Παναγιώτης Κουσαθανάς
Αξιοσημείωτες συναντήσεις
Μυθ-ιστορίες για σημαδιακά συναπαντήματα
Εκδόσεις Ίνδικτος 2011, σελ. 120
«Η ζωή είναι υπόθεση ανθρώπων κι όχι τόπων. Ωστόσο για μένα η ζωή είναι υπόθεση τόπων και εκεί έγκειται το πρόβλημα».
Αξιοσημείωτες συναντήσεις
Μυθ-ιστορίες για σημαδιακά συναπαντήματα
Εκδόσεις Ίνδικτος 2011, σελ. 120
«Η ζωή είναι υπόθεση ανθρώπων κι όχι τόπων. Ωστόσο για μένα η ζωή είναι υπόθεση τόπων και εκεί έγκειται το πρόβλημα».
Ουάλας Στήβενς
Μια πολύ ισχυρή δόση ντοπιολαλιάς, αλλά και προσωποπαγείς, φιλολογικά ψαγμένοι τύποι, όπως π.χ.: ά΄θρωποι, σϊωπή, βαρβάκια, ξανά-μανά, πάρωρα, γαίμα, κάναλοι, σκαντάγιο, σαυράδα, συστηματική προβολή ασήμων αλλά καταλυτικών πτυχών του γενέθλιου μυκονιάτικου τοπίου, οιονεί ανθρωπολογικές μελέτες εν συνόψει, μαρτυρίες ζωής στοχαστικής και ιδιαίτερα ανοικτής φιλοσοφικά, αποσπάσματα συναντήσεων με διακεκριμένους δημιουργούς, π.χ. Μέλπω Αξιώτη, Γιώργος Σεφέρης, Βασίλης Βασιλειάδης, και βεβαίως άμεσες αυτοβιογραφικές καταθέσεις συνιστούν, μεταξύ άλλων, τα εμφανέστατα στοιχεία του υλικού εκείνου από το οποίο έχει σπονδυλωτά σχηματιστεί το παρόν βιβλίο. Συγκρατώ ότι ο Παναγιώτης Κουσαθανάς δεν χάνει ποτέ τον έλεγχο της γραφής του, δεν εκφυλίζει το κείμενο σε ανούσιο παραλήρημα «εκστατικού μύστη» ούτε ευτελίζει το αντικείμενο των περιγραφών του συνθηκολογώντας με άνομες αποδομήσεις. Γράφει δηλαδή χωρίς ανούσια τερτίπια. Όπως συνιστούν άλλωστε οι ημεδαποί και αλλοδαποί ειδήμονες του είδους. Και η μεγίστη προσοχή, την οποία αποδίδει στην κατάλληλη λέξη, την περιώνυμη, φλωμπερική mot juste, βεβαίως τον αποζημιώνει: η φράση λειτουργεί τόσο ως καλώς συγκερασμένη σύμπτυξη της καθημερινότητας, όσο και ως ικανό κάτοπτρο των ενδογενών τριβών. Το δε διηγητικό υποκείμενο επιβάλλει με τη σειρά του όσο πιο διακριτικά μπορεί τους όρους του λεκτικού παιχνιδιού. Το σήμερα είναι συνήθως ολισθηρό: παραπέμπει συχνά στον απολεσθέντα παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Τότε δηλαδή που ο μικρός Παναγιώτης Κουσαθανάς αποστήθιζε εξ απαλών ονύχων τα ονόματα και τα επίθετα των προσώπων και των πραγμάτων. Αλλά το έργο αυτό συνιστά και κάτι ακόμα: ήτοι ένα πεδίο παρατεταμένης σπουδής του εαυτού, όπως δρα πάντα σε συνάρτηση με τα δεδομένα τόσο της ατομικής, όσο και της συλλογικής μνήμης. Όπως προέκυψε δηλαδή και από τις οξυδερκείς αναλύσεις του Μπόρις Αϊχενμπάουμ «η ιστορία» εξακολουθεί να αποτελεί «μια ιδιαίτερη μέθοδο μελέτης του παρόντος με τη βοήθεια γεγονότων που ανήκουν στο παρελθόν». Παρόν και παρελθόν είναι κοντολογίς, για τις Αξιοσημείωτες συναντήσεις, μια συνεχής μαντική εικόνα, ή άλλως μια αδιάπτωτη λεξιμαγεία.
Έχει διατυπωθεί δημοσίως η άποψη της κριτικού Κατερίνας Σχινά, ότι ο εν λόγω πολυβραβευμένος συγγραφέας «αντλεί με πάθος από το κεφάλαιο του πραγματικού για να στοχαστεί πάνω στον τόπο και τους ανθρώπους, να διεισδύσει στα πάθη τους, να κατανοήσει την λοξότητά τους, να οικειωθεί και να οικειώσει τον αναγνώστη με το παράλογο της ύπαρξης. Όμως, παρ’ ότι αγκιστρωμένος στο πραγματικό, ο Παναγιώτης Κουσαθανάς το ανασκηνοθετεί για να φανεί αυτό που πραγματικά είναι: μια διαδοχή υπαινιγμός, ένας παράξενος, όχι όμως και ανεξιχνίαστος, χορός των σημασιών. Κι έτσι, βλέποντας και γράφοντας υπό γωνίαν, αποδίδει στα πράγματα τις αδιάγνωστες διαστάσεις τους». Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται ένα άλλο στοιχείο της δομικής συγκρότησης, την οποία προτείνει εν προκειμένω ο συγγραφέας. Εννοώ τη διεύρυνση δηλαδή των δεδομένων των αισθήσεων και την υπαγωγή τους σε ένα μεγαπρότυπο Βίου. Εξ ου και η πηγαία αίσθηση της συνειδητής στίλβωσης, της οριακής μεταποίησης, της κραταιάς διάσωσης εν τέλει των πολλαχώς σημαδιακών φαινομένων. Ασφαλώς η εμπειρία του πνεύματος είναι η μόνη μορφή ζωής, την οποία εμμέσως πλην σαφώς αποδέχεται πλήρως ο συγγραφέας ως αναγκαία και ικανή όψη της απώτατης Αλήθειας. Το σώμα, αυτή η ακραία αντικειμενικοποίηση της βούλησης, όπως δίδαξε ο Αρθούρος Σοπενχάουερ, συμπαρίσταται σ΄ αυτή τη βαθμιαία προαγωγή των ποσοτήτων και των ποιοτήτων, επιδιώκοντας κι αυτό την ενδελεχή, απρόσκοπτη αναβάθμισή του σε Αγαθό. Η ενδεχόμενη αποτυχία του, σχετική ή παταγώδης, συνιστά την απαρχή μιας τραγωδίας. Αυτήν ακριβώς την οποία υπαινίσσεται από τη μια σελίδα στην άλλη η συλλογή των Αξιοσημείωτων συναντήσεων.
Η δε εντονότατη εντοπιότητα των εκφάνσεων προκαθορίζει εκ του ασφαλούς μέγα μέρος του ειδικότερου αναπτύγματος των θεματικών αφετηριών. Κι εδώ ισχύει κατά συνέπεια άλλη μια φορά ο κανόνας του Μαρσέλ Προυστ, σύμφωνα με τον οποίο το μόνο πραγματικό ταξίδι δεν είναι η περιφορά στον κόσμο, αλλά η θέαση του κόσμου, ο οποίος ήδη μας περιβάλλει, με τα μάτια ενός άλλου, ήτοι ενός αναβαθμισμένου εγώ. Κατά λέξη: «Le seule véritable voyage, le seul bain de jouvence, ce ne serait pas d’ aller vers de nouveaux paysages, mais d’ avoir d’ autres yeux, de voir l’univers avec les yeux d’un autre». Ειδικότερα: αγάπη για τη μητέρα - τον πατέρα γη, και οργή για την τρέχουσα κατάντια, έλξη και άπωση ταυτοχρόνως, λόγω των θλιβερών τεκταινομένων, από καθαρά οικολογική άποψη, στη γενέθλια νήσο του νυν, προκαθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εμβέλεια των εκφάνσεων. Άλλωστε, «τις γενέθλιες πόλεις τις αγαπάει κανείς με τους εφιάλτες τους. Δηλαδή είναι πόλεις που δρουν επάνω σου και εφιαλτικά, όπως συμβαίνει με μένα...» μας θυμίζει και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, μιλώντας για τη δική του γενέθλια Θεσσαλονίκη, σε συνέντευξη στην Έλενα Χουζούρη, στο περιοδικό Ένα, το καλοκαίρι 1989.
Παραλλάσσοντας μάλιστα τα όσα καίρια διετύπωσε η Ελένη Λαδιά για την ποίηση του Δ. Π. Παπαδίτσα στο δοκίμιό της Ο αγαπημένος του Όντος, που κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις «Λογείον», σε δεύτερη, συμπληρωμένη έκδοση, θα διατύπωνα την άποψη ότι ο «τόπος έχει μια παράξενη, ελκτική δύναμη ως ποιητικό ερέθισμα» και για τον Παναγιώτη Κουσαθανά: «Η πορεία είναι κάπως αντεστραμμένη. Δεν υπάρχει εκλογή του τόπου […] Ο τόπος τον καλεί, όπως εκείνα τα παράξενα πουλιά, που πάνε να πεθάνουν ή να γεννήσουν. Και όπως ο πιστός ή ο ερημίτης παίρνει τον δρόμο που τον οδηγεί στον θεό, καλεσμένος από φωνές μυστικές, έτσι και ο ποιητής αιφνίδια και εν πολλοίς ασύνειδα, πιεσμένος από το βάρος οραμάτων και εικόνων, οδηγείται στον τόπο, που τον καλεί να ενσαρκώσει ποιητικά ό, τι έχει διαισθανθεί και σκεφθεί». Ο ισχυρός δεσμός με τη Μύκονο είναι συνεπώς άλλος ένας κρίσιμος, ένας καθόλα πεπρωμένος δεσμός. Συνιστά εν ολίγοις για τον συγγραφέα το πρόχειρο, ειλικρινέστατο ταυτοχρόνως, απείκασμα του σύμπαντος κόσμου. Μάλιστα, στην κυριολεξία του όρου. Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, για να το εκφράσω διαφορετικά, δεν χρειάζεται για να στοχαστεί δημιουργικά την εκκωφαντική περιπέτεια του «εξωτισμού» ή τις φενάκες του επιπόλαιου, ισοπεδωτικού τουριστικώς οράν. Του φτάνει και του περισσεύει το μεγαθέαμα του – πολυσήμαντου - ολίγου. Εξ ου και η καθηλωτική αναγνωστική εμπειρία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου