Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

OI "ΛΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ" ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΣΑΘΑΝΑ

Η Μικέλα Χαρτουλάρη έγραψε στο Βιβλιοδρόμιο (Τα Νέα, 1η Αυγούστου 2009) για το βιβλίο του Παναγιώτη Κουσαθανά Λοξές ιστορίες που τελειώνουν με ερωτηματικό (Ίνδικτος 2009, 149 σελ.)


Με τρυφερότη


«Μια τεράστια κουράδα έβγαινε αχνιστή από τον κρατήρα και άρχισε να κουλουριάζεται τακτικά-τακτικά πάνω στο νησί...». Το «νησί» είναι η Μύκονος κι η «κουράδα» είναι η άπληστη ανάπτυξή της που τη μεταμορφώνει - όπως και όλους σιγά σιγά τους κυκλαδίτικους παραδείσους. Ποιος τα γράφει αυτά; Ένας βέρος Μυκονιάτης, με υπέροχο λόγο και υπαρξιακές αγωνίες: ο Παναγιώτης Κουσαθανάς που εργάστηκε ως δάσκαλος είκοσι χρόνια και ξεχώρισε ως ποιητής, διηγηματογράφος και μελετητής του νησιού του. Αυτή η πένθιμη και σκατολογική μεταφορά είναι μια από τις 21 Λοξές ιστορίες του, το καινούργιο βιβλίο του με μυθ-ιστορίες για τα ολέθρια επακόλουθα του χρόνου, οι οποίες τελειώνουν με ένα ερωτηματικό (Εκδ. Ίνδικτος). Μη φανταστείτε όμως εύκολες καταγγελίες ή δημοσιογραφικής πνοής σχόλια σε ντοπιολαλιά, με γραφικό περιτύλιγμα. Όπως και η αρχαιολόγος-ηρωίδα τής πρώτης ιστορίας, ο Κουσαθανάς δείχνει να πιστεύει στην παράδοση ως το μόνο εφαλτήριο για καθετί μοντέρνο, αλλά ταυτόχρονα απορρίπτει «κάθε στοιχείο που μυρίζει μπαγιατίλα και οδηγεί στην εκζήτηση και τον ψευτισμό - όσο παλιό κι αν είναι». Χολομανά (εξοργίζεται και θρηνεί) λοιπόν, για «τη μεταμόρφωση και το λυκόφως ενός τόπου όπου με αξιοσημείωτη φυσικότητα συναντιούνταν ανέκαθεν το ιερό με το βέβηλο, το σοβαρό με το μπουρλέσκο και το γκροτέσκο», αλλά δεν μένει μόνο εκεί. Πηγαινοέρχεται σε αλλοτινούς καιρούς «όταν οι άνθρωποι δεν βιάζονταν κι αβγάταινε η ζωή», για να σμιλέψει τις γωνίες. Και κυρίως απορεί και στοχάζεται με αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του· με αγάπη για την περίφημη λόξα τους, που δεν είναι άλλο από την οικείωση με το παράλογο της ζωής. Έτσι ο αναγνώστης θα γνωρίσει παλιούς τύπους του νησιού προτού διαβάσει αιχμηρές περιγραφές γι΄ αυτήν τη νέα φυλή ανθρώπων που πνίγουν τη Μύκονο (και όχι μόνον) με αποτυπωμένη στην έκφρασή τους τη «συβαριτική καλοπέραση, την κατά κόρον κατάχρηση, την χωρίς αντίκρισμα έπαρση, την υπερφίαλη κουφότητα, την απαιτητική ανευθυνότητα, την τεχνηέντως διαδομένη και δυστυχώς πραγματωμένη αντίληψη ότι όλα επιτρέπονται στο ξέφραγο αμπέλι του νησιού». Κι αυτό θα καταλήξει σε ένα ερωτηματικό που θέτει τις βάσεις ενός προβληματισμού: «Άραγες ήταν αναπότρεπτο;». Ήταν μοιραίο σε 50 χρόνια να φτάσει το νησί στο άλλο άκρο; «Ήταν τόσο δύσκολο να έχει εγκαίρως βρεθεί η μέση λύση της ισόρροπης, αρμονικής, "αειφόρας ανάπτυξης" που και το νησί δεν θα έβλαπτε, και τους ανθρώπους του θα κρατούσε ακέραιους στο σώμα και στην ψυχή, έστω και με λιγότερο φουσκωμένο το κεμέρι;»

Είναι άνθρωποι χωρίς βεβαιότητες (επιτέλους) οι ήρωες του Κουσαθανά. Σήμερα κάτι τέτοιους τους θεωρούμε αδύναμους, δεν τους ανεχόμαστε, κι όμως με τις αμφιβολίες τους αυτοί συλλαμβάνουν διαστάσεις της πραγματικότητας που μας ξεφεύγουν. Ο Κουσαθανάς λοιπόν, μας γνωρίζει την αρχαιολόγο που στοχάζεται τη φθορά, τον μονόχνοτο υδροφοβικό που πεθαίνει από ακράτεια, τον 50άρη που δεν θέλει να κλειστεί στο μεσόκοπο καβούκι του, τον ποιητή που δεν βρίσκει ατάκα να κλείσει το ποίημα του, τον εκτροφέα κοτόπουλων που δεν μπορεί να συνηθίσει να σφάζει, τους «ευεργέτες» του τόπου που αλληλολοιδορούνται, αλλά και τον εαυτό του (σε μερικές εξομολογητικές ιστορίες), που ζει τη ματαιότητα των πραγμάτων αλλά δεν μπορεί να τη δαμάσει. Με έναν λόγο πλούσιο, χρωματισμένο από το νησιώτικο ιδίωμα όσο και από τα λατινικά και τη βενετσιάνικη παράδοση· με αναφορές στη Μυκονιάτισσα Μέλπω Αξιώτη, στον Σεφέρη, στον Γονατά, στον Εγγονόπουλο, στον Τσέχωφ, στον Πεσσόα, στον Ίμρε Κέρτες κ.ά. ·με μια γραφή χωρίς κόμματα, που τρέχει όσο αντέχει η ανάσα της, περιγράφει έκκεντρα γεγονότα του βίου τους ή πράξεις γενναίες και άχρηστες, ως αφορμές για υπαρξιακά ερωτήματα. Ερωτήματα που λειτουργούν και ως προτάσεις για μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Αρκεί η αξιοπρέπεια της ψυχής όταν το σώμα ανημπορέψει; Ώς πού μπορεί να πάει το μυαλό όταν φτάσει στα πρόθυρα του πανικού; Πόση αυτάρκεια -ή μήπως ντροπή- μπορεί να σηκώσει ένας μοναχικός άνθρωπος; Είναι για καλό ή για κακό που τα παιδιά αποδεικνύονται σκληρά καρύδια; Γιατί να μην μπορεί ο άνθρωπος να διαβρωθεί από την ανθρωπιά και την ευαισθησία, όπως διαβρώνεται από την απληστία και το κακό;

Σ΄ άλλες θάλασσες θέλαμε να ταξιδέψουμε, άλλες θάλασσες μάς παρασέρνουν· τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα θέλαμε, μας λέει ο 64χρονος σήμερα Παναγιώτης Κουσαθανάς, όμως δεν το βάζει κάτω. Με σπουδές αγγλικής και ελληνικής φιλολογίας στο ενεργητικό του, εκδίδει από τα 35 του εμπνευσμένος από το νησί του. Μάλιστα τα Παραμιλητά Α΄ και Β΄ για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου (Ίνδικτος 2002) τιμήθηκαν με Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας. Σε μια εποχή όπου η αγάπη για τον τόπο σου λογίζεται επαρχιωτισμός, έχει βρει τον τρόπο και τον τόνο να μιλήσει γοητευτικά και γόνιμα για την πολύφερνη Μύκονο, και μέσω αυτής για τα πιο τουριστικά νησιά μας. Γι΄ αυτόν οι αναμνήσεις δεν είναι βάρος αλλά κάτι που μαθητεύουμε στη σοφία του. Κι ο χρόνος, το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να απαλύνει την ντροπή του σώματος ή -το σοβαρότερο- της ψυχής. Η συμβουλή του λοιπόν είναι, «με τρυφερότη να ζούμε, όποια ζωή κι αν διαλέξομε».

. end-tag