτονήματα του τόπου, «μεγάρου», που η εξωτερική θωριά του λαμπρύνει επί εκατονταετίες τον Γιαλό της Χώρας, αυτό δεν έχω διαθέσιμο χρόνο για να το εξακριβώσω. Ας ψάξει, λοιπόν, και κανείς άλλος, νεότερος, για να κλείσει οριστικά τούτο το θέμα, μήπως κι έχομε με τον καιρό κανένα ντράβαλο διεκδίκησής του από κανέναν άλλο, αρπακτικό αυτή τη φορά τρισεγγονό του Ιωάννη Γκαλτ. Φαίνεται πάντως πως το κτήριο αγοράστηκε ή πιθανότερα δωρήθηκε από τη χήρα του Κόντε στο Κοινόν των Μυκονίων λίγο πριν από τον θάνατό της, υποθέτω, δηλαδή λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της Επανάστασης για την απελευθέρωση του Γένους.
Ακόμη πιο αξιοπερίεργα και μάλλον διασκεδαστικά είναι τα όσα ακολουθούν την έλευση ενός άλλου Γκαλτ, σχεδόν…διακόσια χρόνια μετά από αυτή τη γοητευτική ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Ένα άλλο, σύγχρονο τώρα πια παραμύθι μοιάζει να ξετυλίγεται και πάλι στο νησί μας γύρω στα 1980, όταν φτάνει στη Μύκονο ο αναφερθείς τρισέγγονος του Τζον Γκαλτ, ο Καναδός αυτή τη φορά λόγω των δεσμών του προ-προπάππου του με τη χώρα George Galt. Επισκέπτεται τον τότε Δήμαρχό μας (1979-1990) Μαθιό Αποστόλου και τη Δημαρχία μας, πρώην κατοικία του Αντωνίου Ψαρρού, «Τενέντε της ρώσικης φλότας της Μεγίστης Ιμπερατορίσσης Αικατερίνης» στη ναυαρχίδα των δυο ναυάρχων Έλφινστον και Άρφαν Σπυριδώφ, κι αργότερα πολυτελή κατοικία του Κόντε Ιωάννη Βόινοβιτς (+1791), Κομαντάντη της Β΄ Αυτοκρατορικής Αρμάδας και Γενικού Αυτοκρατορικού Προξένου του Αρχιπελάγους, νυν δε διοικητήριο του εκάστοτε αιρετού ανωτάτου άρχοντος του τόπου και των συμβούλων του. Ο Γεώργιος Γκαλτ ζητά πληροφορίες για το ποιο ήταν το κτήριο του Ρώσου προξένου που αγόρασε ο προ-προ-πάππους του και ζητά να δει τα συμβολαιογραφικά ντοκουμέντα, «όχι για τίποτε άλλο» –(οι Βρετανοί, άλλωστε, όπως δείχνει και η ιστορία τους, ως πολιτισμένος λαός, ποτέ… δεν μετέρχονταν τέτοιες άτιμες πρακτικές!)– «παρά μόνο για να βεβαιωθεί ότι τω όντι αυτό είναι το κτήριο που είχε αγοραστεί». Στο σημείο αυτό, όπως είναι φυσικό, διαφεύγοντας από το μυαλό του ανωτάτου άρχοντός μας και των συμβούλων του ότι είχαν περάσει τόσα χρόνια και το δικαίωμα της χρησικτησίας αυτομάτως χρίζει αδιαμφισβήτητο ιδιοκτήτη τον Δήμο, ακόμη κι αν το κτήριο δεν είχε αγοραστεί, δημιουργείται μια μάλλον άβολη ατμόσφαιρα αμφίπλευρης καχυποψίας και ψυχρότητας σ’ εκείνη την… ιστορική συνάντηση – πάντοτε κατά τα γραφόμενα από τον τρισεγγονό. Ευτυχώς όμως, όλα λήγουν αισίως χωρίς να δοθεί συνέχεια και χωρίς οι Εγγλέζοι να απαιτήσουν τα «δικαιώματά» τους. Έτσι την τελευταία στιγμή αποφύγαμε την… κήρυξη πολέμου ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Μύκονο, γιατί βέβαια πού ξανακούστηκε εκτός από τα αρχαία μας κ.λπ. να παίρνουν οι Εγγλέζοι και τις Δημαρχίες μας; [για όλα αυτά βλ. το τελευταίο κεφάλαιο «The house of the Russian consul» στην α΄ έκδ. του βιβλίου του G. Galt, Trailing Pythagoras, Quadrant , Canada 1982 ή στη β΄ έκδ. A journey through the Aegean islands, Methuen , London 1988, σσ. 209-220].
Σας αφήνω τώρα χωρίς άλλες φλυαρίες να χαρείτε και να κρίνετε τα κείμενα των δυο Γκαλτ, πρόγονου κι απόγονου, αφού ευχαριστήσω την κ. Βίκυ Πετρίδου-Νάζου που μου εξοικονόμησε πολύτιμο χρόνο για να προχωρήσω στα υπόλοιπα, στοιχειωμένα πλέον, παραμιλητά, με την προθυμία της να ετοιμάσει το πρώτο σχέδιο στην απόδοση στη γλώσσα μας των πράγματι εντυπωσιακών περιγραφών του Ιωάννη Γκαλτ για το προεπαναστατικό, το περίβλεπτο –για λόγους που καλύτερα να απεύχεται κανείς σήμερα– νησί της Μύκονος, αλλά και του τελευταίου κεφάλαιου από το βιβλίο του τρισεγγονού του Γεώργιου Γκαλτ, ο οποίος υπείκοντας στο πνεύμα της εποχής μας, βιαστικός κι αυτός σαν τους βιαστικούς καιρούς στους οποίους ζούμε, σαν όλους τους άλλους τουρίστες, δεν έμεινε και πολύ στο νησί. Πάλι καλά, σκέφτομαι, αλλιώς μπορεί και να ’χαμε άσχημα ξεμπερδέματα μαζί του, αφού τρώγοντας έρχεται η όρεξη! Για να ’μαι αντικειμενικός και δίκαιος πάντως πρέπει να πω ότι ίδιος πνευματωδώς αυτοσαρκαζόμενος ομολογεί ότι για να εγείρεις δικαιώματα κι απαιτήσεις να βάλεις στο χέρι το δημοτικό μέγαρο των κατοίκων ενός νησιού θα πρέπει να σ’ έχει βαρέσει στο κεφάλι η απληστία ή να ’σαι μανιακός με τη λατρεία των προγόνων σου! [βλ. G. Galt, A journey through the Aegean Islands , ό.π., σ. 215].
Όλα τούτα, που σας εξιστόρησα για να διασκεδάσετε, όπως διασκέδασα κι εγώ, παλιά και μοσκομυριστά πλέον, κλείνουν μια γοητευτική ιστορία, που πήρε ούτε λίγο ούτε πολύ ολόκληρα σχεδόν διακόσια χρόνια για να κλείσει, αν έχει κλείσει! Θεώρησα ότι οι περιγραφές αυτές έπρεπε εξάπαντος να αναδημοσιευτούν επιτέλους στη γλώσσα μας, για να δούμε με την ευκαιρία αυτή και πάλι, τα πολύ σημαντικά, που τείνομε να ξεχνάμε: τι ήμασταν, τι είμαστε, πού πάμε. Είναι απαραίτητο αυτό να γίνεται από καιρό σε καιρό, γιατί βοηθά στην αυτογνωσία, στην αυτοκριτική και στην αναστήλωση όσων πρέπει και μπορούν να αναστηλωθούν, αν πράγματι θέλομε να πάμε ουσιαστικά και όχι επιφανειακά εμπρός και να αναστρέψομε ( ; ) την προ των πυλών πλέον ελεύθερη πλην βαρύγδουπη πτώση. Ποιος θα το ’λεγε, πάντως, ότι θα ’πρεπε να παρέλθουν τόσα πολλά χρόνια από την επίσκεψη του πρώτου Γκαλτ στο νησί μας, ώστε εμείς, οι εξ αίματος ίσως μόνον πλέον απόγονοι των παλιών Μυκονιατών που εκείνος περιγράφει, να διαβάσομε στη γλώσσα μας τις εντυπώσεις του για τους άγνωστους προγόνους μας!
Κλείνοντας, λοιπόν, τούτα τα επεξηγηματικά, που μαζί με τις σημειώσεις στο τέλος ελπίζω να φωτίσουν τον αναγνώστη και να τον βοηθήσουν να απολαύσει τα κείμενα του Ιωάννη και του Γεώργιου Γκαλτ, πρέπει επίσης να ευχαριστήσω από καρδιάς τον φίλο αρχιτέκτονα κ. Allan Konya, επειδή με το βιβλίο του With love from Mykonos, Letters to my mother, που μόλις κυκλοφόρησε [βλ. τη «Βιβλιογραφία» που ακολουθεί στο τέλος του παρόντος παραμιλητού] συνεχίζει επάξια τη μακριά σειρά των «σοβαρών» περιηγητών, που πέρασαν από τη Μύκονο αφήνοντας έτσι για τους μεταγενέστερους έναν αντικειμενικό κι αξιοσημείωτο μπούσουλα της καθημερινότητας της Μυκόνου τα τελευταία χρόνια, και επειδή είχε την καλοσύνη να μου προσπορίσει από την Αγγλία τις σύγχρονες απανεκδόσεις του προ-προ-πάππου, αλλά και του τρισεγγονού Γκαλτ, καθώς και το σπάνιο βιβλίο ενός άλλου, Αμερικανού αυτή τη φορά, περιηγητή, του δημοσιογράφου Christopher Rand, που επισκέφτηκε τη Μύκονο στην καμπή των αρχόμενων μεγάλων αλλαγών στο νησί [βλ. α. C. Rand, Grecian calendar, Oxford University Press, New York 1962, σσ. 95-124 (προδημοσ. περιοδ. The New Yorker, July 21, 1962, σσ. 40-63), και β. Π. Κουσαθανάς, «Μια πίκρα λίγο πιο μικρή απ’ του θανάτου (Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Christopher Rand στη Μύκονο το καλοκαίρι του 1960)», Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .]
Τέλος, ευχαριστώντας την φίλη Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη και τον φίλο Αντρέα Ν. Μονογυιό για την αποψινή ανάγνωση των κειμένων των δυο Γκαλτ, θέλω να αφιερώσω αυτό το παραμιλητό στη μνήμη της Έλλης Λάσκαρη-Πολυμεροπούλου (1914-2005), που λίγο πριν πεθάνει μου είχε εμπιστευθεί τα χαρτιά που συγκέντρωσε η αγάπη και η έγνοια της για το νησί, μέσα στα οποία βρήκα αντιγραμμένες από την πρώτη έκδοση του 1813 –πιθανόν από αντίτυπο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης– τις σχετικές από το νησί μας εντυπώσεις του Σκωτσέζου συγγραφέα. Έτσι ήταν που πρωτοέμαθα την ύπαρξη αυτού του ενδιαφέροντος περιηγητή των αρχών του 19ου αιώνα. Ιδού τες, λοιπόν, τώρα και για τη δική σας όχι μόνο αναψυχή, αλλά και αναστόχαση:
(2009-2010)
α΄
John Galt (1779-1839)
ΠΕΝΤΕ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΥΚΟΝΟ ΤΟΥ 1810
Επιστολή XL [40] – Μύκονος, 9 Μαΐου
Καλέ μου φίλε,
μετά από περιπέτειες που θύμιζαν αυτές του Κολόμβου στο πρώτο και το πιο διάσημο από όλα τα ταξίδια του έχω κάθε λόγο να ευχαριστώ την τύχη μου που έφτασα στο νησί της Μυκόνου. Το πρωί της 3ης Μαΐου αναχώρησα από τη Σάμο με ένα πλοίο που είχα μισθώσει και επειδή ο άνεμος δεν ήταν τόσο ευνοϊκός αντί να παραπλεύσομε την Ικαρία, όπως αρχικά σκόπευα, βάλαμε πλώρη για την ηπειρωτική χερσόνησο του Τσεσμέ. Το απόγευμα θεωρήσαμε ότι θα ήταν απαραίτητο να ψάξομε να βρούμε ένα λιμάνι για να περάσομε τη νύχτα σύμφωνα με το παλιό καλό έθιμο των ηρωικών εποχών. […].
Περίπου μια ώρα πριν το χάραμα βγήκαμε πάλι στη θάλασσα αλλά είχε τέτοια άπνοια που μετά βίας μπορέσαμε να παραπλεύσομε λίγη απόσταση κατά μήκος της ακτής […]. Από τον τρόπο που οι άντρες δούλευαν τα κουπιά υποψιάστηκα ότι ήταν ατζαμήδες κι αυτή η υποψία μου σύντομα επαληθεύτηκε, ένας μάλιστα απ’ αυτούς δεν είχε ποτέ πιάσει κουπί στα χέρια του. Θορυβημένος από αυτή τη διαπίστωση και φοβούμενος τα χειρότερα αν διαρκούσε η κατάσταση, αποφάσισα ότι στο εξής δεν θα ’πρεπε να επιχειρήσομε είσοδο σε λιμάνι όσο ήταν νύχτα. Βρήκα αντίδραση στην απόφασή μου, αλλά στο τέλος, πέρασε το δικό μου αφού ξέσπασα θυμωμένος σε φωνές […]. Επιτέλους, η Τήνος και η Μύκονος φάνηκαν στον ορίζοντα, αλλά ο θυελλώδης άνεμος δυνάμωσε τόσο πια που δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει επιτέλους το ταξίδι. Ο βοριάς κατέβαινε με τόση μανία από τα βουνά της Τήνου, έτσι όπως τον περιγράφουν οι αρχαίες πηγές[4], ώστε έφτασα στο σημείο να χάσω κάθε ελπίδα ότι θα τη σκαπουλάραμε […]. Ένας από τους ναύτες είχε σχεδόν αχρηστευθεί από τη ναυτία, ένας άλλος από τον φόβο του και ο Τζιάκομο[5] βρήκε την ώρα να εξιστορήσει εκείνο το τρομερό ναυάγιο του πλοίου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα στα Κύθηρα [στα 1802], όπου έτυχε να είναι παρών. Σταματούσε μόνο πότε πότε τη διήγησή του για να ειδοποιήσει τον καπετάνιο για κάποιο τεράστιο κύμα που ’τρεχε καταπάνω μας! Όλα αυτά ήταν κακοί οιωνοί ότι μας απειλούσε κάτι πολύ πιο σοβαρό από ένα απλό μούσκεμα ώς το κόκκαλο. Καθώς τώρα βρισκόμασταν στο Ικάριο Πέλαγος και λίγο πιο έξω από την ακτή του νησιού όπου ο Δαίδαλος κατάπεσε· το ριζικό του Ίκαρου θα σου έδινε μια πετυχημένη παρομοίωση για την ελεγεία την οποία αναμφίβολα θα έγραφες για να θρηνήσεις τον πόνο σου για τον χαμό μας, εάν μας συνέβαινε το μοιραίο.
Γύρω στο ηλιοβασίλεμα βρισκόμασταν τόσο κοντά στο βόρειο ακρωτήρι της Μυκόνου που μπορούσα να διακρίνω τα κύματα που έσκαγαν με μανία καταπάνω του, αλλά στην προσπάθειά μας να αντιμετωπίσομε όσο καλύτερα γινόταν τη δύσκολη κατάσταση, λοξοδρομήσαμε από την πορεία μας κι αναγκαστήκαμε να ταξιδέψομε σταβέντο κατά μήκος της ακτής με σκοπό να φτάσομε στον Πάνορμο, ένα λιμάνι στην ανατολική [ΒΑ σωστότερα] πλευρά του νησιού. Κατά την προσπάθεια αυτή οι ναυτικές γνώσεις του καπετάνιου τον εγκατέλειψαν ολότελα. Στην είσοδο τα αφρισμένα κύματα ορμούσαν με μανία στα βράχια κι ο καπετάνιος δεν φαινόταν βέβαιος πως ήξερε το πέρασμα. Συνεχίσαμε, λοιπόν, να πλέομε σταβέντο με σκοπό να περάσομε ανάμεσα στο βραχώδες νησάκι του Τρα’ονησιού και τη Μύκονο, αλλά κι εδώ πάλι μπερδευτήκαμε και την πατήσαμε. Μας φάνηκε ότι δεν έμενε καμμιά εναλλακτική λύση από το να βάλομε πλώρη για τη Νάξο ή την Πάρο, που δεν είχαν όμως λιμάνια, μια απεγνωσμένη, δηλαδή, απόπειρα μέσα στα σκοτάδια. Για να μη λέω πολλά κι ανώφελα λόγια για την εξαιρετικά κρίσιμη κατάστασή μας, θα πω μόνο πως μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι σίγουρα πηγαίναμε ντουγρού για τον υδάτινο τάφο μας!
Ο Τζιάκομο ήταν απελπισμένος, αλλά μες στην απελπισία του υπήρχε κάτι τόσο παράξενο που κατάφερε να ελαττώσει τη δική μου απόγνωση. Είχε βρει ένα βιβλίο με ωροσκόπια στο οποίο πίστευε ότι περιγραφόταν το δικό του πεπρωμένο και ο χαρακτήρας της γυναίκας του. Το βιβλίο ήταν στην τσέπη του και με καλούσε εκείνη τη στιγμή να το διαβάσω! Πρόβλεπε γι’ αυτόν μόνο θαλασσινούς κινδύνους και ναυάγια. Για μια στιγμή σκέφτηκε τη γυναίκα του και το παιδί του, αλλά η μεγαλύτερη έγνοια του ήταν για τον εαυτό του. Ορισμένες φορές τα ’βαζε με τον καπετάνιο μας που ενώ υπέφερε από ναυτία είχε το θράσος να γίνει ναυτικός κι αρχηγός ιστιοφόρου θέτοντας έτσι τις πολύτιμες ζωές μας σε κίνδυνο. Εν τω μεταξύ κάθε που έβλεπε ένα τεράστιο κύμα να ’ρχεται με ορμή καταπάνω μας φώναζε του καπετάνιου να μη φεύγει από το πόστο του, άρπαζε τη σαβούρα του καραβιού και την εκσφενδόνιζε γρήγορα προς την πλευρά που φυσούσε ο άνεμος, αναστενάζοντας βαθιά κάθε τόσο και βγάζοντας δυνατές κραυγές.
Καθώς πλησιάζαμε το Τρα’ονήσι, βλέπαμε μόνο γκρεμνούς κι όλη η παραλία ήταν σαν ένα τεράστιο κακοφτειαγμένο τείχος. Ωστόσο, ευτυχώς, το νησί αυτό βρισκόταν κατά κάποιο τρόπο ενάντια στην πορεία του ανέμου και των κυμάτων, και όταν φτάσαμε στο απάνεμο μέρος του τα νερά σιγά σιγά έπαψαν να είναι τόσο ταραγμένα. Περνώντας το νότιο ακρωτήρι το βρήκαμε εντελώς ήρεμο. Αποφασίσαμε να αγκυροβολήσομε σ’ έναν κολπίσκο για να περάσομε τη νύχτα, αλλά ξαφνικά, ο καπετάνιος θυμήθηκε ότι ένα από τα αγκυροβόλια της Μυκόνου δεν ήταν πολύ μακριά[6] κι έτσι σκέφτηκε ότι θα ’ταν καλύτερα να το προσεγγίσομε. Φτάνοντας αντικρίσαμε ένα πλοίο να είναι κοντά στην ακτή και κόλλησε η ιδεα στο κεφάλι ενός από τους ναύτες μας ότι πρέπει να ήταν πειρατικό. Ξανάρχισε, λοιπόν, τους θρήνους που μόλις είχε σταματήσει μόλις κόπασε η φουρτούνα. Το πλοίο, ευτυχώς, ήταν σαν το δικό μας, οδηγημένο κι αυτό εδώ, σ’ αυτή την ερημι,ά εξαιτίας της τρικυμίας.
Όταν ρίξαμε άγκυρα ήταν σχεδόν σκοτάδι, παρόλα αυτά επειδή ήμουν μούσκεμα και τουρτούρζα αποφάσισα να αποβιβαστώ και να ψάξω για κανένα σπίτι. Μετά από περιπλάνηση δύο ωρών μέσα στα σκοτάδια, για να βρω το δρόμο που πήγαινε προς τα πάνω, επιτέλους ανακουφίστηκα ακούγοντας το γάβγισμα ενός σκύλου κι αμέσως μετά είδα από μακριά το φως που ερχόταν από μιαν αγροικία. Πήγαμε να ζητήσομε πληροφορίες για τον δρόμο προς τη Χώρα και μάθαμε με πολλή χαρά ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σ’ ένα μοναστήρι. Ο Τζιάκομο αμέσως θυμήθηκε ότι το μοναστήρι ήταν ξακουστό για τις θαυματουργές του θεραπείες σε τρελούς, για τη φιλοξενία του και για ό,τι χρειαζούμενο για οποιονδήποτε στην κατάστασή μας.
Το μοναστήρι ήταν ένα ευρύχωρο άσπρο οικοδόμημα, που φαινόταν πολύ επιβλητικό μες στη νύχτα. Βρήκαμε την παλιά του πύλη[7] τη σκεπασμένη με καρφωμένα σιδερένια ελάσματα αμπαρωμένη και χτυπήσαμε όσο πιο δυνατά μπορούσαμε. Σύντομα ένα φως φάνηκε από την πόρτα κι ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν. Αμέσως κάποιος με αδύναμη, τρεμάμενη φωνή ζήτησε να μάθει ποιος είναι κι απαντήσαμε περιγράφοντας την κατάστασή μας. Τα βήματα τότε ακούστηκαν να υποχωρούν και το φως σιγά σιγά χάθηκε. Αμέσως μετά ακούστηκαν οι φωνές κάμποσων ανθρώπων που συνομιλούσαν με σοβαρότητα πλησιάζοντας την πύλη κι αμεσως μετά μια παράξενη φωνή ρώτησε να μάθει τι θέλαμε. Ο Τζιάκομο περίγραψε εύγλωττα την κατάστασή μας αναφέροντας τα επιχειρήματά του. Η ομάδα απομακρύνθηκε χωρίς απάντηση και σε λίγο ένα παράθυρο που ήταν πάνω από την κύρια πύλη άνοιξε και η ίδια βραχνή αρρενωπή προσωπικότητα ζήτησε να μάθει ξανά από πού ήρθαμε και ποιοι είμαστε. Στο τέλος μας έδωσε την εντολή να παραταχθούμε κυκλικά στην άλλη πλευρά του κτηρίου για να κρίνει από την εμφάνισή μας αν λέμε την αλήθεια. Υπακούσαμε και πάραυτα άνοιξαν αρκετά παράθυρα, βγήκαν λάμπες έξω στον αγέρα που όμως αμέσως έσβησαν. Ενοχλημένος από αυτές τις καθυστερήσεις και παγωμένος έως θανάτου με τα μουσκεμένα ρούχα μου να περονιάζουν τα κόκκαλά μου, παρακάλεσα τον Τζιάκομο να ζητήσει να μπούμε μέσα εν ονόματι της φιλανθρωπικής φήμης του ιδρύματος απειλώντας με πειστικότητα ότι «ως εκπρόσωπος των μοναχών ενώπιον του Πατριάρχη» θα πρόβαινε σε διαμαρτυρία. Συγκαλέστηκε τότε ένα «πολεμικό συμβούλιο» εκεί μέσα και μόνο αφού έγινε κι άλλη μια διαπραγμάτευση, συμφωνήθηκε ότι ο φρουρός της πύλης θα μας άφηνε να μπούμε.
Όταν επιστρέψαμε στην μπροστινή πλευρά του κτηρίου, η πύλη άνοιξε κι αντικρίσαμε μια μακριά σειρά γενειοφόρων ανδρών με φανάρια στα χέρια. Έχοντας περάσει περίπου τα μισά του μοναστηριού ανέβηκα μια σκάλα και κάθησα σε ένα καθιστικό δωμάτιο όπου ο ηγούμενος με τη βαρειά φωνή απευθύνθηκε με επίσημο τρόπο προς την ομήγυρη των αδελφών μοναχών, μαλώνοντάς τους αυστηρά γιατί ήρθαν στην πύλη άοπλοι, «τι θα γινόταν χωρίς όπλα αν όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα κόλπο;» Φαίνεται ότι την περασμένη χρονιά δέκα Τούρκοι μπήκαν στο μοναστήρι με σκοπό να το λεηλατήσουν. Οι μοναχοί πήραν τα όπλα, τέσσερεις καλόγεροι σφάχτηκαν από τους Τούρκους κι αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν. Οι καλόγεροι σκότωσαν με τέτοια αγριότητα έναν Τούρκο που οι πληγές του ήταν τόσες όσες και του δολοφονημένου Ιούλιου Καίσαρα. Τρεις άλλοι από τους Τούρκους τιμωρήθηκαν υποδειγματικά και οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια. Από τότε η αδελφότητα των μοναχών ανησυχεί περισσότερο από το κανονικό εξ ου και η επιφυλακτικότητά τους απέναντί μας.
Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Παναγία και η κοινωνία του αποτελείται από εβδομήντα μέλη: κανονικούς μοναχούς, μαθητευόμενους στον μοναχικό βίο, λαϊκούς και ανήμπορους γέρους. Είναι πλούσια προικοδοτημένο ίδρυμα και οι ένοικοι σιτίζονται καλά. Ανάμεσα στους ηλικιωμένους γέροντες βρήκα έναν που μιλούσε αγγλικά. Ήταν υπηρέτης στο Λονδίνο στον μακαρίτη Sir William Duncan[8]. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι στα τέλη της ζωής του αυτός ο διακεκριμένος γιατρός μελέτησε νέα ελληνικά και πέτυχε να διαβάζει ικανοποιητικά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ήταν τόσο προσκολλημένος στο ελληνικό πνεύμα που προσπάθησε να ιδρύσει μια αποικία Ελλήνων στην Αμερική. Όρισε σαν τόπο αποίκισης την Ανατολική Φλόριντα όπου μετέφερε αρκετές εκατοντάδες ανθρώπων από την Ελλάδα υπογράφοντας συμβόλαια μαζί τους. Η αποικία απέτυχε εξαιτίας ελλείψεως προμηθειών. Ο γιατρός, παρόλα αυτά, επειδή το σχέδιο αυτό δεν εγκαταλείφθηκε παρά μετά το θάνατό του, είχε την ικανοποίηση πεθαίνοντας να πιστεύει ότι πράγματι τα κατάφερε να εγκαταστήσει τους Έλληνες στην Αμερική.
Το πρωί περπάτησα ώς τη Χώρα της Μυκόνου, όπου βρήκα πολύ καλά καταλύματα. Η Μύκονος είναι πράγματι το πιο χριστιανικό μέρος που έχω δει αφ’ ότου έφυγα από τη Ζάκυνθο. Θα είμαι αρκετά άνετα εδώ, παρ’ όλο που νιώθω καταβεβλημένος από τους ρευματικούς πόνους και η φωνή μου έχει χαθεί εξαιτίας της περιπέτειάς μου, αφήνοντας στη θέση της μόνο ένα βραχνό υποκατάστατο φωνής που που όπως όλα τα υποκατάστατα δεν μπορεί να είναι στο ελάχιστο χρήσιμο.
Υμέτερος, κ.λπ.
Επιστολή XLI. [41] – Μύκονος, 20 Μαΐου
Καλέ μου φίλε,
η Μύκονος είναι για το μέγεθός του ένα νοικοκυρεμένο μέρος κι όπως παρατήρησα και στο τελευταίο γράμμα μου είναι η πιο χριστιανική πόλη τέτοιας έκτασης απ’ όσες έχω δει μέχρι τώρα στην Εγγύς Ανατολή. Υποθέτω ότι έχει πληθυσμό ανάμεσα σε 4.000 με 5.000 κατοίκους και πάνω από 800 κατοικημένα σπίτια. Ο αριθμός των εκκλησιών είναι τόσο απίστευτος, που δεν θα τολμήσω να κάνω μια εκτίμηση για αυτόν. Αλλά όταν θα σας πω ότι στο νησί πάνω από 300 έχουν καταμετρηθεί[9], και ότι ο συνολικός πληθυσμός δεν υπερβαίνει τις 6.000 ψυχές, μπορείτε να σχηματίσετε μια ιδέα του αριθμού τους στη Χώρα. Βέβαια, δεν είναι παρά λιτά κατασκευασμένες, αλλά είναι τόσο υπερβολικός ο αριθμός τους που, αν λάβει κανείς υπόψη τον πληθυσμό, πρέπει να έχει ξοδευτεί ένα σεβαστό ποσό για την ανέγερση τους. Από τον καιρό των καλών ημερών της Βενετίας, η Μύκονος ήταν ένα μέρος αξιόλογου εμπορίου, όντας σε κάποιο βαθμό ο πρόγονος των Σπετσών, Ύδρας και Ψαρών. Μέχρι τελευταία, ήταν η συνήθεια των ναυτών και των καπεταναίων, όταν γλύτωναν από ένα εξαιρετικό κίνδυνο, να χτίζουν μια εκκλησία ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους στον Άγιο ο οποίος τους βοήθησε όταν τον ικέτευσαν στη διάρκεια του κινδύνου. Καθιερώθηκε μάλιστα εδώ πέρα ακόμα άλλο ένα ριζοσπαστικό έθιμο: Το μοναστήρι που μου προσέφερε καταφύγιο θεωρείται σαν το δικό μας [Ναυτικό] Νοσοκομείο του Greenwich[10] και τα χρηματικά ποσά που παλιότερα προορίζονταν για την ίδρυση εκκλησιών δίνονται τώρα σ αυτό το ίδρυμα για την εκπλήρωση των αγαθοεργών σκοπών του.
Το νησί παράγει περίπου πέντε χιλιάδες μπούσελς [bushel = μέτρο χωρητικότητας ίσο με 8 γαλόνια , άρα συνολικά 40.000 γαλόνια] κριθάρι, δυόμισι χιλιάδες μπούσελς μιγάδι [ = ανάμικτο σιτάρι με κριθάρι, συνολικά 20.000 γαλόνια] και χίλια μπούσελς καθαρό σιτάρι [συνολικά 8.000 γαλόνια]. Χίλια ζυγισμένα μπούσελς σύκα και μια μικρή ποσότητα ενός εξαιρετικού είδους μικρών άσπρων φασολιών [τα περίφημα μαυρομάτικα λουβιά*], που φαντάζομαι ότι θα ευδοκιμούσαν πολύ στις Δυτικές Ινδίες [εννοεί βεβαίως τη Β. Αμερική]. Αλλά το πιο αξιόλογο και διάσημο προϊόν της Μυκόνου είναι το κόκκινο κρασί της από το οποίο παράγονται ετησίως πεντακόσια βαρελάκια-βυτία [pipes = το καθένα περ.126 γαλόνια, συνολικά 63.000 γαλόνια]. Η ποιότητα μοιάζει σαν αυτή της ποικιλίας μπορντώ [ = claret], αλλά οι κάτοικοι έχουν τον δικό τους τρόπο να φτειάχνουν ένα διαφορετικό είδος κι επειδή η διαύγεια είναι αυτό που εκτιμούν περισσότερο, προτιμούν να σε κοροϊδέψουν παρά να σου δώσουν το αυθεντικό. Η ευωδιά του κρασιού επιτυγχάνεται τέλεια όταν γίνει διαλογή των σταφυλιών και πατηθούν ενώ ακόμα είναι φρέσκα από το αμπέλι, χωρίς να τα αφήσουν να ’λιαστούν. Αφήνοντας τα σταφύλια να στεγνώσουν στον ήλιο παράγονται οι άλλες ποικιλίες κρασιού που αντέχουν περισσότερο στο νέρωμα. Όταν τα σταφύλια είναι πολύ αποξηραμένα στον ήλιο, το κρασί γίνεται γλυκό που για τη δική μου γεύση είναι απεχθές.
Με την παλιά συνθηκολόγηση με τους Τούρκους [1615] οι κάτοικοι της Μυκόνου απολαμβάνουν το δικαίωμα να εκλέγουν τους δικούς τους δικαστές καθώς και διάφορα άλλα πρόσωπα που ρυθμίζουν την εσωτερική οικονομία του νησιού. Στην Καντζιλλαρία, [ένα είδος κυβερνείου-δικαστηρίου], έχουν συγχρόνως συμβολαιογραφικό αρχείο, όπου καταγράφονται και αρχειοθετούνται οι ακίνητες περιουσίες των κατοίκων του νησιού επί πολλές εκατοντάδες χρόνια τώρα [βλ. Γ.Α. Πετρόπουλος, «Νοταριακαί πράξεις της Μυκόνου των ετών 1663-1779», στο παράρτ. της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Μνημεία του μεταβυζαντινού δικαίου», 3, Αθήνα 1960· αναδημοσιεύσεις αποσπασμάτων κατά καιρούς στην εφημ. Νέα Μύκονος, κυρ. κατά τις δεκαετίες του 1960 & 1970], αλλά δεν κρατούν δημόσιο νηολόγιο. Οι εμπορικές τους σχέσεις είναι παρόμοιες με αυτές της Ύδρας για τις οποίες προτίθεμαι να δώσω μια εκτενέστερη καταγραφή. Οι Μυκονιάτες βέβαια δεν μπορούν να συγκριθούν με τους Υδραίους στην επιχειρηματικότητα και στη δραστηριότητα ούτε έχουν την ίδια φήμη για τίμια συναλλαγή.
Ο [Νικόλαος] Μαυρογένης [1738-1790], ένας από τους τελευταίους οσποδάρους–ηγεμόνες της Βλαχίας ήταν από τη Μύκονο και αρκετοί από τους συγγενείς του μένουν ακόμα εδώ. Η Μύκονος έδωσε επίσης πολλούς αξιωματούχους στη Ρωσία. Επίσης ο [Αντώνιος] Ψαρρός [1735-1811] που πρώτος οδήγησε τον εθνικό στόλο της Ρωσίας από τη Βαλτική στη Μεσόγειο γεννήθηκε κι αυτός εδώ.
Στους τρόπους τους η σημερινή γενιά των Μυκονιατών θεωρείται περισσότερο ευγενική και πιο ευρέων αντιλήψων από τους άλλους Έλληνες. Αυτό αποδίδεται στην επίδραση και στο παράδειγμα ενός Ρώσου ευγενή ο οποίος παρέμεινε εδώ σαν Γενικός Πρόξενος πριν από [περίπου] 25 χρόνια με σκοπό να προωθήσει την υπόθεση και τα συμφέροντα της χώρας του ανάμεσα στους Έλληνες νησιώτες. Η σύζυγός του, μια γυναίκα από βενετσιάνικη αριστοκρατική γενιά, καθιέρωσε στο νησί χορούς και θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες είχαν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι κάτοικοι του νησιού πλην εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
Λέγεται ότι οι Μυκονιάτες είναι βαθιά επηρεασμένοι από δεισιδαιμονίες. Οι άντρες θεωρούνται ευέξαπτοι και απειθάρχητοι, αλλά τα πάθη τους δεν έχουν κατά βάθος μοχθηρία και ο φόνος αντιμετωπίζεται πάντοτε με αποτροπιασμό. Αναμφισβήτητα στο νησί αυτό το ισχυρό φύλο είναι οι γυναίκες. Η όψη τους, το χρώμα του προσώπου τους είναι αγγλικής ωραιότητας [sic] και πολλές από αυτές είναι πράγματι πολύ όμορφες. Η ανωτερότητά τους όμως οφείλεται κυρίως στην εξυπνάδα και στη συμπεριφορά τους. Δεν κατέχουν μόνο μια πειστική πολύ ενδιαφέρουσα ευφράδεια, αλλά συνηθίζουν να προβάλουν επιχειρήματα και συζητήσεις και σε εργασιακά θέματα. Σε νομικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ανδρών τους κάνουν τον δικηγόρο μπροστά στους δικαστές. Μου είπαν ότι υπάρχουν γυναίκες στη Χώρα που σε κρίσιμες περιστάσεις έδειξαν τα αξιοθαύμαστα προσόντα τους σε επιχειρήματα και σε αναλυτική πειστικότητα. Γενικώς αυτοσχεδιάζουν επί παντός θέματος και προβλήματος που ανακύπτει. Το κατά περίπτωση μάλιστα μοιρολόι τους στις κηδείες, παρουσιάζει συχνά τέτοια ευστοχία στη σύλληψη που κάνει τις όποιες μελετημένες προσπάθειες των ειδημόνων να ερυθριούν. Ο ίδιος ήμουν μάρτυρας σε ένα τέτοιο γεγονός κατά τη στιγμή της γένεσής του και είχα την ευκαιρία της λεπτομερειακής παρακολούθησης των εκφράσεων και των αντιδράσεών τους. Μια νέα γυναίκα που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη χώρα πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Οι γυναικείες συντροφιές της, αρκετές εκατοντάδες, ντυμένες όλες με τα καλά τους, παρακολούθησαν την κηδεία. Ενώ το φέρετρο με την νεκρή μεταφερόταν στην εκκλησία μια χορωδία μοιρολογούσε εγκωμιάζοντας την ομορφιά και τις αρετές της μακαρίτισσας. Κάποια ξεκίνησε την πρώτη στροφή, μια άλλη έπιασε τον τόνο κατά την παύση κι όταν η στροφή τελείωσε, όλες μαζί οι μοιρολογίστρες την επαναλάμβαναν. Η μητέρα της νεαρής γυναίκας ήταν στην πομπή και ο μεγάλος της πόνος προκαλούσε γενική συμπόνια. Μια από τις μοιρολογίστρες αναφώνησε: «Πέθανε αγκαλιάζοντας το παιδί της με τη χαρά ότι έγινε μάννα». Η μητέρα της συνέχισε τη στροφή φωνάζοντας: «Αχ, κόρη μου, κόρη μου, που ’ναι τώρα εκείνη η χαρά που ήτανε δικιά σου;» Αυτή η απλή και συγκινητική αποστροφή προς την πεθαμένη κόρη δημιούργησε μια αίσθηση που μπορεί μόνο να τη φανταστεί κανείς κι όχι να την περιγράψει. Μετά την κηδεία όλες οι γυναίκες της Μυκόνου γύρισαν στα σπίτια τους και στο πένθος τους.
Σε αντίθεση με τις ποιήτριες [sic] γενικώς, οι γυναίκες της Μυκόνου είναι πολύ καλές νοικοκυρές και αξιοθαύμαστα φιλόπονες. Πλέκουν μεγάλες ποσότητες από κάλτσες που γίνονται κερδοφόρο εμπόρευμα στέλνοντάς τις με τους συγγενείς και τους άντρες τους για να πουληθούν στις αγορές της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και κατά την περίοδο ειρήνης ακόμα πιο μακριά, μέχρι τα ρώσικα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Η φορεσιά των αντρών μοιάζει με των Υδραίων, δεν κουρεύουν ωστόσο όπως εκείνοι το μαλλί τους μπροστά αλλά το αφήνουν να πέφτει σε τσουλούφια, και οι περισσότεροι φορούν καπέλο. Οι γυναίκες είναι και σ’ αυτόν τον τομέα εξίσου αξιοπρόσεκτες. Στο κεφάλι τους φορούν μια παπικού τύπου κατασκευή από κόκκινο βελούδο [την περίφημη μπόλια, μπλόντρα ή μαχραμά, το κεφαλομάντιλο δηλαδή], τα μανίκια του μπούστου είναι ευρύχωρα, άνετα κι απαλά, και στο πίσω μέρος η φορεσιά δίνει την εντύπωση ενός είδους χιτώνα. Δεν έχουν μανδύα και πτυχές και το μισοφόρι φτάνει μέχρι τα γόνατα. Οι κάλτσες τους είναι κόκκινες, πράσινες και μαύρες, ανάλογα με τη μόδα κάθε φορά, και παρά την ποιητική τους ροπή και κλίση, δεν έχω δει καμμιά φιλολογούσα ψευτοδιανοούμενη ανάμεσά τους. Όλη αυτή η περίεργη και αλλόκοτη αμφίεση στέκεται σε δύο ψηλοτάκουνα παπούτσια από χρωματιστό δέρμα ή σατέν κολλημένο χαλαρά στην μπροστινή πλευρά του παπουτσιού [περισσότερο παντόφλες παρά κανονικά παπούτσια, τις λεγόμενες κουντούρες], που κάνουν έναν φοβερό θόρυβο στους δρόμους καθώς η κυρία περπατά τρεκλίζοντας. Παρ’ ολίγο να ξεχάσω ν’ αναφέρω ότι οι γυναίκες τρέμουν κάποιες αόρατες νύμφες που στοιχειώνουν τα άγρια μέρη του νησιού και είναι οι κύριοι πρόξενοι όλων των ατυχημάτων [εννοεί τις Γιαλλούδες]. Εξαιτίας αυτών των πονηρών πνευμάτων οι γυναίκες καταφεύγουν στους παππάδες, που τους πληρώνουν για να διαβάζουν ευαγγέλια κι ευχές και να ρίχνουν αγιασμό τα σπίτια τους από καιρό σε καιρό.
Προς το παρόν υπάρχει ένα δημόσιο σχολείο στη Μύκονο [η περίφημη Σχολή του Αγίου Λουκά στο σημερινό νεκροταφείο της Χώρας[11]]. Ο πρίγκιπας [Νικόλαος] Μαυρογένης άρχισε να χτίζει ένα κτήριο με σκοπό να ιδρύσει μια Ακαδημία αλλά του έκοψαν το κεφάλι προτού προλάβει να φέρει σε πέρας την επιθυμία του. Είναι όμως πολύ πιθανό ότι ένα σχολείο θα ιδρυθεί σύντομα.
Ο δεσπότης του Αρχιπελάγους βρίσκεται τώρα εδώ κι επέτυχα να τον πείσω να δώσει αμέσως εντολή να κρατιέται αρχείο για τις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους στα δεκαεννιά νησιά που απαρτίζουν την Επισκοπή του. Το επιχείρημα που κυρίως πρόβαλα για να τον πείσω ήταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατός ο έλεγχος στο θέμα των αμοιβών, γιατί έτσι θα γνώριζε [προς δικό του συμφέρον] πόσα ακριβώς χρήματα συλλέγονταν στους εράνους ή τις περιφορές των δίσκων του κατώτερου κλήρου[12]. Το να ενεργήσω να μπει σε εφαρμογή μια τόσο χρήσιμη διευθέτηση από έναν τόσο άχρηστο θεσμό, όπως η Ελληνική Εκκλησία, σας διαβεβαιώ είναι για μένα μια όχι και τόσο μικρή αιτία για να συγχαρώ τον ίδιο μου τον εαυτό. Ελπίζω να ευαρεστηθείτε κι εσείς και να μη μου αρνηθείτε τον δικό σας έπαινο.
Υμέτερος, κ.λπ.
Επιστολή XLII. [42] – Μύκονος, 29 Μαΐου
[Καλέ μου φίλε,]
εκτός από το [ανδρικό] Μοναστήρι [της Τουρλιανής], στο οποίο βρήκα καταφύγιο τη νύχτα που έφτασα εδώ, υπάρχει στο νησί και μια γυναικεία Μονή, [του Παλιόκαστρου], που βρίσκεται κοντά στο ανδρικό Μοναστήρι. Όπως το τελευταίο, έτσι κι η γυναικεία Μονή είναι θρησκευτικό ίδρυμα, αλλά και καταφύγιο για τους απόρους. Η αδελφότητα των μοναχών αριθμεί σαράντα άτομα. Μένουν χωριστά, δεν φορούν πέπλο κι είναι ομοιόμορφα ντυμένες στα μαύρα. Δεν έχουν άλλους περιορισμούς πέραν αυτών της καλής διαγωγής, της αγαμίας και της υποταγής στις προσταγές της ηγουμένης. Εξαρτώνται κυρίως από την ιδιωτική φιλανθρωπία και την πώληση καλτσών και γαντιών που πλέκουν. Οι μοναχές ζουν και πορεύονται σύμφωνα με τις αρχές του μοναστικού βίου κι αποτελούν πράγματι μια πολύ αξιοσέβαστη κοινότητα. Η Ηγουμένη πέθανε πρόσφατα και ο Δεσπότης [του Αρχιπελάγους που βρίσκεται εδώ] επί τη ευκαιρία της χειροτονήσεως ενός ιερέα στο Μοναστήρι όρισε την ίδια ημέρα, την περασμένη Δευτέρα, για την εκλογή της νέας Ηγουμένης.
Μερικοί από τους εδώ φίλους μας, που ενδιαφέρονταν για την εκλογή της Ηγουμένης, έκαναν μια συγκέντρωση στο [ανδρικό] Μοναστήρι [της Τουρλιανής] και με κάλεσαν να τους συντροφεύσω. Τη βραδιά της άφιξής μας (Σάββατο), ο ηγούμενος ετοίμασε ένα καλό βραδινό γεύμα και οι μοναχοί μάς εξυπηρέτησαν με μεγάλη ταπεινότητα, αλλά οι γυναίκες κουρασμένες καθώς ήταν δεν κάθησαν αρκετά ώστε να μου δώσουν μια ευκαιρία για να παρατηρήσω κάτι αξιοπρόσεκτο ή που να αξίζει τον κόπο να αναφέρω γι’ αυτές. Την επομένη οι ξένοι στο μοναστήρι αυξήθηκαν από έντεκα σε πάνω από είκοσι, έτσι που στο μεσημεριανό γεύμα κάναμε όλοι μαζί μια χαρούμενη παρέα. Ανάμεσά τους ήταν ένα μοναδικό πλάσμα, ο αδερφός της γυναίκας ενός Ρώσου στρατηγού [η Μύκονος είχε ανέκαθεν δεσμούς με τη Ρωσία]. Η οικογένεια του, ευεργέτρια του ιδρύματος, απολαμβάνει μεγάλων ελευθεριών και προνομίων. Θα πρέπει όμως δίχως άλλο να προσπαθήσω να σας δώσω μιαν ιδέα αυτού του πλάσματος. Είναι περίπου πενήντα χρονών, υπερβολικά γερασμένος, φορά κίτρινα παπούτσια, κάλτσες που φθάνουν μόλις μέχρι τα μισά του ποδιού του, μεταξωτά ανοιχτά μπλε κοντοβράκια, ένα μαύρο βελούδινο γιλέκο κεντημένο με χρυσό, μια κοντή μεταξωτή ροζ γυναικεία μπέρτα, έναν μακρύ μαύρο νυκτερινό σκούφο και ιππεύει έναν γάιδαρο! Όπως είναι η ενδυμασία του αλλόκοτη, έτσι και οι τρόποι του είναι εκκεντρικοί. Στο τραπέζι έκανε διάφορες παλαβομάρες, ρουφούσε από τα μπουκάλια λες και τα ποτήρια δεν είχαν ποτέ εφευρεθεί κι όταν έβλεπε κάτι νόστιμο στο πιάτο του διπλανού του το άρπαζε. Στην αρχή για λίγο τον θεώρησα σαν πραγματικά τρελό, αλλά μερικές ζωηρές αναλαμπές εξυπνάδας και ευστροφίας με έπεισαν ότι υπήρχε περισσότερο χιούμορ παρά τρέλα στη συμπεριφορά του. Όταν τελείωσε το δείπνο, ένας σοβαροφανής ανόητος, σαν κι αυτούς που στην πατρίδα μου πολυπράγμονα ασχολούνται με τις εκλογές υπουργών και κατώτερων αξιωματούχων του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, άρχισε να γκαρίζει συνοδευόμενος από τους μοναχούς, το ελληνικό «Non nobis»[13]. Όταν πια φτάσαμε όλοι μας στα πρόθυρα της υστερίας, ο μικρός μαυροσκούφης τούς είπε σοβαρά ότι δεν το τραγούδησαν σωστά κι ο αυλός του [μάλλον το τοπικό σουβριάλι, σουραύλι], το ίδιο παράξενο όσο κι αυτός, πήρε φωτιά ξαναρχίζοντας τον τόνο με εσκεμμένα γελοίο τρόπο, με τα μάτια κλειστά, ξεφυσώντας κάθε τόσο με αποτέλεσμα οι νέοι και οι γέροι να τραντάζονται σύγκορμοι κοντεύοντας να σκάσουν από τα γέλια. Στο τέλος, έκανε και μια πρόποση προς την Παναγία κι όλοι ήπιαν χειροκροτώντας ενθουσιασμένοι. Οι μοναχοί αλληλοκοιτάχτηκαν, αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να πει τίποτα.
Ο μικρόσωμος κύριος [που προανάφερα] έχει μια αδελφή στη Μονή, [τη μοναχή Θεοφίλη], που είναι εξίσου ασυνήθιστη με τον αδελφό της. Μετά το δείπνο οι κυρίες της συντροφιάς μας πήγαν να την επισκεφτούν και να κανονίσουν τις διαδικασίες για την εκλογή της επόμενης ημέρας και τις συνόδευσα. Πρέπει τώρα να σας εκμυστηρευτώ κάτι. Η Ηγουμένη εκλέγεται πάντα από τις φτωχότερες μοναχές ώστε να μην παίρνει πολύ θάρρος και μπλέκει συνέχεια στα πόδια των ανωτέρων της περιορίζοντας τις ελευθερίες τους με τις παρεμβάσεις της. Η μοναχή Θεοφίλη, λοιπόν, είναι φυσιογνωμικά το ακριβώς αντίθετο από τον αδελφό της. Ψηλή κι αντρογυναίκα, αληθινή Εκάτη στο παρουσιαστικό, και με εξαιρετικό χιούμορ [σαν τον αδελφό της].
Όταν φτάσαμε στη Μονή μάς ενημέρωσε ότι υπήρχαν έντονα συμπτώματα σχίσματος στη σύναξη των μοναχών. Η μοναχή που διάλεξε η αδελφή Θεοφίλη θεωρήθηκε από μια ομάδα ότι ήταν χαζούλα κι αποφάσισαν να καλέσουν για το κενό αξίωμα μια άλλη που ήταν πιο έξυπνη και καλύτερα προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των καιρών. Αλλά η αδελφή Θεοφίλη ήταν σταθερά αποφασισμένη και εξέφρασε την αποφασιστικότητα της να φέρει σε πέρας την αποστολή της με το έτσι θέλω. Αυτή η επίδειξη αυτοπεποίθησης έγινε αποδεκτή με μεγάλη ικανοποίηση από τις λαϊκές δυνάμεις. Για μένα ήταν όλα αυτά απολαυστικά κι άρχισα να περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον το αποτέλεσμα. Γυρνώντας πίσω στο ανδρικό Μοναστήρι [της Τουρλιανης] είδαμε ότι είχε έρθει ο Δεσπότης, ότι όλα είχαν καλώς και με ευπρέπεια προετοιμαστεί κι έτσι η χειροτονία του ιερέα ορίστηκε για νωρίς το επόμενο πρωινό.
Σηκώθηκα πριν χαράξει, και χωρίς να μπω σε άχρηστες και κουραστικές για τον αναγνώστη λεπτομέρειες, έτρεξα για την τελετή της χειροτονίας. Με την ανατολή του ήλιου οι παππάδες είχαν ετοιμαστεί, ο δεσπότης ήλθε στην πύλη της εκκλησίας μ’ ένα μακρύ μαύρο κρέπι να αιωρείται από το καπέλο του, δυο εύσωμοι μοναχοί έβαλαν ένα έξοχα κεντημένο κόκκινο σατέν χιτώνα στους ώμους του κι ένας άλλος κρατούσε την ουρά κατά τον ίδιο τρόπο που κάποιοι κρατούν την ουρά των αξιωματούχων και των δικαστών: για ν’ αφήσουν να φύγουν πίσω οι «κακές οσμές»! Ποτέ δεν μπόρεσα να βρω άλλο λόγο για να κρατά κανείς ψηλά την ουρά της ενδυμασίας ενός σημαίνοντος προσώπου.
Μ’ αυτή την πομπή ο δεσπότης οδηγήθηκε στον δεσποτικό θρόνο του κι οι δυο διάκοι κρατώντας από ένα σύμπλεγμα ασημένιων κηροπήγιων, πλεγμένων μεταξύ τους μ’ έναν παράξενο τρόπο, στήθηκαν στην άκρη των σκαλοπατιών και είπαν κάτι μεγαλοφώνως, οπότε ένας άλλος παππάς ντυμένος με κόκκινο χιτώνα γεμάτο με θρησκευτικά σύμβολα και «ιερογλυφικά», βαστώντας ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου βγήκε από το ιερό και ο δεσπότης ασπάστηκε το Ευαγγέλιο. Τότε τοποθετήθηκε μια καρέκλα στο μέσον της εκκλησίας προς την οποία κατευθύνθηκε ο δεσπότης. Ο κόκκινος χιτώνας αφαιρέθηκε από τους ώμους του και του φόρεσαν ακόμα πιο μεγαλόπρεπα άμφια. Την ίδια στιγμή όσοι παρακολουθούσαν έψελναν όλοι μαζί κι ακολούθησε αμέσως μετά δυνατά το «Non Nobis». Όταν τελείωσε αυτό το μέρος της τελετής, ο Δεσπότης, ένα κοντόχοντρο άτομο ύψους όχι παραπάνω από ένα μέτρο και σαράντα εκατοστά, σχεδόν άκαμπτο σαν αρματωμένος ιππότης λόγω των χρυσοποίκιλτων ρούχων του, σηκώθηκε και παίρνοντας τα δυο συμπλέγματα των κηροπήγιων από τους διάκους τα κούνησε προς τα μπρος και προς τα πίσω, προφέροντας λόγια που έκαναν όλους τους παρακολουθούντες να σταυροκοπιούνται. Τα κεριά τότε επιστράφηκαν στους διάκους κι ο μελλοντικός παππάς, που σε λίγο θα είχε στα χέρια του τη δύναμη να εξαπατά τους αφελείς ναυτικούς και τις οικογένειές τους, γονάτισε μπροστά στον δεσπότη ο οποίος κάνοντας το σημείο του σταυρού στο κεφάλι του ξανακάθησε στον θρόνο, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι έψελναν χαρμόσυνα. Όταν τελείωσε η ψαλμωδία, ο νέος εν Θεώ πατήρ μπήκε στο ιερό και τελέστηκε η λειτουργία, μετά την οποία δύο ιερωμένοι πήραν τον νέο χειροτονημένο ιερέα από το χέρι και τον οδήγησαν αρκετές φορές μέσα σε έκσταση, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν μέχρι τα αυτιά, μέσα στο ιερό μπαίνοντας από τη μια πόρτα και βγαίνοντας από την άλλη. Αυτός κάθε φορά ασπαζόταν δυο εικόνες, που ήταν, υποθέτω, του Χριστού και της Παναγίας, πότε πότε δε φιλούσε και την Αγία Τράπεζα. Μόλις η τελετή της χειροτονίας ολοκληρώθηκε, μετά από ένα βιαστικό πρόγευμα οδηγηθήκαμε στο Μοναστήρι των καλογραιών [στο Παλιόκαστρο]
Κατά την άφιξή μας βρήκαμε την αδερφή Θεοφίλη να πηγαινοέρχεται βιαστική, ετοιμάζοντας με τη βοήθεια των ανιψιών της, δυο πανέμορφων κοριτσιών, λεμονάδες και γλυκά για να τα προσφέρει στον δεσπότη και τους επισκέπτες. Συχνά άφηνε τα πηγαιν’-έλα της για να μας πει τι βαρύ έργο ανάλαβε με τις σχισματικές που ήθελαν να λύσουν τις διαφορές τους με ακρότητες. Καθώς μίλαγε, ειδοποιήθηκε ότι κατέφθανε ο δέσποτας κι αμέσως τσακίστηκε να πάει να τον συναντήσει. Όλες οι μοναχές, που είχαν κληθεί για να παρευρεθούν, παρατάχθηκαν σε ίσες σειρές στις δυο πλευρές της εισόδου με την αδελφή Θεοφίλη να στέκεται μεγαλόπρεπα στα σκαλοπάτια. Επιτέλους, ο δεσπότης θεάθηκε να πλησιάζει τον λόφο. Προπορευόταν ένας παππάς μεταφέροντας τη δεσποτική πατερίτσα, την ποιμαντορική δηλαδή ράβδο, ενώ ακολουθούσε κόσμος ντυμένος με τα καλά του. Ανάμεσα σ’ εκείνη την ακολουθία παρατήρησα αρκετά χωριανά παλληκαράκια με ραβδί στο ένα χέρι και στο άλλο μεγάλα μπουκέτα με λουλούδια. Μόλις είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ την προτίμηση των χωριανών ανθρώπων, γενικώς παντού, για μαγκούρες και πολύχρωμα μεγάλα μπουκέτα και προσπαθούσα να δώσω μιαν αληθοφανή εξήγηση, όταν μια από τις καλογριές το ’σκασε ξαφνικά τρέχοντας από τη σειρά της κι έπεσε γονυπετής στο έδαφος μπροστά στο άλογο του δεσπότη. Σε χρόνο λιγότερο από ένα «Αμήν» η αδερφή Θεοφίλη όρμησε προς τα εμπρός, άρπαξε τη μοναχή από το μπράτσο και δίνοντας της τρία άγρια χτυπήματα στη ράχη την έσπρωξε με βία πίσω απομακρύνοντάς την από εκεί. Η πράξη της καλόγριας ήταν πρόκληση μεγαλύτερη από τις αντοχές της αδελφής Θεοφίλης, που έβλεπε μέσα σε λίγη ώρα να καταστρέφεται ό,τι είχε σχεδιάσει κι ετοιμάσει με τόση προσοχή. Ωστόσο, ο έλεγχος της κατάστασης είχε ανεπανόρθωτα χαθεί. Η τάξη είχε διασαλευθεί κι ο δεσπότης γίνηκε δεκτός εν μέσω μιας γενικής οχλαγωγίας κατά την οποία ξεχώριζαν οι δυνατές κραυγές του γέλιου. Η καημενούλα η καλογριά δεν φαινόταν και πολύ στα καλά της και χαζούλα καθώς ήταν παρασύρθηκε σ’ αυτή την άκαιρη και υπερβολική επίδειξη ζήλου θαμπωμένη από τη εντυπωσιακή λαμπρότητα της εμφάνισης του δεσπότη. Αυτός, τέλος, κατέβηκε από το άλογο και περπάτησε ώς την εκκλησία.
Οι καλογριές πλησίασαν κι αυτές διαδοχικά και γονατιστές με το μέτωπό τους στο έδαφος φίλησαν τα πόδια του. Τότε οι δύο αντιμαχόμενες ομάδες παρουσίασαν τις αντίστοιχες υποψήφιές τους. Επακολούθησε λογομαχία που την έκλεισε η αδερφή Θεοφίλη πραξικοπηματικά αρπάζοντας το μπράτσο της αντιπάλου υποψήφιας και τραβώντας την μακριά από τον δεσπότη με βία, ολοφάνερα αντίθετα σε κάθε έννοια ελεύθερης εκλογής. Ο δεσπότης, μπασμένος κι αυτός στο κόλπο, δέχτηκε αμέσως την υποψήφια που διάλεξε η δική μας ομάδα, [δηλαδή η ομάδα της Θεοφίλης], κι ευθύς μπήκε στην εκκλησιά για να την χειροτονήσει, αλλά όταν κλήθηκε η υποψήφιά μας να παρουσιαστεί, δεν εμφανίστηκε. Φοβούμενη μελλοντικά παρατράγουδα κι απειθαρχίες κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας της υπαναχώρησε από το προσφερόμενο αξίωμα. Ο «αρχηγός» μας όμως, δηλαδή η μοναχή Θεοφίλη, δεν ήταν άτομο παίξε-γέλασε. Αναπηδώντας από το στασίδι της άρπαξε την προστατευόμενη της από το χέρι και την υποχρέωσε να δεχτεί την ευλογία [του δεσπότη]. Οι καλογριές τότε μία μία γονάτισαν μπροστά στη νέα Ηγουμένη και της πρόσφεραν υπακοή και πίστη. Η αρχηγός της αντίθετης ομάδας, που ήταν κατά κάποιο τρόπο ακόμα ανυπότακτη, αντί να γονατίσει κι αυτή άρχισε να διαμαρτύρεται για το αντικανονικό των διαδικασιών, αλλά η αδελφή Θεοφίλη, με τη χαρακτηριστική ετοιμότητα και αποφασιστικότητά της, της έκοψε τον αέρα γρήγορα, με μια σπρωξιά στον σβέρκο της πράγμα που την οδήγησε με… ευλάβεια μπροστά στα πόδια της νέας Ηγουμένης!
Σε λιγότερο από μισή ώρα μετά από τη χειροτονία η τάξη είχε αποκατασταθεί πλήρως μέσα στην αδελφότητα. Απολαύσαμε τη λεμονάδα και τα γλυκά με ηρεμία, οι καλογριές ξανάρχισαν το πλέξιμό τους και τώρα ακούω πως όλα είναι ξανά μέλι-γάλα!
Υμέτερος, κ.λπ.
Επιστολή XLIII. [43] – Μύκονος, 1 Ιουνίου
[Καλέ μου φίλε,]
το ελληνικό λογοτεχνικό πνεύμα σίγουρα δεν έχει τόσο πολύ παρακμάσει όσο θέλουν να μας κάνουν να πιστέψομε. Είδα εδώ μια μετάφραση της Ιστορίας της Ελλάδας του Goldsmith[14], μια Συστηματική Φιλοσοφία μεταφρασμένη από τα γαλλικά κι αρκετές ποιητικές εκδόσεις από τις οποίες πολύ θαυμάζεται ένα κρητικό βουκολικό ποίημα[15], που συχνά το συναντάς στα χέρια του απλού λαού, όπως τον δικό μας Καλό Ποιμένα [The Gentle Shepherd[16]] στη Σκωτία. Ο αριθμός των πρωτότυπων ρωμαίικων πνευματικών εργασιών, ιδιαίτερα στην ποίηση, που έχουν εκδοθεί στη Βιέννη και στην Ιταλία, είναι καθώς μου έχουν πει πολύ σημαντικός […]. Υπάρχει σ’ αυτό το νησί ένας φτωχός γεροντάκος, ένας δάσκαλος που έχει συνθέσει έναν ικανό αριθμό στίχων και θα ’ταν ευτυχισμένος αν τους έβλεπε τυπωμένους. Πολλοί από αυτούς τους στίχους λέγεται ότι είναι θελκτικότατα συνθεμένοι, αλλά, όπως φαίνεται, θα χαθούν για πάντα. Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτε πιο αξιολύπητο από έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν με αναμφισβήτητο ταλέντο και με επίγνωση της ποιητικής του δύναμης, αλλά συγχρόνως και με τη βεβαιότητα πως θα κατεβεί στο μνήμα άγνωστος, χωρίς να έχει τη συμπάθεια κανενός γι’ αυτή την αδικία. Εάν επρόκειτο να μείνω εδώ, θα προσπαθούσα να του δώσω την ευκαιρία να πετύχει αυτό που θέλει, τη φήμη, που τόσο απέλπιδα επιθυμεί, βρίσκοντας συνδρομητές για να τυπωθούν μερικές από τις ωδές του.
Οι δυο αρχαίοι λαοί που περισσότερο επηρέασαν την ανθρωπότητα στην Ευρώπη είναι οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Οι πρώτοι με τη λογοτεχνία τους και οι τελευταίοι με τη θρησκεία τους, αλλά οι απόψεις των πρώτων ήταν πάντα σε διάσταση μ’ εκείνες των τελευταίων […].
Επιστολή XLIV. [44] – Μύκονος, 5 Ιουνίου
[Καλέ μου φίλε,]
επωφελούμαι της ευκαιρίας που ένα σκάφος αναχωρεί για τη Μάλτα να σας στείλω το ημερολόγιό μου. Συμπερασματικά, νομίζω ότι μπορώ να σας δώσω μια αναφορά με τις γενικές εντυπώσεις που χαράχτηκαν στο μυαλό μου για την κατάσταση των τόπων και των ανθρώπων που επισκέφτηκα και συνάντησα […].
Τα νησιά είναι βεβαίως από κάθε άποψη σε καλύτερη μοίρα από τα υπόλοιπα [υπό τουρκική κατοχή] μέρη εντός ευρωπαϊκού εδάφους, και μόνο σ’ αυτά φαίνονται να είναι οι Έλληνες σε πλεονεκτική θέση. Απολαμβάνουν όλες τις παλιές ελευθερίες τους, και το γεγονός ότι δεν ευημερούν όπως παλιά οφείλεται περισσότερο στην αδιαφορία των άλλων χωρών παρά στη συμπεριφορά των Τούρκων.
Αν και οι Τούρκοι είναι οι κατακτητές της Ελλάδας, ωστόσο, καθώς αυτοί δεν αναλογούν παρά μόνο σ’ ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, δεν έδειξα μεγάλο ενδιαφέρον για να τους γνωρίσω και να τους καταλάβω. Η Ευρώπη δεν είναι η κατάλληλη χώρα γι’ αυτούς [sic]. Οι απόψεις, τα συναισθήματά τους, η συμπεριφορά κι ο χαρακτήρας τους λίγα κοινά έχουν με τους υπόλοιπους κατοίκους. Ο Τούρκος στην Ασία είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον σ’ ευρωπαϊκό έδαφος. Στην Ευρώπη, φαίνεται σαν ξένος ή μάλλον σαν στρατιώτης εν ώρα καθήκοντος, που πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλάξει τα κόλπα και τα τερτίπια της τακτικής του, καθηλωμένος στον εγωισμό της εξουσίας που κατέχει. Στην Ασία είναι πιο ήμερος και πο ανθρώπινος. Νιώθει πως βρίσκεται στην πατρίδα του, είναι πιο φιλόπονος και πιο υπομονετικός, κι αν και η έπαρση και η επιφυλακτικότητα του χαρακτήρα του διατηρούνται ακέραιες και εξίσου έντονες, διαθέτει αρετές αξιοσέβαστες. Όχι μόνο θεωρεί το δικό του σπίτι σαν το κάστρο του, αλλά πιστεύει ότι κι εκείνο του γείτονα είναι απαραβίαστος και ιερός χώρος μέσα στον οποίο δεν του επιτρέπεται επ’ ουδενί να μπει απρόσκλητος και να ενοχλήσει. Η περιφρόνηση που νιώθει για τους Χριστιανούς οφείλεται λιγότερο στη θρησκοληψία και τη μισαλλοδοξία που έχει ενσταλαχτεί μέσα του από τη μωαμεθανική πίστη και περισσότερο στον λατρευτικό παραλογισμό στον οποίο έχουν υποπέσει οι ίδιοι οι Χριστιανοί στις κατακτημένες χώρες τους […].
(1810)
Απόδοση στα ελληνικά: Β. Πετρίδου-Νάζου & Π. Κουσαθανάς
Ιδού τώρα και το επιστέγασμα με τη γοητευτική κατακλείδα όλων των παραπάνω από τον τρισεγγονό τού Ιωάννη, τον Γεώργιο Γκαλτ, που χαίρει άκρας υγείας στην όμορφη χώρα του Καναδά:
β΄
George Galt
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΡΩΣΟΥ ΠΡΟΞΕΝΟΥ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ (1980)
Ακόμα και αν δεν είχα δουλειά στη Μύκονο, θα ερχόμουνα εδώ, αν κι όχι με μεγάλο ενθουσιασμό. Έχει τη φήμη ότι αρχιτεκτονικά είναι η πιο καλά διατηρημένη από τις Κυκλάδες, αλλά επίσης και η πιο χαλασμένη από τον τουρισμό. Ημερήσια κρουαζιερόπλοια σταματούν στο νησί και μετά στη Ρόδο και στη Σαντορίνη. Έτσι πολλοί περαστικοί επισκέπτες, πάνω από δύο δεκαετίες τώρα, άφησαν το σημάδι τους: σε κάθε δρόμο μαγαζιά με αναμνηστικά, ακριβά καταστήματα ρούχων και μπουτίκ με κοσμήματα. Σαν τη Ρόδο, η Μύκονος τα πήγε πολύ καλά με το τουριστικό εμπόριο, κι όπως η Ρόδος θυσίασε κι αυτή ένα ποσοστό της αυθεντικότητας της.
Ακόμα και έτσι, η δαιδαλώδης μεσαιωνική τοπογραφία αυτής της πόλης ευχαριστεί μάτι και μυαλό. Λευκότερη από την Πάρο, με πιο περίπλοκες στροφές και δρομάκια, η Χώρα της Μυκόνου φαντάζει σαν σπηλιά, καμωμένη από ανθρώπινα χέρια και πασπαλισμένη με ζάχαρη, που την κατοικούν ξωτικά και ιππόγρυπες. Οι δρόμοι στρίβουν προς όλες τις κατευθύνσεις, ο σχεδιασμός τους σκόπευε να μπερδέψει τους πειρατές που λεηλατούσαν, κι ο σημερινός επισκέπτης χάνει τον δρόμο του. Κάθε δρόμος έχει ένα παρεκκλήσι και κάποιοι έχουν δύο ή τρία. «Ο αριθμός των εκκλησιών», έγραψε ο John Galt, «είναι τόσο απίστευτος, που δεν θα τολμήσω να κάνω μια εκτίμηση για αυτόν… Μέχρι τελευταία, ήταν η συνήθεια των ναυτών και των καπεταναίων, όταν γλύτωναν από ένα εξαιρετικό κίνδυνο, να χτίζουν μια εκκλησία ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους στον Άγιο ο οποίος τους βοήθησε όταν τον ικέτευσαν κατά τη διάρκεια του κινδύνου».
Ο πρόγονος μου, ήρθε στη Μύκονο για τον ίδιο λόγο που επισκέφθηκε την Ύδρα δύο μήνες νωρίτερα, για να εξερευνήσει το λιμάνι σαν μία πιθανή βάση για την εμπορική επιχείρηση που οραματιζόταν. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα πλευρά σ’ αυτές τις περιηγήσεις. Από τη μία μεριά είχε σκοπό να συναντήσει τον εκπρόσωπο του Λόρδου Έλγιν, έναν κάποιο Signore Luseri που είχε στην κατοχή του αυτά που τώρα ονομάζουμε Ελγίνεια Μάρμαρα. Ολόκληρη η συλλογή των αγαλμάτων, συσκευασμένων και έτοιμων να μεταφερθούν στην Αγγλία, κρατήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά αντί πληρωμής για την ετοιμασία και συσκευασία τους. Ο Λουζέρι δεν είχε μπορέσει να τακτοποιήσει τα χρεωστούμενα και απευθύνθηκε στον Γκαλτ για να τον συμβουλευτεί. Ο πρόγονος μου συμφώνησε να αναλάβει να παραδώσει τα μάρμαρα στη Μάλτα, με τη συμφωνία ότι εάν αναλάμβανε ο ίδιος τα έξοδα της μεταφοράς τους, η λεία θα ήταν δική του. Η ανάγκη για μη κοινοποίηση της είδησης και για μυστικότητα έθαψε αυτή την πληροφορία από το ταξιδιωτικό του βιβλίο, αλλά εμφανίζεται αργότερα (1833) στην αυτοβιογραφία του. «Μπροστά μου είχα την ευκαιρία», έγραψε, «να γίνουν δικά μου τα πιο εξαιρετικά λείψανα της τέχνης στον κόσμο κι αν τα πουλούσα στο Λονδίνο θα κέρδιζα μια ολόκληρη περιουσία. Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος». Έγραψε στους Μαλτέζους πράκτορές του δίνοντας εντολές να πληρώσουν τους λογαριασμούς και είχε ήδη στείλει το φορτίο στην Ύδρα από όπου ένα πολεμικό πλοίο θα το συνόδευε για προστασία στο πιο επικίνδυνο ταξίδι, προς τη Μάλτα. «Αλλά με την άφιξη του πλοίου εκεί, ο πράκτορας του Λόρδου πλήρωσε τους λογαριασμούς και η πατριωτική μου απληστία ματαιώθηκε. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι είχα την υποψία ότι αυτό θα συνέβαινε». Είναι λίγο απογοητευτικό το ότι ο Λόρδος έκλεψε τη φήμη και τη λεία του Γκαλτ τόσο γρήγορα στην ιστορία μας, αλλά δεν λυπάμαι καθόλου που τα μάρμαρα έχουν το όνομα του Έλγιν κι όχι το δικό μου. Δεν θα ’ταν καθόλου βολικό να ’χει κανείς εκείνα τα μάρμαρα να κρέμονται σαν βαρίδια γύρω απ’ το λαιμό του καθώς ταξιδεύει σ’ αυτή τη χώρα. Οι Έλληνες δεν συγχώρεσαν ποτέ τους Βρετανούς που άρπαξαν βιαστικά τον πιο πολύτιμο εθνικό θησαυρό τους. Λέγεται ότι η πρώτη επίσημη αίτηση που δέχεται ο εκάστοτε νέος Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα είναι η επιστροφή των μαρμάρων, και υποθέτω ότι οποιοσδήποτε σχετίζεται με την απαγωγή τους θεωρείται εδώ πειρατής. Ο ίδιος ο Γκαλτ γράφοντας για τον «πειρασμό» που ήταν τόσο μεγάλος είναι σαν να παραδέχεται ότι η αφαίρεση των μαρμάρων ήταν [από τότε] ηθικά διάτρητη.
Η περιπέτεια με τα μάρμαρα δεν έβγαλε σε τίποτα, υπήρχε ακόμη η πιθανότητα να παρακαμφθεί ο αποκλεισμός του Ναπολέοντα με μιαν εμπορική εταιρεία του Αιγαίου. Ο πρόγονος μου ήταν εντυπωσιασμένος με τη Μύκονο, τη θέση της και τους κατοίκους της, και διάλεξε να ιδρύσει την νέα του επιχείρηση εδώ. «Στους τρόπους τους οι σημερινοί Μυκονιάτες θεωρούνται περισσότερο ευγενικοί και πιο ευρέων αντιλήψων από τους άλλους Έλληνες. Αυτό αποδίδεται στην επίδραση και στο παράδειγμα ενός Ρώσου ευγενή ο οποίος παρέμεινε εδώ ως Γενικός Πρόξενος πριν από [περίπου] 25 χρόνια με σκοπό να προωθήσει την υπόθεση και τα συμφέροντα της χώρας του ανάμεσα στους Έλληνες νησιώτες. Η σύζυγός του, μια γυναίκα από βενετσιάνικη αριστοκρατική γενιά, καθιέρωσε στο νησί χορούς και θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες είχαν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι κάτοικοι του νησιού πλην εκείνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα». Για τον Ρώσο πρόξενο τίποτα άλλο δεν αναφέρεται στο βιβλίο του Γράμματα από την Ανατολή.
Ο Γκαλτ απόκτησε ένα κτήριο στη Μύκονο, το οποίο επρόκειτο να χρησιμοποιήσει σαν αποθήκη για την εμπορική εταιρεία του. Το κτήριο ήταν πρωτύτερα αρχηγείο για τη Ρωσική αποστολή. Το περιγράφει σύντομα: «Σε ένα σημείο της ξηράς κοντά στην πόλη στέκεται ένα ευρύχωρο μέγαρο, που ανεγέρθηκε από τον Κόμη Ορλώφ, και στη συνέχεια έγινε η κατοικία του Ρώσου γενικού πρόξενου… Έχω ακόμη στα χέρια μου το παραχωρητήριο συμβόλαιο του αρχοντικού αυτού προς εμένα από την κοινότητα.»
Εάν είχε διασωθεί, θα ήθελα να δω το κτήριο του Galt. Αυτό είναι μια επιθυμία ασήμαντη ίσως, αν και όλοι μας τέτοιες επιθυμίες τις παίρνομε κατά καιρούς στα σοβαρά. Εξετάζομε επιτύμβιες στήλες, φωτογραφικές πλάκες, οικογενειακά κειμήλια, και παλιά κτήρια, ψάχνοντας για κάποιο σημάδι του εαυτού μας, απόδειξη ότι η ζωή υπερφαλαγγίζει τα χρονικά όρια της ζωής κι αποτελεί απόδειξη ότι δεν γεννηθήκαμε χθες και δεν θα πεθάνομε αύριο. Κατά μία ευρεία έννοια η περιέργεια για την αρχαία και τη μεσαιωνική Ελλάδα είναι το ίδιο πράγμα.
Δεν είναι πολλές οι πληροφορίες από την περιγραφή της γεωφυσικής τοπογραφίας πάνω στις οποίες θα μπορούσα να στηριχτώ. Ο Γκαλτ γράφει στην Αυτοβιογραφία του: «Σε μιαν άκρη ξηράς κοντά στην πόλη υπάρχει ένα μεγάλο μέγαρο». Ωστόσο, σχεδόν σίγουρα, δεν θα υπήρχε περισσότερο από ένα σπίτι κτισμένο από τον κόμη Ορλώφ, ούτε περισσότερες από μια προξενικές κατοικίες για τον Ρώσο πρόξενο. Η Μεγάλη Αικατερίνη αφαίρεσε με τη βία τα προξενικά δικαιώματα από τους Τούρκους το 1774, αλλά ποτέ δεν εκμεταλλεύθηκε εξ ολοκλήρου αυτό το προνόμιο. Οι Ρώσοι πρόξενοι διορίζονταν στα νησιά κατά ακανόνιστα χρονικά διαστήματα και χωρίς σπουδαίους πόρους. Το καλύτερο που είχα, λοιπόν, να κάνω, αντί να ψάχνω για τις γεωφυσικές ομοιότητες που τόσο σύντομα περιγράφει ο Γκαλτ, ήταν να πάρω πληροφορίες για ένα σπίτι που κτίστηκε από Ρώσους.
Για την περίπτωση που το μέγαρο του Κόμη Ορλώφ θα ήταν ένα περίοπτο ορόσημο, διάθεσα μία μέρα κυκλοφορώντας μέσα στην πόλη, ανιχνεύοντας σημεία της ξηράς και ευρύχωρα σπίτια που να ταιριάζουν σε πρόξενο. Τίποτα προφανές δεν αποκαλύφθηκε από μόνο του. Αντί αυτού μια εικόνα με τα μοναδικά μοιρολόγια της Μυκόνου εμφανιζόταν συνεχώς μπροστά μου ανακαλώντας τις περιγραφές που άφησε ο πρόγονός μου και άλλοι. Ο Theodore Bent στο βιβλίο του Κυκλάδες, που εκδόθηκε το 1884 (το οποίο ίσως αποτελεί την καλύτερη παλιά ταξιδιωτική μαρτυρία γι’ αυτά τα νησιά[17]), έγραφε: «Παντού στις Κυκλάδες μάς είπαν ότι όταν έλθομε στη Μύκονο θα πρέπει να επιδιώξομε ν’ ακούσομε τα καλύτερα μοιρολόγια για τον νεκρό που υπάρχουν στην Ελλάδα κι ότι η άγονη Μύκονος είχε αυτήν –να μην αξιώνεται κανείς να τη ζηλέψει!– την ειδικότητα. Πουθενά αλλού, εκτός από εκεί, δεν θα μπορούσαν οι θρηνούσες γυναίκες να μοιρολογούν πάνω από τον νεκρό με τόσο συνταρακτικά μοιρολόγια που σπαράζουν την καρδιά. Έτσι φτάσαμε στη Μύκονο με την ακλόνητη αποφασιστικότητα να περιμένομε μέχρι κάποιος να πεθάνει». Κάποιος όντως πέθανε, και ο Bent είδε και άκουσε τους εκπληκτικούς Μυκονιάτικους θρήνους. Τώρα, έναν αιώνα αργότερα, συνάντησα τυχαία μία ανοικτή είσοδο στην οποία καθότανε ένας παππάς έχοντας στο πλευρό του δύο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν μία ετοιμασία νεκρού, του οποίου το σώμα φαινόταν σε ένα δωμάτιο πίσω. Περνώντας και ξαναπερνώντας περίμενα να ακούσω τα υπέροχα μοιρολόγια, αλλά ακουγόταν μόνο ένας σιγανόφωνος λυγμός και πότε πότε κάποια πνιγμένα βογγητά. Πολύ αργά πλέον! Είχαν πια περάσει από εκείνη την εποχή χρόνια πολλά και γενιές ολόκληρες. Καμμιά σημασία δεν έχουν όλα αυτά τώρα. Ο καιρός περνά, οι συνήθειες κι οι τρόποι ζωής αλλάζουν, όλα τα πράγματα πεθαίνουν.
Δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγιος διδάσκαλος, κάποιος βιβλιοθηκάριος ή φιλαναγνώστης στο νησί, που θα ’ξερε ποιο ήταν το ρωσικό σπίτι. Στη βιβλιοθήκη μου έδειξαν ένα παλιό βιβλίο με φωτογραφίες του νησιού, ένα εκλεκτό έργο τέχνης, αλλά ούτε απ’ αυτό βρήκα απάντηση στην ερώτηση μου[18]. Στην τουριστική αστυνομία λοιπόν, όπου πήγα να εξηγήσω τα σχετικά με την έρευνα μου και να ζητήσω βοήθεια, με συμβούλευσαν ν’ αποτανθώ στον δήμαρχο.
Στον δεύτερο όροφο ενός ευρύχωρου παλαιού κτηρίου της παραλίας είναι εγκατεστημένα τα δημοτικά γραφεία της Μυκόνου. Ο δήμαρχος, o dthiemarkos, με δέχεται εγκάρδια στο μεγάλο παλιό δωμάτιο, καλά εξοπλισμένο με έπιπλα και καλοδιατηρημένο. Με βάζει σε μια άνετη καρέκλα απέναντι από το δημαρχιακό γραφείο και είναι έτοιμος να δεχτεί τις ερωτήσεις μου. Παρ’ όλο που ο περίγυρος είναι επίσημος, η συνέντευξή μας δεν είναι. Ο δήμαρχος είναι ντυμένος λίγο-πολύ σαν τους βαρκάρηδες του λιμανιού και η αυτοπεποίθησή του τον κάνει να ’ναι ήρεμος και χαλαρός. Μόνο ένα πράγμα με ενοχλεί σ’ αυτή τη συνάντηση. Πίσω από το δήμαρχο, στο πλευρό του στέκεται ένας αγροίκος χοντράθρωπος με σταυρωμένα χέρια. Οποτεδήποτε τα ελληνικά μου σκοντάφτουν, παρεμβαίνει επιθετικά, αναλαμβάνοντας το ρόλο του διερμηνέα για τον δήμαρχο κι ούτε που παίρνει χαμπάρι πως το πρόβλημα μου δεν είναι πρόβλημα κατανόησης αλλά έκφρασης χρησιμοποιώντας ο ίδιος ένα απερίγραπτο είδος της αγγλικής γλώσσας. Δεν έχω καταλάβει αν υπηρετεί ως βοηθός γραμματέα ή ως σωματοφύλακας ή σαν ένα είδος δαιμονικού επιτηρητή για λογαριασμό των συμφερόντων κάποιας αόρατης ομάδα. Παρά τις διακοπές του, εντούτοις, ο δήμαρχος και εγώ συνεχίζομε την κουβέντα μας καταλαβαίνοντας ο ένας τον άλλον.
–Αυτός ο πρό-προπάππος μου, του εξηγώ μετά από μια μακριά και συνεχώς διακοπτόμενη εισαγωγή, απόκτησε ένα κτήριο εδώ στη Μύκονο. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι, που χτίστηκε αρχικά για τους Ρώσους πρόξενους.
–Ναι, παρεμβαίνει, ο άξεστος στα ελληνικά. Οι Ρώσοι κατέλαβαν πολλά από αυτά τα νησιά από τους Τούρκους και τα κράτησαν για πολλά χρόνια.
Ο κολαούζος του δημάρχου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας ειδικός στην τοπική ιστορία, μόνο που τα δεδομένα του ήταν διαστρεβλωμένα. Είναι αλήθεια ότι οι Ρώσοι είχαν τον στρατιωτικό έλεγχο σε κάποια από αυτά τα νησιά του Αιγαίου ανάμεσα στο 1770 και το 1774, αλλά ποτέ πραγματικά δεν τα αποίκισαν.
Ο δήμαρχος χαμογελά.
–Ο προ-προπάππους σας αγόρασε πράγματι αυτό το κτήριο;, ρωτάει προφανώς με δυσπιστία.
Αυτός και η «σκιά» του διασκέπτονται για μια στιγμή και μετά φωνάζουν μια γραμματέα από το, προθάλαμο. Εμφανίζεται μ’ ένα έγγραφο που και οι τρεις τους το εξετάζουν με προσοχή, φτάνοντας επιτέλους στο αμοιβαίο συμπέρασμα:
–Αυτό είναι το κτήριο, αναγγέλλει ο δήμαρχος.
–Αυτό εδώ;
Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω.
–Αυτό ακριβώς το κτήριο, επαναλαμβάνει με έμφαση, δείχνοντας με το χέρι το δωμάτιο.
–Το κτήριο στο οποίο καθόμαστε τώρα. Ήταν το σπίτι των Ρώσων προξένων. Δεν υπάρχει άλλο. Είναι βέβαιο ότι πρέπει να ’ναι αυτό το κτήριο.
«Οι κάτοικοι της Μυκόνου», έγραψε ο Τζον Γκαλτ, «στην Καντζιλλαρία [ = ένα είδος κυβερνείου-δικαστηρίου], έχουν συγχρόνως συμβολαιογραφικό αρχείο, όπου καταγράφονται και αρχειοθετούνται οι ακίνητες περιουσίες των κατοίκων του νησιού επί πολλές εκατοντάδες χρόνια τώρα».
Σκέφτομαι να ρίξω μια ματιά σ’ αυτόν το κατάλογο ιδιοκτησιών, να δω εάν επιβεβαιώνει το συλλογισμό του δημάρχου [ότι αυτό το κτήριο της δημαρχίας είναι που αγόρασε ο προ-προπάππους μου]. Τον ρωτάω πού είναι. Ανασηκώνει τους ώμους του, σαν να μου λέει πως δεν τον πιστεύω, αλλά τηλεφωνεί στον υπεύθυνο υπάλληλο, δίνοντας μια εξήγηση που δεν την πολυκαταλαβαίνω, και μετά μου λέει ότι αυτή τη στιγμή είναι πολύ απασχολημένοι στο συμβολαιογραφείο, αλλά αν μπορούσα να περιμένω μιά-δυο μέρες… Ήδη μια αμηχανία αρχίζει να υφέρπει στη συζήτησή μας. Αρχίζω μόλις να καταλαβαίνω ότι νομίζουν πως εγώ διανοούμαι να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου επί της περιουσίας του προ-προπάππου μου κραδαίνοντας μια φυλαγμένη κιτρινισμένη συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας ύστερα από τόσα χρόνια και ζαμάνια!
–Then birazei,’ λέω. Δεν έχει σημασία. Και προσθέτω:
–Είμαι ευχαριστημένος που βρήκα το σπίτι.
Ο δήμαρχος χαμογελά ανακουφισμένος και χωρίζομε φιλικά.
Ξανά στον Γιαλό, περιεργάζομαι με προσοχή το κτήριο. Από κάτω, στο ισόγειο, είναι ένα καφενείο-μια ταβέρνα όπου είχα γευματίσει μερικές φορές, και πλάι στη ταβέρνα, ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο. Αν εξαιρέσεις λίγα από τα καινούργια ξενοδοχεία, αυτό το παλιό μέγαρο φαίνεται να είναι το πιο ευρύχωρο κτήριο της πόλης. Μέσες-άκρες ταιριάζει με την ασαφή περιγραφή του Γκαλτ. Δεν υπάρχει λόγος που θα ’πρεπε να ταιριάζει ακριβώς, μιας κι όταν το περιέγραψε είχαν περάσει είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια από τότε που το είχε δει, η χρονική δηλαδή απόσταση ανάμεσα στο ταξίδι του στην Ελλάδα και τη Μύκονο το 1810 και στο χρόνο της σύνταξης της αυτοβιογραφίας του το 1833. Βλέπω τώρα στην είσοδό του μια φθαρμένη από τα χρόνια πλάκα, που αναφέρει ότι το σπίτι είχε ανεγερθεί από τους Ρώσους πρόξενους και «επισκευαστεί από τον δραστήριο δήμαρχο[19]» της Μυκόνου το 1922. Σίγουρα αυτό είναι το κομμάτι της ακίνητης περιουσίας πάνω στο οποίο ποντάρισε τα καταδικασμένα εμπορικά του όνειρα ο προ-προπαππούς μου Τζον Γκαλτ. Είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα, η θεωρία ότι θα μπορούσα να εγείρω κάποια νόμιμη αξίωση πάνω σ’ αυτήν την περιουσία. Ο δήμαρχος προς στιγμή φοβήθηκε, καθώς πέρασε ίσως απ’ το μυαλό του η ίδια φευγαλέα σκέψη. Αλλά η απάντηση πραγματικά δεν έχει σημασία. Μόνο ένας μουρλός από την απληστία ή την προγονική λατρεία άνθρωπος θα επιχειρούσε ν’ αρπάξει από μια φούχτα Έλληνες νησιώτες το δημαρχείο τους. Φανταστείτε μόνο τη λύσσα και την παραφορά ενός τέτοιου κηρυγμένου πολέμου! Φανταστείτε την εμπάθεια και τ’ αντίποινά του! Πολλά φανταστικά σενάρια θα μπορούσαν να συνοδέψουν αυτήν την υποθετική διεκδίκηση, και κλωθογυρίζω στο μυαλό μου την όλη ιστορία γαρνίροντάς την με κάθε είδους λεπτομέρειες. Αν μη τι άλλο αυτή η προκλητική ανίχνευση του παρελθόντος είναι στο κάτω κάτω και άσκηση της φαντασίας. Κι έχω όλη μου την άνεση επιστρατεύοντας τη φαντασία μου να την παρατείνω όσο τραβά η καρδούλα μου καθώς είμαι αναπαυτικά καθισμένος στο καφενείο του ισογείου αυτού του καθόλου φανταστικού, αλλά καθ’ όλα πραγματικού μεγάρου, όπου μια φορά κι έναν καιρό ο Τζον Γκαλτ σχεδίαζε να διαχειριστεί και να εκμεταλλευτεί εμπορικά τον αποκλεισμό του Ναπολέοντα.
Δυο μέρες τώρα ο αγέρας και η βροχή κάνουν τη θάλασσα να βγάζει φίδια και κατόπιν ο καιρός κοπάζει λιγάκι. Επιτέλους το καΐκι θα μας πάει σήμερα ώς τη Δήλο. Αρκετοί επιβάτες περιμένουν και το λιμεναρχείο έδωσε την έγκρισή του.
Η μεγάλη φουσκοθαλασσιά που άφησε πίσω της η καταιγίδα μάς κλυδωνίζει πέρα ’δώθε, ψεκάζοντας με κύματα αλατόνερου όλο το μήκος του καταστρώματος μαζί και τους επιβάτες. Αυτός ο άγριος κλυδωνισμός μάς αναγκάζει ν’ αρπαχτούμε γερά από τα σίδερα της κουπαστής, κάποιοι άλλοι κατάχλωμοι ξερνοβολούν. Αυτό το μπουγάζι είναι περιώνυμο για τα άγρια νερά του, ωστόσο αμέτρητοι ταξιδιώτες το περνούν καθημερινά. Στην άλλη μεριά βρίσκεται η Δήλος, το ιερό νησί των αρχαίων Ελλήνων, κάποτε το θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο του αιγαιακού πολιτισμού και τώρα αρχαιολογικός χώρος […].
Εκτός από το φάντασμα του Πυθαγόρα, του μάγου-φιλόσοφου του 6ου π.Χ. αιώνα, που λέγεται πως είχε έλθει συμβατικά ευσεβής προσκυνητής[20] στη Δήλο, πολύ θα το ήθελα να κουβέντιαζα και μ’ εκείνο το άλλο φάντασμα, τον Τζον Γκαλτ· τα λόγια του δεύτερου που επέζησαν [εν αντιθέσει μ’ εκείνα του Πυθαγόρα] είναι τόσο πολλά ώστε δεν έχω καταφέρει να τα διαβάσω όλα. Και τα δύο φαντάσματα ταξίδεψαν σιωπηλά μαζί μου για τόσο πολύ καιρό που θα ’θελα να βγουν από τις σκιές για μια στιγμή και να μου πουν πώς τα πάω. Πάντα κρίνουμε το παρελθόν. Πότε πότε στεκόμαστε για λίγο κι αναρωτιόμαστε πώς αυτό μπορεί να κρίνει εμάς.
Ο πρόγονός μου δεν μου προκαλεί και πολύ σεβασμό, αλλά οπωσδήποτε θαυμάζω τα κατορθώματά του, κι ίσως τις λογοτεχνικές του δάφνες. Ο Πυθαγόρας, με την ευρύτητα του νοός του, ταξίδεψε από το κέντρο της γης μέχρι τα πιο μακρινά αστέρια και ξανά πίσω στην καρποφόρα Σάμο, χαράσσοντας μαγικά τρίγωνα στον ουρανό. Τα ταξίδια του Τζον Γκαλτ ήταν πιο εγκόσμια, περισσότερο χειροπιαστά, σαν τα δικά μου, αν κι αυτός βρέθηκε αντιμέτωπος με σκηνές στις οποίες εγώ ποτέ δεν θα παραστώ μάρτυρας. Ταξίδεψε μέσα σε κακουχίες που ποτέ δεν πρόκειται να υποστώ, μέσα σε τεράστιες δυσχέρειες, όπως τον πόλεμο του Ναπολέοντα, τους δολοφόνους πειρατές της Μεσογείου, τις αβεβαιότητες και τα καπρίτσια του καιρού όταν ταξιδεύει κανείς με ιστιοφόρα. Μια φορά, ενώ κοιμόταν κάτω από ένα δέντρο, ανατολίτες ληστές έκλεψαν απ’ αυτόν και την ομάδα του τον πολύτιμο εξοπλισμό τους, μαζί κι ένα άλογο. Εκείνες οι εποχές ήταν στην Ανατολή χωρίς νόμους, χωρίς ασφάλεια – πενήντα χρόνια αργότερα μια ομάδα Βρετανών ταξιδευτών συνελήφθη από ληστές για λύτρα και τελικά σφαγιάστηκε. Ο Γκαλτ δεν ήταν πάντα παρατηρητής όπως θα τον ήθελε ο σημερινός αναγνώστης, είχε όμως το θάρρος να ταξιδέψει και τη φιλόπονη προθυμία να καταγράψει όσα είδε και έπαθε. Ακόμη και στη σημερινή εποχή που η απόσταση από νησί σε νησί δεν είναι παρά ένα πήδημα με χόβερκραφτ, με τις άμεσες τηλεπικοινωνίες να παρέχουν ασφάλεια, το αργό διά θαλάσσης ταξίδι του Γκαλτ και οι μακροσκελείς, οι χωρίς καμμιά βιασύνη επιστολές του στην πατρίδα, αξίζουν να μνημονεύονται και να διαβάζονται.
Εδώ στο υπέρτατο σημείο της Δήλου, ενώ μπορώ να φανταστώ λίγα λόγια αποχαιρετισμού από τον Πυθαγόρα, δεν μπορώ να δω τον πρόγονό μου πουθενά. Ο Γκαλτ, όπως παραδέχεται στο βιβλίο του, δεν άντεχε την ερημιά και την απομόνωση, και δεν τον ενθουσίαζαν τα αρχαία ερείπια. Αν και είχε στραμμένα τ’ αφτιά του στην Ιστορία, ήταν εντούτοις πάνω από όλα ένας άνθρωπος του καιρού του, ένας πιστός οπαδός της επιστήμης, της ανάπτυξης του εμπορίου, της υλικής προόδου. Το παρελθόν γι’ αυτόν ήταν κάτι που έπρεπε να ξεπεραστεί. Ο Πυθαγόρας, από την άλλη, θα αισθανόταν ισχυρή έλξη για αυτό το εγκαταλελειμμένο νησί, και για όλους τους άλλους άδειους χώρους που ο ελληνικός χρόνος μάς έδωσε. Είναι εδώ τώρα για να σπάσει τη σιωπή, ντυμένος με τον άσπρο, κυματιστό χιτώνα των αρχαίων Ελλήνων ιερέων, με σάρκα και με οστά, αλλά ταυτόχρονα χωρίς πρόσωπο.
–Είναι όπως τα προέβλεψα, συλλογίζεται, γυρίζοντας το βλέμμα προς τα κάτω, στις εκτάσεις του μεγαλείου των σπασμένων μαρμάρων. Τα βροντερά βήματα του χρόνου όλα σταμάτησαν νεκρά πάνω στα ίδια τα μονοπάτια τους.
Εύκολα μπορούμε να δούμε ολόκληρη τη Δήλο από εκεί όπου στεκόμαστε.
–Ο κόσμος είναι ένα μουσικό κουτί, συνεχίζει. Ο καθένας από εμάς γυρνάει το κλειδί του δικού του καιρού και δαμάζει τη σιωπή. Πάντα η μουσική παίζει. Μπορείτε και τώρα να την ακούσετε, ακόμη και στη Δήλο μετά από εφτά ολόκληρους κύκλους ολιγωρίας κι αφροντισιάς.
Έχω ξεχάσει τι σημαίνει ο αριθμός εφτά, αλλά δεν πειράζει. Η πραγματικότητα μέσω των αριθμών δεν είναι το δικό μου παιχνίδι. Αλλά ακούω τον αέρα να σφυρίζει γύρω από αυτό το λόφο και τον αιώνιο ρυθμό της θάλασσας της Δήλου πιο κάτω.
–Η γη παντρεύεται τον ίδιο τον εαυτό της, κανοναρχεί η φωνή του καθώς ξεθωριάζει σιγά σιγά. Η γη αυτοταριχεύεται. Η γη ξαναγεννιέται.
Πάει, έφυγε αφήνοντας μια αίσθηση Πυθαγόρειου απείρου κλειδωμένου μέσα σ’ όλες τούτες τις αρχαίες πέτρες. Μια μεγάλη πόλη γίνεται ερείπια, αλλά τα ερείπια διαρκούν για πάντα. Ή μήπως η θάλασσα θα ψηλώσει κάποιον χειμώνα και θα καταπιεί τη Δήλο, αλέθοντας τους διάδρομους του ραγισμένου μεγαλείου, κάνοντάς τους ψιλούς ψιλούς κόκκους λευκής άμμου; Η γη ταριχεύει τον εαυτό της, ωστόσο το ιερό νησί μαρτυρεί τους αιώνες μιας άσβηστης ζωής. Ακόμα κι εδώ στη Δήλο η γη σκοπεύει να ξαναγεννηθεί.
(1980)
Απόδοση στα ελληνικά: Β. Πετρίδου-Νάζου & Π. Κουσαθανάς)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. T. J. Bent, The Cyclades, or Life among the Insular Greeks (London 1885), New and enlarged edition including an introduction to Cycladic archaeology and folklore, bibliography, appendices and index by Al. N. Oikonomides, Argonaut, Chicago 1965· η επιλογή της βιβλιογραφίας για τις Κυκλάδες βρίσκεται στις σσ. 533-560· επίσης μεταφρασμένο στα ελλην. το απόσπασμα για τα μοιρολόγια της Μυκόνου στα φφ. 306-309, 1973 της εφημ. Νέα Μύκονος· τέλος, βλ. Παν. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Β΄, ό.π., 7. I. , σσ. 155-160. Χαριτωμένος εδώ, αλλά καθόλου κολακευτικός, ο υπαινιγμός του Γκαλτ, που στηρίζεται στην κοινά αποδεκτή της εποχής άποψη περί ποιητριών γενικώς.
[2] Το αρχοντικό, ακριβώς έξω από τα τείχη του μεσαιωνικού Κάστρου, είχε χτίσει ο Αντώνιος Ψαρ(ρ)ός και το είχε επισκευάσει, επεκτείνει και καλλωπίσει ο Κόμης Ιωάννης Βόινοβιτς [βλ. παραπάνω].
[3] Βλ. Μ.Χ. Βενιέρης, Ο Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός, Πλωτάρχης του Β. Ρωσσικού Ναυτικού και αθλητής επί της Εθνικής ημών Παλιγγενεσίας, 1770, Εκ της Τυπογραφίας Ρ. Πρίντεζη, Εν Ερμουπόλει Σύρου 1882.
[4] Χαρακτηριστικότερες ίσως από τις αρχαίες πηγές για τη βιαιότητα του βοριά στον Τσικνιά (Γυρέες Άκρες) είναι η περίφημη σωζόμενη ιαμβική αποστροφή του Αρχίλοχου (7ος π.Χ. αι.) προς τον φίλο του Γλαύκο: «Γλαύχ’, όρα· βαθύς γαρ ήδη κύμασιν ταράσσεται πόντος…» (απόσπ. 103), καθώς και η περιγραφή του Λυκόφρονα στην Αλεξάνδρα ή Κασσάνδρα του: «Τον δ’ οια δύπτην κηρύλον διά στενού αυλώνος…» (στ. 387-402· βλ. έκδ. Harvard / Heinemann, Translated by A.W. Mair, London 1977).
[5] Τζιάκομο είναι ασφαλώς το ιταλοποιημένο ισοδύναμο του Γιακουμή, του Έλληνα διερμηνέα που είχε προσλάβει ο Γκαλτ στο ταξίδι στο Αρχιπέλαγος το 1810 και τον οποίο περιγράφει σαν τον Σάντσο Πάντσα, τον ιπποκόμο του Δον Κιχώτη: «με τρομερές φαβορίτες, μάτια πάπιας γεμάτα αφέλεια, ωστόσο με τρομερή όψη και με ανάλογη προϋπηρεσία κοντά και σε άλλους Άγγλους περιηγητές»· βλ. J. Galt, Letters from the Levant …, ό.π., σσ. 2-3 κ.α.
[6] Η σπετσιώτικη πολάκα (τρίστηλο εμπορικό ιστιοφόρο εξοπλισμένο με κανόνια), που είχε μισθώσει ο Γκαλτ για να κάνει το ταξίδι του στο Αρχιπέλαγος, πρέπει να αγκυροβόλησε σε κάποιαν από τις κοντινότερες προς την Ανωμερά νοτιανατολικές αμμώδεις ακτές της Μυκόνου (Ελιά, Καλό Λιβάδι, Αγία Άννα στα Διβούνια, Καλαφάτης, Λϋ’ά, του ’Σαγκάρη ή του Φραγκιά, με πιθανότερες μάλλον τις τέσσερεις-πέντε πρώτες). Το πλεούμενο «ήταν εξοπλισμένο, είχε πλήρωμα 36 άνδρες, την εικόνα μιας Παναγιάς μέσα στην καμπίνα κι ένα καντήλι που έκαιγε αδιάκοπα μπροστά της: άρα όλοι μας στο σκάφος ήμασταν πλήρως προστατευμένοι από κάθε κίνδυνο», λέει ειρωνικά ο Γκαλτ (βλ. J. Galt, Letters from the Levant …, ό.π., σσ. 2-3).
[7] Ενθυμούμαι την παλιά πύλη του Μοναστηριού της Τουρλιανής που περιγράφεται εδώ από τον Ιωάννη Γκαλτ, κι αυτό όχι γιατί είμαι… συνομίληκός του, αλλά γιατί δεν έχουν περάσει περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε που η αυθεντική πύλη αντί, δυστυχώς, να επιδιορθωθεί προσεκτικά από ειδικούς τεχνίτες με την επίβλεψη ειδημόνων στα σημεία όπου πράγματι είχε υποστεί φθορές εξαιτίας της παλαιότητας και των περιπετειών της, αντικαταστάθηκε από μια ρέπλικα, μια ελαφρότερη κατασκευή-απομίμηση της παλιάς. Τότε, λόγω της κατακραυγής των Ανωμεριτών, που κινούμενοι από σεβασμό στο Μοναστήρι της Τουρλιανής, κέντρο και καρδιά του χωριού τους, διαμαρτυρήθηκαν, όπως το συνήθιζαν και εναντίον κάθε παράνομης ενέργειας για απεμπόληση ή πώληση της τεράστιας περιουσίας του μοναστηριού από το ιερατείο της Μονής ή από την κεφαλή του, που είναι ο εκάστοτε εδρεύων στην Ερμούπολη της Σύρου δεσπότης. Κατόπιν του σάλου που προκλήθηκε τότε, βρέθηκε, ως συνήθως, μια σολομώντεια λύση κι η παμπάλαιη, αυθεντική πύλη, ένα κατασκευαστικό αξιοπερίεργο φτειαγμένο κυρίως από σίδερα και φίδες ( = ξύλο κέδρου, που είναι εξίσου ανθεκτικό με το σίδερο), με τη γύφτικη κατίνα της ( = κλειδαριά) και με το τεράστιο κλειδί της φυλάχτηκε τότε στο μουσείο του μοναστηριού ως έκθεμα και κειμήλιο της ιστορίας του. Αγνοώ εάν εξακολουθεί να φυλάγεται έως σήμερα. Θα είναι κρίμα εάν η άγνοια και η ασέβεια προς την ιστορία του χώρου, τα συνηθισμένα δηλαδή επακόλουθα της απληστίας και της αγραμματοσυνης, την έχει εναποθέσει σε καμμιά χωματερή. Πολύ θα χαιρόμουν αν μάθαινα ότι σώζεται και εκτίθεται έως σήμερα.
[8] Υποθέτω ότι πρόκειται για τον παππού μιας άλλης γνωστής στη Σκωτία ιστορικής φυσιογνωμίας, του επίσης διακεκριμένου γιατρού William Henry Duncan, ο οποίος τελευταίος γεννήθηκε στο Liverpool από Σκωτσέζους γονείς το 1805 και πέθανε το 1863. Το Duncan τυπικό σκωτσέζικο όνομα (πβ. τον βασιλιά της Σκωτίας στον Macbeth).
