Παναγιώτης Κουσαθανᾶς
Ἡ σινιόρα Ντιότιμα
(Ἀναρτήθηκε στὶς 6 Αὐγούστου 2010 στο ιστολόγιο του περιοδ. Πλανόδιον)
ΨΙΧΑΛΙΖΕΙ. Ξένος ἀπόψε ὁ Ἀναστάσης στὸ ξενοδοχεῖο μετὰ τόσων χρόνων ἀπουσία ἀπὸ τὸ νησὶ ἀναρωτιέται προτοῦ πλαγιάσει πόσων συμπτώσεων κατάληξη εἶναι ἡ βροχὴ πόσων συμπτώσεων κατάληξη εἶναι ἡ ζωή. Θυμωμένος ποὺ ὅλα ἐδῶ ἔχουν ἀλλάξει χαράζει στὸ χαρτὶ τὶς ἀράδες μὲ τὸ πελεκημένο καὶ τ’ ἀπελέκητο γράψιμό του. Δὲν θὰ τολμήσει νὰ τὶς σκίσει εἶναι τὸ μόνο χειροπιαστὸ πράγμα μὲ τὸ νησὶ ποὺ τεμαχίζεται καὶ πουλιέται. Ὅλα τ’ ἄλλα καπνός ;τί κι ἂν ἦταν κάποτε μιὰ ὄμορφη γυναίκα ποὺ τὴν ἔλεγαν σινιόρα Ντιότιμα σύζυγος τοῦ Ἰταλοῦ μεγαλοδικηγόρου Νταλέγκρι κι ἕνα ἄβγαλτο παλληκαράκι σ’ ἕνα σπίτι ποὺ κι αὐτὸ πουλήθηκε; «— Ἂν εἶχα σπουδαγμένη τὴ Μουσική» σκέφτεται βγάζοντας ἀργὰ τὰ ροῦχα του «θά ’γραφα ἕνα τραγούδι καὶ θά ’μουν εὐχαριστημένος ἂν ἤξερα ὅτι κάποια χείλη θὰ τὸ σιγοτραγουδοῦσαν· ἂς ἐλπίσω τουλάχιστο πὼς θὰ βρεθοῦν διαβατάρικα μάτια νὰ ρίξουν μιὰ ματιὰ στὸ σῆμα ποὺ χτίζω μεσοστρατὶς μὲ τὸ ζύγι τῆς λέξης».
Πελαγωμένος παραμιλᾶ ξαναρωτώντας τὴν πιὸ τετριμμένη ἐρώτηση τῆς ἀνθρωπότητας τὴν πιὸ ἄχρηστη «—;Τί εἶμαι; ;τί εἴμαστε;» κι ὅπως πάντα καταλήγει «—Τίποτα δὲν ξέρομε αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη βεβαιωμένη διαπίστωση ;εἶμαι τὰ ὄνειρα τὸ βλέμμα ἡ φωνὴ ἡ θλίψη κι ἡ χαρά μου ἢ ὅπως ἀλλιῶς λέμε ἡ “προσωπικότητα” ὁ “ἐσωτερικὸς κόσμος” μου ποὺ ἐμπεριέχεται σ’ αὐτὸ τὸ συνεχῶς μεταβαλλόμενο τὸ φθαρτὸ σῶμα-σῆμα ποὺ νομίζομε ὅτι μᾶς ὑπακούει; τὸ σαρκίο διαλύεται καὶ μὲ τὴ σειρά του συμπαρασύρει τὴν “προσωπικότητα” στὸ χῶμα στὸν ἀγέρα στὸν ἥλιο στὸ νερό».
Πᾶνε χρόνια ποὺ ἡ Ντιότιμα ἔχει ἐξοφλήσει τὴν ὀφειλὴ ποὺ ὅλοι χρωστᾶμε κι ὁ Ἀναστάσης νιώθει πὼς ἡ σειρὰ τῆς δικῆς του πληρωμῆς (νὰ πληρώσει καὶ νὰ πληρωθεῖ) ἀργὰ ἢ γρήγορα φτάνει. Ἡ σινιόρα ποὺ ἀκόμα ταξιδεύει πλησίστια στὴ θύμησή του θὰ συμπαρασυρθεῖ τότε θὰ διαλυθεῖ γιὰ δεύτερη φορά – ὁριστικὰ κι ἀμετάκλητα. «—Δὲν πρόκειται γι’ ἀνταγωνισμὸ ἀντιπαλότητα ἢ ἀνταρσία» συλλογιέται «καὶ καμμιᾶς πλευρᾶς ἡ μάχη δὲν εἶναι χαμένη ἢ κερδισμένη· ἴσως αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὴ ζωὴ εἶναι νὰ ὁλοκληρώσομε ὀλιγαρκεῖς ἀλλὰ πλούσιοι τὸν βιολογικό μας κύκλο ξεδιψώντας τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν συνταξιδιώτη μας ὅπως ἡ βροχὴ τὸ χῶμα· ὕστερα νὰ παραμερίσομε κόσμια ἀνεπίληπτα καὶ εἰρηνικὰ γιὰ νὰ πάρει σειρὰ κι ἄλλος».
Δὲν προλαβαίνει νὰ ὁλοκληρώσει τὴ σκέψη καὶ βλέπει τὰ χέρια του νὰ ξιφουλκοῦν ἀκούει τὴ φωνή του ἔξαλλη σχεδὸν ἀγνώριστη νὰ διαμαρτύρεται γιὰ κάτι μὲ κόπο ξεχασμένο «—Ὁ ἄνθρωπος πορεύεται στὴ ζωὴ μαθητευόμενος ἀλλὰ ἀνεπίδεκτος μαθήσεως νομίζοντας ὅτι ἐρωτοτροπεῖ μὲ τὴν ἄστατη ἀθανασία!» φωνάζει βλοσυρὸς μειδιώντας σαρκαστικὰ «—Γιὰ κοίταξε τί ἀνάποδες σκέψεις φέρνει ἡ ἀναπόληση εὐτυχισμένων στιγμῶν ἀλλὰ ;πῶς ἀλλιῶς γίνεται νὰ μαλακώσεις σὰν τὸ ζυμάρι ἂν δὲν μαθητέψεις ἂν δὲν πληγώσεις καὶ πληγωθεῖς;» Ἐὰν τὸν ἔβλεπε κανεὶς ἔτσι ὁλόγυμνο τώρα νὰ χειρονομεῖ μπροστὰ στὴ φθινοπωρινὴ ψύχρα ποὺ εἰσβάλλει μὲ τὴ βροχὴ ἀπὸ τὴν μπαλκονόπορτα θὰ σιγουρευόταν ὅτι εἶναι θεόμουρλος ὡστόσο ὁ Ἀναστάσης νιώθει χωρὶς νὰ τὸ ἀρθρώνει ὅτι ἕνας εἶναι ὁ τρόπος: Νὰ πισωγυρίσομε στὸ κατώφλι ποὺ μᾶς ἔφερε γυμνοὺς ἀπ’ τὸ σκοτάδι στὴν ἀνατολὴ καὶ νὰ τὸ δρασκελίσομε πάλι γυμνοί – πρὸς τὴ δύση.
Ἀναπηδᾶ ξαφνιασμένος καθὼς ὁ ἀγέρας κλείνει ξαφνικὰ τὴν πόρτα μ’ ἕναν ὑπόκωφο γδοῦπο σφραγίζοντας τελεσίδικα ὅ,τι εἶχε μείνει ὣς τώρα ἀνοιχτό. Εἶναι βέβαιος ὅτι καὶ τὰ ἀποψινὰ ὄνειρα δὲν θά ’ναι ἄλλο ἀπὸ παραρρίμματα ὅσων ἔζησε τραπουλόχαρτα ποὺ τ’ ἀνακατεύει τὸ σκοτάδι τοῦ ὕπνου καὶ τὰ σκορπίζει ὁ ἄνεμος τῆς ζωῆς. Ψάχνει νὰ βρεῖ ἂν ὑπάρχει κάποιος ποὺ θὰ συμπαρασύρει καὶ τὸν ἴδιο παναπεῖ ποὺ τὸν σκέφτεται κι ἀθέλητα θὰ τὸν διαλύσει ὅταν μετὰ τὸν Ἀναστάση φύγει μὲ τὴ σειρά του κι αὐτός. Κανέναν δὲν βρίσκει. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια χτὲς ποὺ ἡ σινιόρα Ντιότιμα τὸν ἔγδυνε ἀργὰ τελετουργικὰ κι αὐτὸς κάθε φορὰ κοκκίνιζε σὰν νά ’ταν ἡ πρώτη ἦταν σύντομα σὰν τὸ τραγούδι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ γράψει. «—Ὄχι δὲν εἶναι σκληρὴ ἡ ζωὴ ἐπειδὴ τὴν ἀποχωριζόμαστε» ἀναφωνεῖ λὲς καὶ τ’ ἀνακάλυψε μόλις τώρα «εἶναι σκληρὴ ἐπειδὴ ξενώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὅσο εἶναι ζωντανοὶ ἀκόμα».
Κατάκοπος νυσταγμένος πλαγιάζει ἐπιτέλους. Τὸ πρωτοβρόχι δριμώνει βάλθηκε νὰ ξυπνήσει τὸ νησὶ ἀπὸ τὸ ἀποκάρωμα τοῦ καλοκαιριοῦ δυὸ ἀκόμα βροχὲς κι ἡ γῆς θὰ μαλλιάσει μεθυσμένη. «Μιὰ τόση δὰ σταγόνα φθινοπωρινῆς βροχῆς» εὔκολα γίνεται κατακλυσμὸς ἔχουν δίκιο οἱ ποιητές. Ἄλλο δὲν μένει λοιπὸν παρὰ ἕτοιμος γιὰ τὸ δρασκέλισμα νὰ συμμαχήσει γαλίφικα μὲ τὸ δευτερόλεπτο τῆς τυχαιότητας ποὺ δυναστεύει τὸν βίο. Οἱ ἀναμνήσεις ἁλμυρὲς ἢ γλυκὲς ἂν κι εἶναι ἀπὸ τὰ λίγα τῆς ζωῆς ποὺ δὲν τεμαχίζονται δὲν κλέβονται οὔτε πουλιοῦνται γίνονται χοὲς ὅταν δρασκελίσεις τὸ κατώφλι τοῦ Ὕπνου χοὲς ποὺ τὶς ρουφᾶ σὰν τὴ βροχὴ ἀχόρταγο τὸ σῶμα-χῶμα μὲ τὴ δική του ἀξεδιάλυτη δικαιοσύνη καὶ τὴ δική του ἄποψη γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
(Ἀρχειοθετήθηκε ἀπὸ τὸ Πλανόδιον ὡς: Ελληνικά, Επέκεινα, Θάνατος, Κουσαθανάς Παναγιώτης, Ψυχογραφία / Ἐτικέττες: Διήγημα, Λογοτεχνία, Παναγιώτης Κουσαθανάς)
Παναγιώτης Κουσαθανᾶς (Μύκονος, 1945). Ποιητής, πεζογράφος καὶ μελετητὴς τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ γενέθλιου τόπου του. Βραβεῖο Μαρίας Πέρ. Ράλλη (1980) καὶ Κρατικὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας (2003). Τὰ τελευταῖα βιβλία του ποὺ ἐκδόθηκαν εἶναι: Λουδοβίκος Ρουσέλ, Παραμύθια τῆς Μυκόνου (Ἴνδικτος & Δῆμος Μυκόνου 2007), Λοξὲς ἱστορίες ποὺ τελειώνουν μὲ ἐρωτηματικό (Ἴνδικτος 2009) και Μυζήθρα, Ζυμήθρα (Ένα αληθινό παραμύθι), Κ.Δ.Ε.Π.Α. Μυκόνου & Εκδόσεις Στεφανίδη 2010).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου