Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΙΣ "ΛΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ", ΙΝΔΙΚΤΟΣ 2009



24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 2079 Μ.Χ.

«Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή στ’ ακροθαλάσσι»
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ο καιρός κι έβλεπε ο Π. ν’ αβγαταίνουν ολοένα οι τουρίστες που κατάφταναν κάθε καλοκαίρι στο νησί μεγάλωνε μαζί και η ανησυχία του όχι για το νερό και το φαγητό που ίσως δεν θα έφταναν για τόσα στόματα ούτε για τα δωμάτια που θα έπεφταν λίγα όχι για τα ξενυχτάδικα που δεν θα χωρούσαν τη διασκέδαση τόσου κόσμου ή τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες που δεν θα επαρκούσαν στην πασαρέλα της αμμουδιάς· ως προς τις παραπάνω ανάγκες οι υποδομές του νησιού ήταν αξιοζήλευτες και είχαν επισύρει τον φθόνο· άλλος ήταν ο φόβος του Π. ;πού θα χωρούσαν και πώς θα μεταφέρονταν τα σκατά που θα έχεζαν τόσοι κώλοι;
Οι δεκάδες καταθλιπτικοί αγωγοί που η πίεσή τους συμποσούται σε εκατοντάδες αν μη χιλιάδες ατμόσφαιρες τα στέλνουν από τον κεντρικό αποθέτη προς την άλλη άκρη του νησιού την κρυμμένη και αόρατη όπου η μονάδα επεξεργασίας τα μεταμορφώνει σε καθαρό νερό και θρεπτικότατη κοπριά λύνοντας έτσι το πρόβλημα του ποτίσματος και της λίπανσης για τα καμπούρικα δέντρα τα αγγούρια και τις τομάτες τού λείψυδρου και ανεμόδαρτου νησιού· όλοι έχουν να το λένε πως χάρη σ’ αυτή την πολυποίκιλη τροφική αγωγή τα λαχανικά του τόπου είναι νοστιμότατα. Παρά την τρομακτική ανθεκτικότητά τους οι αγωγοί είναι σχεδιασμένοι βέβαια για έναν ορισμένο αριθμό επισκεπτών και μπορεί ανά πάσα στιγμή αν ζοριστούν να πάθουν βλάβη ή και να διαρραγούν έχομε παράδειγμα· το προπέρσινο καλοκαίρι από κάποια λόξα τους (κανείς δεν έχει καταλάβει το πώς και το γιατί) αντί να στέλνουν τα λύματα νοτινά όπου και η μονάδα τα έστελναν βόρεια προς την πολίχνη με αποτέλεσμα να γεμίζουν τα σπίτια αποπατήματα προανάκρουσμα ίσως αυτού που ακολούθησε σήμερα 24 Αυγούστου του 2079 μ.Χ. αλλά ;ποιος τότε έδωσε σημασία στα σημάδια; ανησυχούσε λοιπόν ο Π. μήπως κάποια μέρα τα περίπλοκα συστήματα αποκομιδής των λυμάτων από τα ξενοδοχεία τα ενοικιαζόμενα δωμάτια τις πανσιόν τα στούντιο και τις εν κρυπτώ μοσχομισθωμένες βίλες των «επωνύμων» δεν λειτουργήσουν σωστά πέσουν τα κόπρανα στη θάλασσα και τη μαγαρίσουν και τότε ;τι θα γινόταν ο τόπος χωρίς τις γαλάζιες αμμουδιές του το καύχημα και αγλάισμά του;
Τελικά η συμφορά δεν ήρθε από τους αγωγούς των λυμάτων ήρθε απροσδόκητα από άλλους αγωγούς· το φετινό καλοκαίρι ένα ανεξήγητο καπρίτσιο της φύσης όπως άλλα παρόμοια στα οποία έχομε γίνει μάρτυρες τα τελευταία χρόνια έκανε όλους τους κώλους να υποστούν μιαν πρωτοφανή μετάλλαξη· με αστραπιαίο ρυθμό άρχισαν την αντίστροφη από εκείνη των κυττάρων λειτουργία δηλαδή αντί να διχοτομούνται να αναγεννιούνται και να πληθύνονται άρχισαν να συνενώνονται να γίνονται οι δύο ένας οι δέκα πέντε οι είκοσι δέκα οι εκατό πενήντα και πάει λέγοντας ώσπου οι εξήντα και βάλε χιλιάδες αφεδρώνες όλων των φυλών της γης στο νησί γηγενείς επήλυδες και περιστασιακοί άτριχοι τριχωτοί ξανθοί μελαχρινοί έως μαύροι εξωπέτακτοι ή πλακέ έγιναν ένας πελώριος Κώλος στο μέγεθος της έκτασης του νησιού δηλαδή ακριβώς ογδόντα πέντε κόμμα σαράντα οκτώ τετραγωνικά χιλιομέτρα με πρωκτό της ίδιας διαμέτρου με τον κρατήρα του Βεζούβιου· ο κρατήρας αφού πρώτα έβγαλε κάποιους προκαταρκτικούς εκκωφαντικούς κρότους συνοδευόμενους από αέρια και αναθυμιάσεις που φλόμωσαν το νησί χειρότερα κι από την τσίκνα του βωμού των σκουπιδιών που καίει νύχτα-μέρα άρχισε να αφοδεύει τα περιττώματα όλων αυτών των ανθρώπων ελικοειδώς και κυκλοτερώς· μια τεράστια κουράδα έβγαινε αχνιστή από τον κρατήρα κι άρχισε να κουλουριάζεται τακτικά τακτικά πάνω στο νησί δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους παράκυκλους και επίκυκλους· ξεκίνησε από τη Χώρα τις ακτές τα βράχια και τις αμμουδιές με κατεύθυνση προς την ενδοχώρα ώσπου ακολουθώντας τις δαντελωτές εσοχές στους κόλπους και τους κολπίσκους σκέπασε εντός τριών ωρών απ’ άκρου εις άκρον το νησί όπως άλλοτε η λάβα και η τέφρα την Πομπηία· απόμεινε ακάλυπτο ένα θαλάσσοδαρμένο βραχάκι βορεινά όπου ο Π. κάθισε ολόγυμνος για να τραγουδήσει και πάλι τον σκοπό του τη συνοδεία της αιολικής άρπας του μελτεμιού· έκλεισε με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού χεριού τη μύτη να προστατευθεί από την αποφορά κι άρχισε να τραγουδά για να ξορκίσει το κακό· τα κλειστά ρουθούνια αλλοίωναν βέβαια την κελαρυστή φωνή του που τώρα θύμιζε εγγαστρίμυθο ωστόσο τραγουδούσε· μονάχος· χωρίς ακροατήριο αφού οι άλλοι ήταν θαμμένοι κάτω από τους τόννους των σκατών· άλλωστε και θαμμένοι να μην ήταν πάλι μονάχος θα τραγουδούσε όπως σ’ όλη του τη ζωή· περνούσε η ώρα κι αυτός τραγουδούσε το τραγούδι του που ήταν πένθιμο γιατί ήτανε τραγούδι σκληρό

– από  Α γ ά π η –

                                          «Απόψε είδια στ’ όνειρό μου
                                           μια σκατούλα στο πλευρό μου
                                           και χολομανώ και πρήσκω
                                           και ξυπνώ και δεν την βρίσκω
                                           και μαλώνω με τα ρούχα
                                                        “–;Πού είν’ η σκατούλα που ’χα;”»

(Π. Κουσαθανάς, Λοξές ιστορίες, Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 117-120)
*
ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
«μάρμαρα και φωταψίες»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

ΜΕΤΑ ΑΠΟ μια κοπιαστική μέρα κατά την οποία η Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν ή Ελπίδα Αμαραντίδη είχε γιατροπορέψει με τα θαυματουργά της βότανα πενήντα τουλάχιστον ασθενείς έγειρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι απ’ όπου έβλεπε το κενό ανάμεσα στον άσπρο τοίχο και το μαύρο κομοδίνο· ήταν από τις λίγες φορές που δεν είχε όρεξη να τελειώσει τη μέρα της παίζοντας το λαούτο ή βάζοντας δυο πινελιές στην καινούργια της ζωγραφιά. Πάνω στο κομοδίνο ακουμπισμένα ένα χειροποίητο κέντημα έργο της υπομονής αλλοτινών καιρών όταν οι άνθρωποι δεν βιάζονταν κι αβγάταινε η ζωή και μια σφυρήλατη καρποδόχος της αργυροχοϊας λεπτουργημένη με ανθέμια άκανθες και ρόδακες που θύμιζαν παλαιϊκό ταφικό ύφος ή ινδική μαντάλα. Το ρόδι ο αείζωος καρπός που μόλις χτες είχε κόψει από τη μοναδική ροδιά της έστελνε στον τοίχο διακριτικά σχεδόν ντροπαλά το ροδί του φως μέσα από την ασημένια φρουτιέρα· η ροδιά της Χίλντεγκαρντ μεγαλώνει σε μια γλάστρα μην έχοντας γνωρίσει την άπλα που έχουν οι όμοιές της στον κήπο του γείτονα όποτε περνά απ’ έξω τις βλέπει στοιχημένες κατά τριάδες θαλερές και ξαραθυμισμένες και ζηλεύει θανάσιμα πιάνει τον εαυτό της να εύχεται ευχές που δεν την τιμούν κι ας έχει το ελαφρυντικό ότι χρόνια τώρα προσπαθεί να κάνει περιβόλι την αυλή και το μπαλκόνι της. Οι φωνές και τα γέλια από τη μαρμάρινη πισίνα της νεότευκτης γειτονικής βίλας (ενός μαυσωλείου που καπελώνει τη ζωή) έφταναν με μικρά διαλείμματα κι απόψε στ’ αφτιά της. Ορθομαρμαρώσεις στη μνημειακή είσοδο και στους τοίχους μουσικές προβολείς άσωτες φωτοχυσίες και «άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι» «–Τα δέντρα και τα λουλούδια» σκέφτεται η Χίλντεγκαρντ «δεν αγαπούν τα μάρμαρα τις φωταψίες· για να μεγαλώσουν θέλουν μόνο ήλιο και σιωπή ας τους λείπει το νερό και το χώμα ίσως μάλιστα πρέπει να πεινάσουν να διψάσουν για να μας χαρίσουν τα ωραιότερά τους χρώματα τους πιο χυμώδεις καρπούς».
Ξαπλωμένη με το πλάι είχε την εντύπωση ότι το κενό ανάμεσα στο μαύρο κομοδίνο και τον άσπρο τοίχο ήταν απύθμενο ;έφταιγε μήπως η στιγμή ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο η στιγμή που κάποτε μας χαρίζει τα γλυκύτερα όνειρα αυτά που πραγματοποιούν όσα η ζωή αρνιέται αλλά και το συχνότερο τους τρομακτικότερους εφιάλτες; όποια και να ’ταν η αιτία το παιγνίδι ανάμεσα στο μαύρο του κομοδίνου το λευκό του τοίχου και το ροδί που ξεμύτιζε δειλά άρχισε διστακτικά στην αρχή σαν μια τυπική ανταλλαγή χρωμάτων μια δοκιμή αλληλοαναγνώρισης· σε λίγο το άσπρο δάνεισε τη σκευή του στο μαύρο το μαύρο έγινε άσπρο το άσπρο μαύρο και το ρόδι της στερημένης ροδιάς φωτίστηκε στην καρποδόχο συναινώντας σ’ αυτή τη φιλάλληλη τη γενναιόδωρη συναλλαγή. Η Χίλντεγκαρντ σύντομα έχασε την αίσθηση του χρόνου και του προσανατολισμού οι αισθήσεις της ναρκωμένες πού ο τοίχος και πού το κομοδίνο δεν ήξερε να πει το «βάραθρο» γέμισε με τα ιριδίζοντα χρώματα που γεννούν οι ακτίνες του ήλιου όταν πέφτουν σε θάλασσα μολεμένη από πετρέλαιο ή ακόμη μ’ εκείνα τα άλλα χρώματα που δεν είναι του δικού μας κόσμου αλλά συχνά τα βλέπομε σε φωτογραφίες τραβηγμένες από διαστημόπλοια και τηλεσκόπια σύνεργα που φέρνουν κοντά τα πράγματα «καλύτερα να μέναν μακριά». Στη μέση αυτών των εντυπωσιακών εικόνων ένα μάτι σκοτεινό σαν το σπηλαιώδες χάσμα ανάμεσα στον τοίχο και το κομοδίνο μάτι-βάραθρο που δεν ανοιγοκλείνει δεν κοιτάζει καταβροχθίζει μόνο «–Έχουν δίκιο λοιπόν οι φυσικοί και οι αστρονόμοι» σκέφτεται η Χίλντεγκαρντ «έχει δίκιο κι ο ζωγράφος που λέει ότι “πίσω από το τελάρο του υπάρχει μια φοβερή βαθειά μαύρη τρύπα”».

Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε ίσως δευτερόλεπτα μπορεί και χρόνια· σηκώθηκε σαν υπνοβάτισσα πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε· οι μουσικές και τα χάχανα από τη χοροεσπερίδα της βίλας του γείτονα δυνατά όσο ποτέ πλήγωσαν αδυσώπητα τ’ αφτιά της έριξε μια ματιά στον δρόμο μια μακριά σειρά από ροδιές πιασμένες η μια από τα κλαδιά της άλλης χέρι χέρι σαν χαρούμενες παιδούλες χόρευαν πλησιάζοντας στο σπίτι της τι ανοησία να πιστέψει πως ήταν ευχαριστημένες εκεί όπου βρίσκονταν! «–Ανάγκη πάσα ν’ ανοίξω την πόρτα να τις υποδεχτώ» μονολόγησε η Χίλντεγκαρντ κι έκανε να τρέξει «;ή μήπως ο ιδιοκτήτης τους με πάρει για κλέφτρα;» ρώτησε κι αμέσως κοντοστάθηκε «“–;Ε και;” θα του πω “εγώ δεν έχω κήπο μόνο μιαν εσωτερική αυλή για να κρύβομαι απ’ τα μάτια του κόσμου κι ένα εξωτερικό μπαλκόνι για να ’χω όποτε θελήσω τη θέα του οπού χρόνια πολεμώ να τα κάνω περιβόλι ψάξε λοιπόν για τις ροδιές σου αλλού εγώ έχω άλλοθι από την ώρα που σκοτείνιασε μελετώ το βάραθρό μου ;δεν έχεις ακούσει τελοσπάντων ότι καλύτερα ατιμώρητος ο ένοχος παρά καταδικασμένος ο αθώος;”» Εξουθενωμένη έγειρε ξανά στο προσκεφάλι αβέβαιη για την πειστικότητα των επιχειρημάτων της «–Κανείς δεν θα βρει τις ροδιές εκεί που θα τις κρύψω» ψιθύρισε στο τέλος αναθαρρημένη σκύβοντας εμπιστευτικά συνωμοτικά στον καταβροχθισμένο από το βάραθρο αόρατο εαυτό της.

;Και η κατάληξη αυτής της λοξής ιστορίας; Χάσματα των ονομάτων χάσματα των καιρών οι άνθρωποι ίδιοι· προτού η Ελπίδα Αμαραντίδη ή Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν κατεβεί όλα τα σκαλοπάτια του ύπνου πρόλαβε να κρύψει στα όνειρα της καρδιάς της καμμιά εικοσαριά φουντωτές ροδιές και την αγαπημένη της μαθήτρια που μόλις χτες είχε μισέψει· στο τελευταίο σκαλί ακουμπώντας τις λέξεις μια μια όπως ξεκουκκίζουν οι ιερωμένοι το κομποσκοίνι της προσευχής οι λαϊκοί τις χάντρες στο κομπολόι και οι εραστές τους αποχαιρετισμούς

            «“–Όλο και πιο πολύ φως όλο και περισσότερο σκοτάδι
            Γείρε στο στρώμα μας ζεστό σαν την αγκάλη”»

κι ενώ ακούγονταν οι σταγόνες να πέφτουν στης ερημίας το απύθμενο βάραθρο στο σκοτάδι της νύχτας όπου όλα φωτίζονται και σιγουρεύουν ψέλλισε με μουδιασμένα χείλη το παράπονό της δηλαδή κάτι απ’ όσα οι άνθρωποι με επιπολαιότητα ονομάζουν «ψιλά γράμματα» «–;Ποιος στον κόσμο μπορεί να εγγυηθεί
ότι αύριο
   δεν θα μου ξεριζώσουν την καρδιά
                        για να μου πάρουν τις ροδιές
                                      κι ας έχω ατράνταχτο άλλοθι
                                                                        το βάραθρό μου;»

(Π. Κουσαθανάς, Λοξές ιστορίες, Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 27-31)

*

ΩΣΕΙ ΧΟΡΤΟΣ

ΣΠΟΥΔΑΣΑ ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΙΑ μια μάλλον άχρηστη στις μέρες μας επιστήμη όχι τόσο επειδή έχουν προ πολλού ανακαλυφθεί όλα τα φυτά αλλά γιατί έχει επικίνδυνα συρρικνωθεί η χλωρίδα του πλανήτη· μαζί με την κοσμική τάξη που νιώθω ότι έχει διασαλευθεί από την Αδικία αφουγκράζομαι και τον εντός μου ρυθμό ξεκούρδιστο. Οι ελπίδες να ανακαλυφθούν άγνωστα είδη είναι σχεδόν μηδαμινές έτσι καμμιά έκπληξη δεν περιμένω από την επιστήμη μου· έζησα δυστυχώς για να δω τον ξεπεσμό της (ο Λινναίος και ο Τουρνεφόρτιος θα θλίβονταν πολύ γι’ αυτό)· παρά την απογοήτευσή μου ωστόσο αποφάσισα τελευταία να νοικοκυρέψω κάποιες φυτολογικές μελέτες μου που οι βιοτικές μέριμνες (και η αναβλητικότητά μου) δεν με είχαν αφήσει να τις ολοκληρώσω και μαραίνονταν κλειδωμένες για χρόνια στα συρτάρια. Για την αποφυγή παρανοήσεων και όχι από δίψα για διάκριση –;τι σημασία άλλωστε θα είχε κάτι τέτοιο στην ηλικία μου;– επισημαίνω ότι δεν ήμουν κανένας τυχαίος επιστήμονας οι συνάδελφοί μου με θεωρούσαν αυθεντία κι ακόμη παραπέμπουν στις δεκάδες των άρθρων μου σεμνύνομαι μάλιστα ότι δυο φυτά της οικογενείας των Λειριιδών που μερικοί εσφαλμένα τα κατατάσσουν στα Χειλανθή είναι δικές μου ανακαλύψεις μιλώ για το Κολχικόν το δειλόν (Colchicum timidum) και το Κολχικόν το Ρήνειον (Colchicum Rhenium)· λεπτομερή περιγραφή τους έχω δημοσιεύσει για τους λατινομαθείς στο έγκριτο ετήσιο περιοδικό Herbarium Insularum Graecarum (τεύχος 30ό 1976 σσ. 201-203) ας επισημάνω όμως εδώ τούτα μόνο παρά τη λεπτή τη μη μου άπτου ομορφιά τους ίσως μάλιστα εξαιτίας αυτής είναι λίαν τoξικά και τα δύο: με το δηλητήριό τους ξέκαμε τα παιδιά της η άπονη αρχαία μάγισσα της Κολχίδας. Οι παραπλανητικοί προσδιορισμοί timidum (εντροπαλόν δειλόν) ίσως και το Rhenium (Ρηνικόν της Ρηνείας) έχουν τεθεί ειρωνικώς και οξυμώρως βέβαια αφού τέτοια καταπότια είναι άφοβα και αποφασιστικά· ας επισημανθεί μάλιστα μάλιστα ότι κατά την ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου «Ρεν» είναι η αντίπερα όχθη όπου η αχαλίνωτη μάνητα της αρχαίας γυναίκας περαίωσε με ασφάλεια τα δυο αθώα πλάσματα.
Έρχονται στιγμές που οι δυσκολίες δαμασμού του υλικού στις ημιτελείς εργασίες μου φαντάζουν ανυπέρβλητες αλλά επιμένω ως εάν να επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου· τον τελευταίο καιρό θέλω να βεβαιωθώ ότι κάτι ο,τιδήποτε τελοσπάντων ας είναι και το ελάχιστο από τις εκκρεμότητες της ζωής μου βρήκε τη θέση του ξυπνώ και κοιμάμαι λοιπόν παρέα με τη Λατινική δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι σκέφτομαι σ’ αυτή τη νεκρή γλώσσα το λεξικό η γραμματική και τα συντακτικά φαινόμενά της έγιναν στρώμα και μαξιλάρι μου όπως τότε που ετοίμαζα με νεανικό ενθουσιασμό τη διπλωματική μου εργασία. Τα maritima και τα trifolia τα tuberosa και fistulosa τα somnifera και funebria τα alba και τα nigra καταδυναστεύουν νυχθημερόν το μυαλό μου όχι μόνο στον ξύπνο αλλά και στον ύπνο όπου τα όνειρά μου εκτυλίσσονται κι αυτά λατινιστί μπερδεύοντας τη μέρα με τη νύχτα με τη μέρα επαληθεύοντας για ακόμη μια φορά το «υλικό» από το οποίο είμαστε φτειαγμένοι· είναι σαν να γράφω ένα πολύστιχο ποίημα σε μια νεκρή γλώσσα που κανείς ζωντανός δεν καταλαβαίνει όμως αυτό δεν επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι κάθε λέξη πρέπει να είναι ζυγιασμένη στη θέση της έστω κι αν όπως έχω βάσιμους λόγους να υποψιάζομαι δεν κάνω τίποτε άλλο από το να ονειρεύομαι τη ζωή μου ή να ζω το ίδιο μου το όνειρο. Με λύπη ωστόσο ανακαλύπτω ότι κάποιες λέξεις άσχετες με τις φυτολογικές μου μελέτες αν και μου ήταν κάποτε οικείες ο ρους του βίου τις παρέσυρε και τις έχω λησμονήσει· να τες όμως πάλι ανασύρονται από το «βαθύ σκοτεινό πηγάδι του ύπνου» και ξαναβγαίνουν με αβάσταχτη διαύγεια στην επιφάνεια εμφανίζονται απρόσμενα στις έρημες τις σιωπηλές πλατείες του μυαλού μου σαν τους ανδριάντες του Ντε Κίρικο κατεβαίνουν από τα βάθρα τους σουλατσάρουν κι ύστερα κρύβονται παραμονεύοντας στις γωνίες κρατώντας με ανήσυχο και ξάγρυπνο: senectus impotentia amentia morbidus mors… λέξεις της ασφυξίας και της παράλυσης· σ’ αυτές τις περιπτώσεις αδύνατο να μπει τάξη στη γενική ασυναρτησία που νιώθω να με περιβάλλει στους άτακτους ανδριάντες που ελλοχεύουν έτοιμοι σε κάθε στροφή των δρόμων του μυαλού «–Έχομε και λέμε λοιπόν έχομε και λέμε…» ηχώντας ολόκληρος σαν ξεχαρβαλωμένο όργανο αρχίζω με τα δάχτυλα το μέτρημα ξεκινώντας το νοικοκύρεμα από την αρχή. Το πιο αξιοσημείωτο αυτού του μπερδέματος είναι ότι άρχισα να αναθεωρώ τις διά βίου πεποιθήσεις μου περί ονείρων· ώς τώρα πίστευα ότι τα όνειρα επ’ ουδενί μπορούν να είναι εργαλεία πρόρρησης όπως πολλοί νομίζουν μάλλον σαν κάτοπτρα και ερμηνευτές των παρελθόντων θα έπρεπε να εκλαμβάνονται ανάποδοι καθρέφτες που αρκεί μια κίνηση να τους φέρεις στα ίσα για να ατενίσεις την εικόνα απαραμόρφωτη. Στην προσπάθειά μου να σκεφτώ ψυχραιμότερα κατάλαβα ότι όχι μόνο τα μέλλοντα αλλά ούτε τα παρεληλυθότα μπορούν να εξηγηθούν με τα όνειρα και κατέληξα στο θλιβερό συμπέρασμα ότι τα ονείρατα έχουν τη δική τους παντιέρα· ακόμη κι αν αναφέρονται σε πράγματα που ζήσαμε θα ζήσομε ή τάχα θα ζούσαμε υπενθυμίζουν με γριφώδη για τη λογική μας τρόπο τα παρόντα κάνουν δηλαδή τη μόνη δουλειά για την οποία φαίνεται ότι τάχτηκαν. Πράγματι το ποτάμι της ζωής ο «ρους» παρασέρνει τα πάντα εκτός από το «παρόν» προτού γίνει παρελθόν εκτός δηλαδή από ένα απειροελάχιστο ένα απελπιστικά σύντομο κλάσμα του χρόνου που κι αυτό ανεπαισθήτως μετατρέπεται αιφνιδιαστικά και κεραυνοβόλα σε παρελθόν και χωνεύεται μέσα στο βάρος της αζύγιστης απεραντοσύνης των περασμένων προς ανακούφιση και παραμυθία ευτυχώς λένε μερικοί· για παραμύθιασμα επιμένουν κυνικά κάποιοι άλλοι. Αυτή η διαπίστωση δεν κάνει σοφότερο κανέναν μάς γεμίζει μόνο μελαγχολία και άκρη δεν γίνεται να βγάλει κανείς· η βεβαιότητα πάντως είναι μία: κάθε στιγμή κάθε ώρα κάθε μέρα
μια στιγμή μια ώρα μια μέρα πιο κοντά
                                                                                                              πιο κοντά.

Μέσα στο δάσος των λατινικών λέξεων όπου περιδιαβάζω τελευταία υπάρχει κάποια που απροσδόκητα ηγεμονεύει πάνω σε όλες τις άλλες· άγνωστο γιατί με επισκέπτεται αδιαλείπτως κάθε βράδυ σαν αστραπή που εκπορεύεται από την ίδια πάντοτε μεριά του ουρανού επιστρέφει ως πρόλογος σε όλα τα βοτανικά μου ενύπνια και καταλήγει να τα κλείνει ως επιμύθιο ή και συμπέρασμα. Μέχρι πρότινος αν και βοτανολόγος (και μάλιστα «αυθεντία») δεν την ήξερα σαν αυθύπαρκτη λέξη αφού όπως γνωρίζουν οι ειδικοί ο δόκιμος όρος για το αυτοφυές φυτό το βότανο είναι herba· τη χρησιμοποιούσα μόνο ως πρώτο συνθετικό του ονόματος ενός κοινότατου πλην εύοσμου φυτού του μάραθου ή φινόκιο (Foeniculum officinale) που αρταίνει ευχάριστα τα φαγητά μας. Η ηγεμονική αυτή λέξη δεν είναι μεγαλοπρεπής βαρύγδουπη ή μεγαλόστομα επική αλλά ταπεινή σύντομη σαν τη ζωή· ένας στεναγμός ή ένας λυγμός αρκεί για να την ψελλίσεις: Foenum (εκ του αχρήστου θέματος feo<φύω). Επικρέμαται πάνω από την κεφαλή μου ανάποδα σαν νυχτερίδα και το περίεργο είναι ότι παρά τη διακριτική ταπεινότητά της πράττει ό,τι μπορεί για να κάνει αισθητή την παρουσία της μετεωρίζεται με απίστευτες ακροβασίες και στραμπουλήγματα ακκίζεται κι αναπηδά σ’ έναν ανέφελο κατά τα φαινόμενα ουρανό. Την εντόπισα ψάχνοντας στο Λεξικόν Λατινοελληνικόν (Εν Αθήναις 1873) του εκ Βρέμης της Γερμανίας Ερρίκου Ουλερίχου και του διαπρεπούς φιλολόγου Στέφανου Κουμανούδη «Αδριανοπολίτου» παρακαλώ· οι άνθρωποι ήταν κάποτε περήφανοι για την καταγωγή τους. Καταφτάνει πάντοτε μαζί μ’ εκείνη την περίφημη Ηροδότεια λέξη «βεκός» την αρχετυπική και επιούσια που όποια ηχητική μορφή και να πάρει στις γλώσσες των ανθρώπων (βεκός άρτος ψωμί panis pane bread Brot…) δεν παύει να στηρίζει και να συντηρεί τη σάρκα μας όσο ζούμε· τη λέξη που κατά τον γλωσσοτόμο και αμερόληπτο (προς τιμήν του!) κριτή Φαραώ Ψαμμήτιχο δίνει τα πρωτεία της αρχαιότητας όχι στη δική του την αιγυπτιακή αλλά στη φρυγική πρωτογλώσσα. Foenum -i λοιπόν. Παρά την προσπάθειά μου να συσχετίσω τη λέξη με τον αναγεννώμενο από τις στάχτες του Φοίνικα τίποτα πέραν της ηχητικής ομοιότητας δεν συνηγορεί για επίρρωση του ασίγαστου πόθου. Foenum -i. Ο εστί ερμηνευόμενο χόρτο ο εστί μεθερμηνευόμενο «Άνθρωπος ωσεί χόρτος…» κατά την Παλαιά Διαθήκη και «Πάσα σαρξ ως χόρτος…» κατά την Καινή κατά τους ποιητές δε «φύλλον» και «φύλλο χλόης». Χόρτος και άνθος και άκανθος: όταν το άνθος μαρανθεί μένει η ευωδία του μα στο αγκάθι μένει μόνο το καρδιολάκτισμα απ’ το κεντρί. Επιτέλους νομίζω ότι τώρα κατάλαβα αν και δεν θα μπορέσω σωστά να το αρθρώσω γιατ’ είναι παγωμένος ο αγέρας που φυσά και τα σαγόνια μου κροταλίζουν διαβολεμένα ωστόσο ναι το πράγμα είναι φανερό: σε μια γλώσσα νεκρή το όνειρο της ζωής ύπενθυμίζει έστω ως παραλειπόμενο κατά το διάλειμμα μιας βοτανολογικής μελέτης το λανθάνον και άρρητο Verbum Summum το μόνο αληθινά Πανταχού Παρόν από την πρώτη αναπνοή μας έως την τελευταία· ελάχιστο διάστημα. Ανάγκη πάσα να τακτοποιήσω το συντομότερο τις εκκρεμότητες ή καλύτερα ας πάνε στον κόρακα τα «νοικοκυρέματα» ;πού πια καιρός; χρεία καμμία πλέον να περαιώσω τις μελέτες μου ή να κλείσω κι αυτή τη λοξή ιστορία μου (την τελευταία άλλωστε) με ερωτηματικό.

(Π. Κουσαθανάς, Λοξές ιστορίες, Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 135-140)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

. end-tag