[9] Ο αριθμός 365 για τις εκκλησιές και τα ξωκκλήσια της Μυκόνου ήταν επί χρόνια ο ιερός αριθμός, που χρησιμοποιούνταν ως απάντηση, όταν κανείς ερωτούσε για τον ακριβή αριθμό τους στο νησί. Στην ασεβέστερη εποχή μας φαίνεται ότι έχομε ανάγκη από περισσότερες εκκλησίες για τη διάσωση της ψυχής μας, οπότε αυτές εχουν προ πολλού υπερβεί τις 1.000! Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει στον Σκωτσέζο περιηγητή, το ποσόν των χρημάτων που θα έχει δαπανηθεί για την ανέγερσή τους. Άλλωστε, τι είδος Σκωτσέζος θα ήταν, αν δεν συνέβαινε αυτό;
[10] Το εντυπωσιακό Ναυτικό Νοσοκομείο του Γκρίν(ου)ιτς στη Ν. όχθη του Τάμεση στο Λονδίνο, μπροστά από το περίφημο Αστεροσκοπείο, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Christopher Wren, χτίστηκε από το 1696 ώς το 1712 και λειτούργησε ως νοσοκομείο μέχρι το 1869. Από το 1873 ώς το 1998 στέγασε το Royal Naval College. Σήμερα, το κτήριο έχει «αναστηθεί» και σφύζει από ζωή όντας επισκέψιμο και αποτελώντας κέντρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις και χώρο αναψυχής. Λόγω της ιστορικής και της αρχιτεκτονική του αξίας έχει κηρυχτεί μαζί με τα υπόλοιπα γειτνιάζοντα κτήρια της περιοχής ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
[11] Πολλές πηγές για την εκπαίδευση στην Τουρκοκρατούμενη Μύκονο θα βρει ο φιλέρευνος ανανώστης στον «Βιβιογραφικό Οδηγό για τη Μύκονο», βλ. Παν. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Ε΄, ό.π..
[12] «Το μαντικόν γαρ παν φιλάργυρον γένος», έχει πει ευθύβολα χιλιάδες χρόνια πριν ο Σοφοκλής (Αντιγόνη, στ. 1055) και επαληθεύεται πανηγυρικότατα σήμερα· θα ’ταν, λοιπόν, σπάνιο και περίεργο ν’ αποτελεί εξαίρεση ο δέσποτας του 1810.
[13] Ο δοξαστικός τριμερής κανόνας «Non nobis» αποτελεί τη μεταγραφή στα Λατινικά της αρχής του Δαβικού Ψαλμού 115 κατά την εβραϊκή αρίθμηση (ή 113. στ. 9, κατά τη δική μας): «Μη ημίν, Kύριε, μη ημίν, αλλ’ ή τω ονόματί σου δος δόξαν…» («Non nobis, non nobis, Domine, sed nomini tuo da gloriam…», «Όχι εμάς, Κύριε, όχι εμάς, αλλά το όνομά σου δόξασε…»), που ψαλλόταν ως νικητήριος και ευχαριστήριος προς τον Θεό ύμνος. Κατά την παράδοση εψάλη μαζί με το «Te Deum» για πρώτη φορά αμέσως μετά τη νικηφόρο για τους Άγγλους έκβαση της περίφημης κατά των Γάλλων μάχης στο Azincourt (1415) στη διάρκεια του πολυαίμακτου Εκατονταετούς Πολέμου, όπου κατά την τελευταία φάση του μεγαλούργησε κι η περίφημη Jeanne d’Arc (1412-1431) (βλ. και W. Shakespeare, Henry V., πρ. 4, σκ. VIII., στ. 120). Στην περίπτωση που περιγράφει εδώ ο Ι. Γκαλτ φαίνεται πιθανό πως ψάλθηκε ό,τι ακόμη συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις γλεντιού και γενικής ευεξίας, όταν, εντός των επιτρεπτών πάντοτε ορίων της ευπρέπειας και του σεβασμού, ανακατεύεται το ιερό με το ανίερο –όπως είχα κι εγώ συχνά την ευκαιρία να εξακριβώσω με τα ίδια μου τ’ αφτιά–, εννοώ ο επιβλητικός εσπερινός ύμνος «Φως ιλαρόν αγίας δόξης …»! Όσο για το δεύτερο «Non nobis» που αναφέρεται από τον Ι. Γκαλτ παρακάτω κατά τη χειροτονία του παππά, μάλλον πρόκειται για κάποιον άλλο από τους ευχαριστήριους ύμνους που ψάλλονται κατά το τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας σε παρόμοιες ακολουθίες. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ύμνος «Non nobis», με τη μορφή του «κανόνα», έχει μια μακριά και ενδιαφέρουσα πορεία στην εκκλησιαστική μουσική.
[14] Oliver Goldsmith (1728;-1774), Αγγλοϊρλανδός γιατρός και συγγραφέας, γνωστός κυρίως για το μυθιστόρημά του The Vicar of Wakefield και για τον ανάποδο και αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του, που τον οδήγησε πρόωρα στον τάφο. Εκτός των άλλων έγραψε θεατρικά έργα, οι δε ιστορίες του για την Αγγλία, την αρχαία Ρώμη και την αρχαία Ελλάδα (δίτομη) σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και αριθμούν μέχρι σήμερα πολλές εκδόσεις, αρκετές από τις οποίες συντομευμμένες για σχολική χρήση. Μια από τις εκδόσεις της Ιστορίας της [Αρχαίας] Ελλάδος που έγινε την εποχή του J. Galt ήταν η εξής: The History of Greece, A new edition with corrections, improvements and the addition of many important notes by the Rev. G. N. Wright, A. M., Illustrated by a map of Ancient Greece, Dublin: John Cumming, 16, Lower Ormond-Quay, 1821.
[15] Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για το συνθεμένο στην κρητική διάλεκτο βουκολικό ποίημα Η Βοσκοπούλα, έργο ανωνύμου συγγραφέα που προτού εκδοθεί δι’ εξόδων του Κρητικού Νικολάου Δρυμητινού το1627 στη Βενετία, είχε ήδη γίνει δημοφιλέστατο, είχε αγαπηθεί και τραγουδηθεί κυκλοφορώντας σε χειρόγραφα. Από τη γλώσσα και άλλες πληροφορίες συμπεραίνομε ότι πρέπει να είχε συντεθεί αρκετά χρόνια πριν από την πρώτη του έκδοση. Απόδειξη της δημοφιλίας του έργου ανά το πανελλήνιο είναι και η σύνθεση του δικού μας βουκολικού ειδυλλίου Η Βοσκοπούλα του Αιγαίου Πελάγους (1838) από τον Θεόδώρο Ι. Γρυπάρη (1804-περ. 1860· βλ. Π. Κουσαθανάς, «Οι πνευματικές μορφές της Μυκόνου» στα Παραμιλητά Δ΄, ό. π., .).
[16] Το βουκολικό δράμα The Good Shepherd [O Καλός [Ευγενικός ή Καλόκαρδος] Βοσκός (ή O Καλός Ποιμήν)] του Σκωτσέζου ποιητή Allan Ramsay (1686-1758) πρωτοεκδόθηκε το 1725. Ξεχώρισε για τις πετυχημένες περιγραφές και τον απολαυστικό τρόπο καταγραφής των ηθών της υπαίθρου προαναγγέλλοντας προδρομικά το σχετικό λογοτεχνικό ρεύμα που θα εμφανιστεί αργότερα με τη γέννηση του νεοκλασικισμού. Το ποιητικό δράμα του Ramsay είχε μεγάλη απήχηση στα λαϊκά κυρίως στρώματα σημειώνοντας πολυάριθμες εκδόσεις.
[17] Βλ. T.J. Bent , The Cyclades, or Life among the Insular Greeks, London 1885 (και New and enlarged edition including an introduction to Cycladic archaeology and folklore, bibliography, appendices and index by Al. N. Oikonomides, Argonaut, Chicago 1965· η επιλογή της βιβλιογραφίας για τις Κυκλάδες στις σσ. 533-560· επίσης μεταφρασμένο στα ελλην. το απόσπασμα για τα μοιρολόγια της Μυκόνου στα φφ. 306-309, 1973 της εφημ. Νέα Μύκονος·βλ. και Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Β΄, ό.π., 7.).
[18] Πρόκειται για το λεύκωμα του 1901, το φτειαγμένο από τον αρχαιολόγο Δημήτριο Σταυρόπουλλο (1872-1919· γι’ αυτόν βλ. α. Π. Χατζηδάκης, «Δημήτριος Σπυρίδωνος Σταυρόπουλλος, la vita breve», Ημερολόγιο 2000, Δήμος Μυκόνου 2000 (όπου και κείμενο του Μ. Ασημομύτη-Στάη για το φωτογραφικό λεύκωμα του 1901 από τον Δ. Σ. Σταυρόπουλλο), και β. Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Α΄, ό.π., σσ. 164, 175 & Β΄, ό.π., σ. 15). Ένα από τα πρωτότυπά του ο αναγνώστης μπορεί να δει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυκόνου. Η πολύτιμη αυτή σειρά των φωτογραφιών έχει αναδημοσιευθεί στο Π. Κουσαθανάς, Ενθύμιον Μυκόνου (1885-1985), Σχόλια σε φωτογραφίες, τ. Α΄ & Β΄, Ι.Τ.Ε., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1998, τ. Α΄, σσ. 55-65. Στις πολύτιμες φωτογραφίες του, που είχε την πρόνοια να τραβήξει ο σοφός αρχαιολόγος, ο μοναδικός ίσως τότε που διέθετε λόγω του επαγγέλματός του φωτογραφική μηχανή, έχει μόλις γίνει η πρώτη πλακόστρωση του αμμώδους Γιαλού και της πλατείας της Τούμπας (σημερινή Πλατεία Μαντώς) κι έχει. Θα επακολουθήσουν κι άλλες πλακοστρώσεις πάντοτε σε σμίκρυνση και ζημιά της άμμου που είχε απομείνει, με μεγαλύτερη εκείνη προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν το αδηφάγο τέρας του τουρισμού απαιτούσε όλο και μεγαλύτερες θυσίες. Τι να πούμε για τις σημερινές «θυσίες»; Δυστυχώς, μαζί με όλα εκείνα τα πρώτα «συγυρίσματα» και «νοικοκυρέματα» που έγιναν επί δημαρχίας του Ζαννή Πιταράκη (1895-1899), αλλά κυρίως του Μιχαήλ Λορέντζου Καμπάνη (1899-1903), ισοπεδώθηκε και το κομψό γεφυράκι στο Αϊ-Νικολάκι της Καδένας, προφανώς για να μεγαλώσει ο χώρος μπροστά από τη Δημαρχία και να γίνει ευκολότερη η πρόσβαση από τον Γιαλό στον Παλιό Μόλο. Γύρω στο 1910 θα «ανακαινισθεί εκ βάθρων» και το εκκλησιδάκι από τον συνονόματο γείτονα του Αγίου, τον περίφημο καφενε’ζή του Γιαλού με τα «εξαίρετα» αμυγδαλωτά Νικόλαο Φούσκη (ή «Φώσκη» κατά τον καθαρεύοντα φιλόλογο Μιχαήλ Χ. Βενιέρη· βλ. Π. Κουσαθανάς, «Περιήγησις ανά την Μύκονον κατά το 1903 υπό του καθηγητού Μ.Χ. Βενιέρη», Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .).
[19] Αναφέρεται στον δήμαρχο Κουζή Δ. Γεωργούλη (1887-1964) κατά την περίοδο της πρώτης εκλογής του. Επακολούθησαν επανειλημμένες εκλογές του με αποτέλεσμα να δημαρχεύσει επί σχεδόν σαράντα χρόνια αποτελώντας δακτυλοδεικτούμενο φαινόμενο όχι μόνο στην ιστορία του νησιού αλλά και όλης της επικράτειας [βλ. Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Α΄, 14., σσ. 149-150 κ.α.]!
[20] Φημολογείται ότι ο Πυθαγόρας ο Σάμιος (572-500 π.Χ.), μέγας μαθηματικός και προσωκρατικός φιλόσοφος, είχε έλθει στη Δήλο ουσιαστικά για να περιθάλψει τον ετοιμοθάνατο δάσκαλό του Φερεκύδη τον Σύρο (βλ. G.S. Kirk & J.E. Raven, The Presocratic Philosophers, Cambridge , At the University Press 1957 (1964), σσ. 52-54.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ
Εν κατακλείδι αναδημοσιεύω ένα περιστασιακό περί του Παλιόκαστρου άρθρο μου πρωτοδημοσιευμένο στη εφημ. Η Μυκονιάτικη (φ. 100 (1997), σ. 5). Ο σημερινός (2010) απολογισμός για το Παλιόκαστρο, το μοναστήρι των καλογραιών το οποίο περιέγραψε στα 1810 ο Ιωάννης Γκαλτ, είναι, δυστυχώς, αποκαρδιωτικός: έχομε ζήσει εκεί στιγμές χαρακτηριστικότερες ακόμη και από τις περιγραφόμενες από τον Ιωάννη Γκαλτ στα 1810! Φαίνεται ότι κανέναν δεν φέρνουν στο φιλότιμο τα κατά καιρούς δημοσιευόμενα άρθρα για τον οφειλόμενο προς αυτό σεβασμό και τη διάσωσή του. Η αδιαφορία, η ανευθυνότητα και η ασχετοσύνη έχουν υπερφορτώσει το αρχιτεκτονικό αυτό κυκλαδίτικο κομψοτέχνημα με κακόγουστες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις και καλλιτεχνικές ασχήμιες, μ’ επιστέγασμα την τελευταία «ζωγραφική» παρέμβαση με εκτοπλασματικά ανθέμια και άκανθες σε κάθε σημείο όπου υπήρχε το εκτυφλωτικό αιγαιοπελαγίτικο λευκό του ασβέστη εκτός και εντός του ναού, σε τοίχους, σε μπεζούλες*, σύντομα σε πόρτες και σε παράθυρα, μέσα σε μιαν έξαρση ανισόρροπου horror vacui μολύνοντας το αμόλυντο άσπρο ή ακόμη χειρότερα καταστρέφοντας αχειροποίητα πλέον μέσα στους αιώνες αρχιτεκτονήματα. Ας ιστορήσομε, λοιπόν, και το λευκό της Παραπορτιανής αφού πρώτα συμπληρώσομε ό,τι έχει κατ’ οικονομίαν γλύψει ο άνεμος, το κύμα και το γαλάζιο τ’ ουρανού, για να κάνομε επιτέλους σωστό το ψυχικό! Πρέπει να μπει φραγμός στις τέτοιες ανεξέλεγκτες καταστάσεις, δεν παίρνει άλλη αναβολή, διότι δεν είναι δυνατόν κάθε αυτοθεωρούμενος σαν καλλιτέχνης να βγάζει τα απωθημένα του καταστρέφοντας ανεπανόρθωτα τα απομεινάρια της παράδοσης, που τα σμίλεψαν αιώνες χρόνου και ζωές γενεών, απλώς επειδή πιστεύει ότι όλα αυτά είναι κληρονομημένη περιουσία και τσιφλίκι του. Ούτε αποτελεί για την άμεσα ενδιαφερόμενη και υπεύθυνη εκκλησία άλλοθι η διαθήκη και η καθ’ όλα σεβαστή βούληση του κληροδότη Γεωργίου Μπά’ου, για να στρατεύει κάθε τρεις και λίγο τυχόντα ή προβληματικά άτομα στο Παλιόκαστρο. Σε καμμιάς φιλανθρωπίας το όνομα δεν είναι δυνατόν να θυσιάζεται κάτι που δημιούργησαν οι αιώνες και δεν γίνεται να επαναληφθεί όσο και να χτυπάμε τον κώλο μας κάτω. Ας μη λησμονούμε, εξ άλλου, ότι υπάρχουν ουσιαστικότεροι και πιο χρήσιμοι τρόποι να δείξομε τη συμπόνια και τη φιλαλληλία μας, εάν πράγματι υπάρχει, προς τα χειμαζόμενα μέλη της κοινωνίας μας, κοσμικής ή εκκλησιαστικής. Και ο νοών νοείτω.
Το παρακάτω, περιστασιακό άρθρο μου, όπως και τόσα άλλα κατά καιρούς, είχε όλη την καλή πρόθεση να ενθαρρύνει κάθε μετρημένη και σωστή πρωτοβουλία για τη διάσωση του μισοερειπωμένου τότε Παλιόκαστρου, αφού οι άμεσα υπεύθυνοι κώφευαν, αδιαφορούσαν και έπρεπε να δράσει η ιδιωτική πρωτοβουλία με τα καλά και τα κακά της. Δυστυχώς, η εξέλιξη των πραγμάτων διέψευσε την αισιοδοξία μου. Μένει όμως, όπως κάθε γραφτό, το κείμενο προς ανάγνωση, σύγκριση και αποφυγή παρόμοιων αδικαιολόγητων λαθών και κακόγουστων επεμβάσεων για όποιον διαθέτει έστω και λίγο νιονιό. Ελπίζω. Ακόμη.
γ΄
Παναγιώτης Κουσαθανάς
ΤΟ ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟ ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΙΝΕΤΑΙ
Λίγο ακόμα να είχε μείνει έρημο από ανθρώπινη παρουσία, από φροντίδα και χάδι το γυναικείο μοναστήρι του Παλιόκαστρου, θα είχε καταρρεύσει. Μα φαίνεται πως άλλες ήταν οι βουλές του Υψίστου, γιατί, αλίμονο, αν περίμενε κανείς προκοπή από των ανθρώπων τις βουλές!.. Πρόσφατα χειροτονήθηκε ως μοναχή Μεθοδία η κατά κόσμον Μαρσούλα Σκαροπούλου, και συγχρόνως έγινε Ηγουμένη της ιστορικής μονής την οποία φρόντιζε με πρόγραμμα και μέθοδο από διετίας.
Η σχέση της γερόντισσας Μεθοδίας με τα μοναστήρια και τα εκκλησιαστικά χρονολογείται από πολύ παλιά. Μέλος της οικογενείας της ήταν ο περίφημος για τις ιατρικές γνώσεις και τις θεραπευτικές του ικανότητες παπα-Δημήτρης Στάης στον Αϊ-Γιώρη, στον Αμπελόκηπο της Ανωμεράς στα τέλη του περασμένου και στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Κάποτε τα βότανά του είχαν σώσει και την ίδια από βέβαιο θάνατο. Είναι απόλαυση να ακούς την Ηγουμένη να σου μιλά για τη δεινότητα εκείνου του εξαιρετικού ανθρώπου να παρέχει την ίαση σ' όσους είχε ξεγράψει η επιστήμη της ιατρικής.
Το Παλιόκαστρο λάμπει πλέον από πάστρα και νοικοκυριό. Κι όχι μόνο. Αξιοσημείωτη είναι η έγνοια της καινούριας Ηγουμένης να περισώσει ό,τι όμορφο και παλιό απόμεινε από αυτόν τον τόπο, όπου μελισσολόι κάποτε βούιζε η συνοδεία των γεροντισσών: το Ξενάκι, η Φεβρωνία, η Παρασκευή, η Μαριάμ... Τώρα η Μεθοδία έχει την καινούργια της συνοδεία από τέσσερις νεαρές μοναχές που όλες μαζί το αγαπούν και το φροντίζουν. Σε λίγο, όπως με διαβεβαίωσαν, θα δούμε κατά το παλιόν έθος τα πλεκτά τους να εκτίθενται εκεί προς πώληση για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Τι καλά που θα 'ταν να στηθούν και δυο-τρεις αργαλειοί, να φτιάχνουν οι καλόγριες τα παλιά μυκονιάτικα 'φαντά, ώστε να ξαναζωντανέψει μαζί με το Παλιόκαστρο κι αυτή η πεθαμένη, αλλά τόσο όμορφη τέχνη, που έτρεφε κάποτε μυκονιάτικες οικογένειες και διαλαλούσε στα πέρατα του κόσμου πόσο χρυσοχέρες ήταν οι γυναίκες του τόπου! Το όμορφο μυκονιάτικο 'φαντό*, που το πήρε σβάρνα η λαίλαπα του εύκολου κέρδους, λείπει πια από το νησί μας, αλλά ποιος δεν θα ήθελε να το ξαναβρεί και να το αγοράσει; Ποιος δεν θα 'θελε να ξανακούσει το κελαηδητό της σαϊτας του ντελάρου; Η Ηγουμένη πολλά θα είχε να διδάξει τις καινούργιες μοναχές σ' αυτόν τον τομέα, στον οποίο για πολλά χρόνια, από την αρχή-αρχή του τουρισμού στο νησί μας, είχε διαπρέψει η ίδια και είχε συμβάλει στη διατήρηση της κάποτε υψηλής ποιότητάς του. Ιδού, λοιπόν, πέρα από τα πνευματικά και η χειρωνακτική κονίστρα, η ευλογημένη από τον ίδιο τον μαραγκό Ιησού, στην οποία καλούνται να δοκιμαστούν οι νέες μοναχές δείχνοντας την αγάπη τους για την περιφρονημένη και λησμονημένη τέχνη της υφαντικής.
Οι ανάγκες του Παλιόκαστρου είναι μεγάλες: η εκκλησιά, οι εικόνες της, ο Παντοκράτορας χρειάζονται άμεση επισκευή και συντήρηση από ειδικευμένα συνεργεία, η επισκευή στα κελλιά δεν έχει ολοκληρωθεί. Όσα έχουν αποπερατωθεί, μαζί με το ηγουμενείο που έχει επιπλωθεί από την Ηγουμένη, αποπνέουν τάξη και νοικοκυροσύνη. Το τέμπλο και οι εικόνες της εκκλησιάς καθαρίστηκαν, αποκαταστάθηκαν και απαστράπτουν από ομορφιά, αποκαλύπτοντας εξόχου κάλλους έργα τέχνης. Πρώτο και καλύτερο, η ακριβή δεσποτική εικόνα της «Αμολύντου», που ζωγράφισε ο Ιωάννης Σκορδίλης στα 1738 και την αφιέρωσε στο μοναστήρι ο πολύς Χατζημιχελής Μανιάτης [βλ. Ν.Δ. Αγγελετάκης, α. [ανων.], «Ο [Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης κ.τ.λ.», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 411, 1982, σσ. 1-2· β. [μ.τ.αρχ. «Ν.Δ.Α.»], «Και πάλι ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 419, 1983, σσ. 1-2· Β.Δ. Κυριαζόπουλος, γ.«[Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 410, 1981, σ. 1, και δ. «Ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης στη Μύκονο και στη Βενετία», ανάτ. από τα Θησαυρίσματα, τ. ΙΘ΄, Ελληνικόν Ινστιτούτον Βενετίας, Βενετία 1982]. Σημειωτέον ότι όσες εικόνες είχαν κάνει φτερά από το δωδεκάορτο σε χαλεπούς καιρούς έχουν τώρα αντικατασταθεί με άλλες.
«–Εμένα η μητέρα μου», διηγείται η Ηγουμένη Μεθοδία, «μου 'λεγε πως στο αλφάβητο το πιο μεγάλο και σημαντικό γράμμα, που όλα τα καταφέρνει, είναι το Ζ: το “ζήτα”. Κι επειδή πιστεύω στη συμβουλή της, γι' αυτό ζητώ τη βοήθεια του κόσμου για τις ανάγκες του μοναστηριού, για να το αναστήσομε. Ο κ. Γεωργίου πολύ μας βοήθησε και μας βοηθά, ας τον έχει η χάρη Της καλά. Είναι όμως κι άλλοι χριστιανοί που προσφέρουν το κατά δύναμη και μ' έχει πολύ συγκινήσει το ενδιαφέρον τους…»
Συμβουλή του γράφοντος: πηγαίνετε να παρακολουθήσετε τη λειτουργία ή τον εσπερινό στην εκκλησιά του Παλιόκαστρου, για να ξαναθυμηθείτε πώς ήταν κάποτε όλοι οι ναοί μας, πώς θα 'πρεπε να είναι οι ακολουθίες στις εκκλησιές όλης της χώρας μας. Υπάρχει σεμνότητα, υπάρχει αμεσότητα, κατάνυξη, υπάρχει με άλλα λόγια ο Θεός, και μέσα στον ναό και στο εξαίσιο προαύλιο-αίθριό του, τον εσωτερικό δηλαδή περίβολό του, που απιοπνέει έιρήνη και γαλήνη πλέον. Κι αφού το 'φερε η κουβέντα, ας σεβαστούμε τα χαριτωμένα, αλλά τόσο ταλαιπωρημένα, προαύλια και τα λειασμένα από το χρόνο αρχοντικά δάπεδα των εκκλησιών, τα οποία μάθαμε να ξεχαρβαλώνομε για να τα μεταμορφώνομε σε κουζίνες!
Ενα ξύλινο σήμαντρο κρέμεται από την γέρικη πασχαλιά του μοναστηριού και ο ασβέστης, που δωρίζει η μάντρα του Γεωργίου κάνει τις πλάκες και τους τοίχους να βγάζουν ανταύγειες. Ο καφές και το γλυκό δεν απολείπει μετά τη λειτουργία στον φιλόξενο αυτό χώρο, τον καθαγιασμένο από την παρουσία των αμέτρητων κεκοιμημένων καλογραιών Ανάμεσά τους και μια αγαπημένη μου θεια, η μοναχή Παρασκευή, κατά κόσμον Μαρλώ Μαρκουλάκη (+1967). Αιωνία να είναι η μνήμη της, αυτή με πρωτόμαθε γραφή και ανάγνωση. Ομως δεν μπορεί παρά με λύπη να πάει το μυαλό μας στην αμέσως πριν από τη σημερινή νεκρανάσταση περίοδο του μοναστηριού, η οποία βεβαίως δεν ήταν η καλύτερη. Κόντεψε να ξεκουρβουλωθεί* και να ερειπωθεί τα τελευταία χρόνια με τις ελάχιστες καλόγριες να αλληλοσπαράζονται αντί να συμβιώνουν αρμονικά προς χάριν του μοναστηριού της Παλαιοκαστριανής ως εν Χριστώ θυγατέρες και νύμφες…
Βάζοντας, λοιπόν, τώρα στο παγκάρι τον οβολό σας για το κερί –ό,τι σας φωτίσει η χάρη της Παλιοκαστριανής– να ξέρετε πως η βοήθειά σας θα πιάσει τόπο: η Ηγουμένη Μεθοδία έχει έως τώρα δείξει πως σέβεται τα παλιά και τα όμορφα και δεν της αρέσουν οι νεοπλουτίστικες, οι κραυγαλέες κακογουστιές με τις οποίες γεμίσαμε τις περισσότερες εκκλησιές της χώρας και των χωριών μας. Εύχομαι κι ελπίζω να μην το ξεχνά αυτό ποτέ, σε κάθε έργο συντήρησης κι αποκατάστασης του πανέμορφου χώρου, τον οποίο τάχτηκε να υπηρετήσει, χώρου που καλεί κάθε Κυριακή και γιορτή τους κεκμηκότες και πεφορτισμένους για να τους ξεκουράσει. Όσο για σας που με διαβάζετε, στηρίξτε το Παλιόκαστρο ενθυμούμενοι με τη σειρά σας το γράμμα «ζήτα» της αλφαβήτου, αυτό που μετέρχεται η νέα Ηγουμένη για το καλό του όμορφου μοναστηριού.
(1997/2009)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το παραπάνω γ΄ κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημ. Η Μυκονιάτικη, φ. 100 (1997), σελ. 5.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
λουβιά, τα, μαυρομάτικα φασολάκια.
(μ)πεζούλα, η, πεζούλι για κάθισμα.
ξεκουρβουλώνομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι.
’φαντό, το, υφαντό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· ΑΓΓΕΛΕΤΑΚΗΣ, Ν. Δ. [ανων.], «Ο Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός πωλεί την οικία του στην κόμισσα Μαρία Βόινοβιτς», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 517, 1991, σσ. 1-2.
· — [ανων.], «Ο [Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης κ.τ.λ.», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 411, 1982, σσ. 1-2…
· — [μ.τ.αρχ. «Ν.Δ.Α.»], «Και πάλι ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 419, 1983, σσ. 1-2.
· ΑΛΑΦΑΣΟΥ, Χ., «Αντώνιος Ψαρρός (1735-1811), ένας άγνωστος αγωνιστής», εφημ. Ο Μυκονιάτης, φ. 353, 2008, σ. 8.
· ΒΑΝΙΩΤΗΣ, Θ. [μ.τ.ψευδ. «Ο Ερευνητής»], «Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός», εφημ. Μυκονιάτικα Νέα, φφ. 1-4, 6, 9-11, 13-17, 20, 22, 24, 26, 28-34, 38-40, 1960-1963.
· ΒΕΝΙΕΡΗΣ, Μ. Χ., Ο Αντώνιος Ψαρ[ρ]ός, Πλωτάρχης του Β. Ρωσσικού Ναυτικού και αθλητής επί της Εθνικής ημών Παλιγγενεσίας, 1770, Εκ της Τυπογραφίας Ρ. Πρίντεζη, Εν Ερμουπόλει Σύρου 1882, σσ. 38.
· ΓΡΥΠΑΡΗΣ, Θ.Μ., Ο Δήμαρχος Μυκόνου Θ.Π. Γρυπάρης προς τον κ. Μ.Λ. Καμπάνην, τέως Δήμαρχον Μυκόνου, Ανέστης Κωνσταντινίδης, Αθήναι 1905.
· ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ΄, Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1669-1821), Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία, Αθήνα 1975 (για τον Α. Ψαρρό, σσ. 64, 66-68, 72, 80-81, 89 και 241.
· ΚΑΜΠΑΝΗΣ, Μ. Λ., Λογοδοσία του τέως Δημάρχου Μυκώνου [sic] Μιχαήλ Καμπάνη προς τους συμπολίτας του, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Αρώνη, Εν Αθήναις 1904.
· ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, Μ., «Ο ξενών Μυκόνου το 1952 – 3 δισ. για το κτίσιμό του κι ένα για επίπλωση – Τα κλειστά κτήρια», εφημ. Βραδυνή της 08.09.1952, και αναδημοσ. εφημ. Η Μυκονιάτικη, φ. 106, 1998, σ. 7.
· ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Β.Δ., «[Χατζη-]Μιχελής Μανιάτης», εφημ. Νέα Μύκονος, φ. 410, 1981, σ. 1.
· —, «Ο Χατζη-Μιχελής Μανιάτης στη Μύκονο και στη Βενετία», ανάτ. από τα Θησαυρίσματα, τ. ΙΘ΄, Ελληνικόν Ινστιτούτον Βενετίας, Βενετία 1982.
· ΜΑΝΕΣΗΣ, Σ., «Η εν Μυκόνω μονή του Αγ. Παντελεήμονος», ανάτ. από την Επετηρίδα του Μεσαιωνικού Αρχείου, τ. Δ΄ (1951-1952), Αθήνα 1953, σσ. 58-122˙ β΄ δημοσίευση και ανάτ. στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. Δ΄, Γ. Δ. Κυπραίος, Αθήναι 1964.
· ΜΠΟΝΗΣ, Γ., «Η δράσις των Μυκονίων κατά τον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον του 1770-1774 – Πώς ο Αντώνιος Ψαρός έτυχε να προσληφθεί ως αρχιπλοηγός του ρωσικού στόλου – Και άλλοι Μυκόνιοι αξιωματικοί του στόλου τούτου – Μυκόνιοι οι πυρπολήσαντες τον τουρκικόν στόλον εν Τσεσμέ – Αυθεντικαί τινες αφηγήσεις αυτοπτών», εφημ. Μυκονιάτικα Χρονικά, φ. 33, 1935, σσ. 1-3.
· ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, Γ.Α., «Νοταριακαί πράξεις της Μυκόνου των ετών 1663-1779», στο παράρτ. της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Μνημεία του μεταβυζαντινού δικαίου», 3, Αθήνα 1960 (αναδημοσιεύσεις αποσπασμάτων κατά καιρούς στην εφημ. Νέα Μύκονος, κυρ. κατά τις δεκαετίες του 1960 & 1970).
· ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, Σ.Μ., «Ένα γράμμα του Αντωνίου Ψαρ[ρ]ού», εφημ. Νέα Μύκονος, φφ. 397, 1981, σ. 1.
· —, «Οι Κορνάροι-Χανιώτες της Μυκόνου και ο “Αϊ-Γιώρης” στον Αμπελόκηπο (1599-1850)», ανάτ. από την Επετηρίδα Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τ. 20, 2006-2010, Αθήνα 2010, σσ. 57-106.
· ΤΖΑΜΤΖΗΣ, Α. Ι., «Από τη δράση των Μυκονιατών Ναυτικών κατά τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους του 18ου αι. – Ο καπετάν’-Αντώνιος Ψαρρός και το ιστορικό του σπίτι στη Μύκονο», περιοδ. Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου, Μύκονος, τχ. 4, 1991, σσ. 17-18.
· ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Φ., «Από την ρωσικήν κατοχήν των νήσων – Ο κόμης Ιωάννης Βόινοβικ και η δράσις του εις την Μύκονον», εφημ. Νέα Μύκονος, φφ. 629-630, 2001, σσ. 2-4.
· BENT, T.J., The Cyclades, or Life among the Insular Greeks, London 1885 (και New and enlarged edition including an introduction to Cycladic archaeology and folklore, bibliography, appendices and index by Al. N. Oikonomides, Argonaut, Chicago 1965· η επιλογή της βιβλιογραφίας για τις Κυκλάδες στις σσ. 533-560· επίσης μεταφρασμένο στα ελλην. το απόσπασμα για τα μοιρολόγια της Μυκόνου στα φφ. 306-309, 1973 της εφημ. Νέα Μύκονος·βλ. και Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Β΄, ό.π., 7.).
· GALT, G., Trailing Pythagoras, Quadrant , Canada 1982 (επανέκδ. A journey through the Aegean Islands, Methuen , London 1988· βλ. το τελευταίο κεφάλ. «The House of the Russian Consul», p. 209-220).
· GALT, J., Letters from the Levant containing views of the state of society, manners, opinions and commerce in Greece and several of the principal islands of the Archipelago («Myconi» (sic): Letters XL-XLII), Inscribed to the Prince Koslovsky, T. Cadell and W. Davies, Strand, London 1813· πρόσφατη φωτοαναστατική επανέκδ. στη σειρά Legacy Reprint Series, Kessinger Publishing, London 2008 (hardcover & paperback editions).
· KONYA, A., With love from Mykonos, Letters to my mother, Archimedia Press, United Kingdom 2009 (η πλέον σοβαρή, αξιόπιστη και καλογραμμένη απεικόνιση της σύγχρονης Μυκόνου με μαρτυρίες επί παντός θέματος για τη Μύκονο των τελευταίων 30-40 ετών· το έξοχο αυτό, πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο των 224 σελίδων, που δεν χαρίζεται και ορθώς επισημαίνει τα κακώς κείμενα, έχει ό,τι λείπει από αρκετά σχετικά βιβλία, την compassion που αναφέρω στις πιο πάνω σημειώσεις, δηλαδή τον μπούσουλα εκείνον που προφυλάσσει από ασυγχώρητα ολισθήματα παραπληροφόρησης και κραυγαλέες, μονόμπαντες ανακρίβειες κρίσης· λεπτομερείς και αξιόπιστες πληροφορίες, πλούσια απεικόνιση της καθημερινότητας και των προσώπων της σημερινής Μυκόνου από έναν εργατικό ερευνητή και ξεχωριστό «περιηγητή» των ημερών μας που αγαπά το νησί, το επισκέπτεται επί χρόνια σε διαφορετικές εποχές του έτους και έχει γνωρίσει σε βάθος το πνεύμα και τα ήθη του – εχέγγυα όλα τούτα για την σοβαρότητα των καταγραφών του, που θα αποτελέσουν αντικειμενική μαρτυρία για τους μεταγενέστερους· αναζητήστε το στον θεματικό αριθμό 997.5 στη «Βιβλιοθήκη Π. Κουσαθανά – Δημοτική Στέγη Μελέτης Πολιτισμού & Παράδοσης»).
· LIDDELL, R., Aegean Greece, Jonathan Cape , London 1954 (εντυπώσεις και κρίσεις από ταξίδια του 1939 και κυρίως του 1952).
· RAND, C., Grecian calendar, Oxford University Press, New York 1962 (πρώτη δημοσίευση υπό τη μορφή σειράς άρθρων στο περιοδ. New Yorker το 1962· βλ. και Π. Κουσαθανάς, Παραμιλητά Γ΄, ό.π., .].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου